Κερνάει ο καιρός και για να μην καταλάβουμε τον χαμό του, μένουμε σε

συνήθειες, περνάμε από τους ίδιους δρόμους, βλέπουμε ίδιους ανθρώπους, ίδιες

κινήσεις, ίδιες διαδρομές, ίδιοι φίλοι, ίδιες δουλειές, «τα έπιπλα μη μου

κουνήσεις», πάντα εκεί ο καναπές και δίπλα του το τραπεζάκι, αλλάζεις τις

κουρτίνες και ψάχνεις μέρες για την ίδια απόχρωση. Στο ίδιο σχέδιο η μπλούζα

με τον ψηλό γιαγιά να κρύβει τον κόμπο στον λαιμό…

… κι όμως… όλο και κάτι αλλάζει, κάτι βαθιά, πιο κάτω από τον βυθό, μια

ρυτίδα αναδεύει το πλοκάμι της, βγαίνει στην επιφάνεια, φτάνει στο μέτωπο και

το χαράζει, χαρακιά βαθιά, ανεξίτηλη, μόνιμη, φριχτή παρέα ώς το τέλος του

ταξιδιού. Χαρακιά του χρόνου; του πόνου; Γύρευε.

Ψάχνω καινούργια έπιπλα για το κουρασμένο μου δωμάτιο και όλο σε κάτι

πολυθρόνες καταλήγω που μοιάζουν στις παλιές, κάτι ποτήρια που λάμπουν στο φως

σαν μέρες του ’70 διάφανες, με μόνα στίγματα κόκκινα τα άνθη των χειλιών.

Αλλάζω δρόμο. Αλλάζω σελίδα, ανοίγω την πόρτα του αύριο και μπαίνω στο

μεταμοντέρνο. Ένας καναπές ωχρός σαν μονοκοντυλιά ξενιτεμένου Γιαπωνέζου, ένα

φωτιστικό μπαλόνι που φλερτάρει το αερόστατο στο χρώμα της άμμου, ένα βάζο

ενάμισι μέτρο ύψος, φτιαγμένο από πηλό, βαμμένο σιδερένιο, βάση πιάτο του καφέ

και στόμιο σαν πηγάδι, ένας μπουφές παραλληλόγραμμο κουτί με κομμένα πόδια,

πόρτες κρυφές σαν φυλακή υψίστης ασφαλείας για πιατικά, μαχαιροπίρουνα,

ποτήρια, με έξοδο δυο φορές τον χρόνο, Πάσχα – Χριστούγεννα, άντε και καμιά

ονομαστική. Για διακόσμηση (;) μού δίνουν ένα κατάξερο κλαρί σαν να το ‘φαγε ο

τετράνυχος, κλαδί για πέταμα, για τα σκουπίδια, σαν σκέλεθρο ονείρων. Για

κουρτίνα μού προτείνει η δεσποινίς πωλήτρια ένα ριζόχαρτο με καλαμάκια

περασμένα οριζοντίως και δίπλα ένα κορδόνι όλο κόμπους, όποτε θες να το τραβάς

και πάει απάνω, μαζεύει φυσαρμόνικα τη μέρα, τη νύχτα το αφήνεις, πέφτει ίσια

κάτω, άσπρος ταμπλάς. Για τασάκι «έχω φίλους που καπνίζουν, το ομολογώ, να

τους σκοτώσω;», προτείνει η διακοσμήτρια και μινιμαλ-ποιήτρια μια γαβάθα από

μαντέμι και μέσα είχαν φωλιάσει μια χούφτα βώλοι γυάλινοι με λουλουδάκια μέσα

έγχρωμα… ναι… ναι… γκαζές τις λέγαμε παλιά, έπαιζα στον δρόμο, τότε κάτω

είχε χώμα, αργότερα ήρθε η άσφαλτος και το εσφαλμένον της ζωής. Μμμμ έπαιζα

γκαζές. Γερτός ο δείκτης σαν γαντζάκι έβαζα το νύχι του μεγάλου στην κούρμπα

και μπβζζν… τζίφος.

– Μαμά όλο χάνω…

– Δεν πειράζει αγόρι μου, εσύ θα κερδίσεις στη ζωή.

… Το πήρα όλο το σύνολο το έφερα στο σπίτι, τίποτα δεν μου θυμίζει και σε

τίποτα δεν χρησιμεύει. Σαν διαρκής κούρα λήθης είναι το ντεκόρ. Μόνο το βράδυ,

λίγο πριν μπω στο όνειρο, ακούω έναν ήχο γυάλινο και παιδικό από παλιά, αλλά

ολοζώντανο… παίζουνε στο σαλόνι μόνες τους οι γκαζές. Μπββζζνν μπββζζνν…

κάποιος χάνει. Κάποιος κερδίζει. Στο τότε; ή στο τώρα;…

… η συνέχεια στο προηγούμενο…