Δεν είναι ότι τα συνηθίσαμε τα κάγκελα που σε τόσα μέρη της Αθήνας είναι έως

θανάτου επικίνδυνα. Είναι που δεν αντέχουμε να αντιδρούμε. Ακόμα, κάθε πρωί,

όταν τα αντικρύσουμε για πρώτη φορά μέσα στη μέρα, κάτι μέσα μας επαναστατεί

και αγανακτεί, όπως την πρώτη παρθενική φορά, πριν από τόσα χρόνια, που τα

βρήκαμε μπροστά μας απ’ άκρου σ’ άκρο, χωρίς ανοίγματα και έλεος και διακοπή.

Κάτι να κάνω, λέμε, πολλοί, από μέσα μας. Ο καθένας μόνος. Μερικοί κάτι

κάνουν. Παίρνουν τηλέφωνο τον Δήμο Αθηναίων, π.χ. Δεν είμαι εγώ αρμόδιος

κύριε, του λένε πρώτα. Ξαναπαίρνει. Βουίζει. Μετά πέφτουν σε κάποιον που ζητά

τηλέφωνο και διεύθυνση και προτείνει να συνταχτεί αναφορά. H φωνή είναι συχνά

άγρια, άλλοτε περιφρονητική, χλευαστική, πολύ σπάνια υποκριτικά ευγενική.

Πάντα βιαστική. Πόσοι αντέχουν να υφίστανται τέτοιες διαδικασίες; Μερικοί

κάθονται και γράφουν επιστολή σε εφημερίδα. H επιστολή δημοσιεύεται, τα

κάγκελα παραμένουν. Μαζεύουν υπογραφές, μιλάνε μεταξύ τους, αφήνουν την

αγανάκτηση να ξεθυμάνει πιάνοντας συζήτηση με αγνώστους στο τρόλεϊ, στις

ουρές. Ύστερα η κούραση της ημέρας συσσωρεύεται, αναβάλλεται η δράση. Θα

γίνουν και Ολυμπιακοί, αν δεν σκεφτεί κάποιος τώρα, φέτος, ότι κινδυνεύουν οι

αμύητοι ξένοι, ότι θα γίνουν δυστυχήματα μ’ αυτά τα κάγκελα, δεν θα το σκεφτεί

ποτέ. Σύμβολο της ανασφάλειας που εξαπλώνεται σαν επιδημία, θα φράξει σε λίγο

και τα λιγοστά περάσματα. Κάποτε είχε περάσει από το αφελές μυαλό μας η ελπίδα

ότι η Ντόρα θα τα αραίωνε.

Εμφανιζόταν τόσο πιο κάζουαλ από τον Αβραμόπουλο. Φρούδες ελπίδες. Τώρα

τρέμουμε, μήπως σκεφτεί κι αυτή ότι τίποτα άλλο δεν χαρίζει τέτοιο μεγαλείο

στην ένδοξη πόλη, και τα πυκνώσει κι άλλο.