Κάτω Κουφονήσι

Ταξιδεύοντας νοτιοδυτικά, στα 12 ναυτικά μίλια από τη Δονούσα, το Κουφονήσι

και η Κέρος ξεχώριζαν στον ορίζοντα. Με τον καιρό δευτερόπριμα ταξιδεύαμε

κοντά με τους καινούργιους θαλασσινούς φίλους, διασκεδάζοντας στο σχεδόν εξάρι

καθαρού βοριά. Το σκηνικό της δεύτερης διανυκτέρευσης στήθηκε κοντά σ’ έναν

μικρό μόλο κοντά στο «Σιρόκο», το πιο καλόγουστο μπαράκι του Πάνω Κουφονησιού.

Μας «χάλαγαν» βέβαια τα αυτοκίνητα (ελάχιστα ευτυχώς), που πέρναγαν

κάπου-κάπου από την παραλία, αλλά αυτά έφερε η εξέλιξη στο Κουφονήσι, όπου

φτιάχτηκαν ένας δρόμος, ένας μεγάλος μόλος και εκατοντάδες ενοικιαζόμενα

δωμάτια. Αν εσείς που μας διαβάζετε αποφασίσετε να πάτε στα Κουφονήσια με το

πλοίο της γραμμής, προς Θεού, μην πάρετε το αυτοκίνητό σας μαζί ούτε καν

δίκυκλο. Δεν τα χρειάζεστε.

Το επόμενο πρωί δεν βιαστήκαμε να σαλπάρουμε. Πήραμε τις φωτογραφικές μηχανές

μας και κάναμε βόλτα στον οικισμό. Το πίσω λιμανάκι με το καρνάγιο είναι ένα

πανέμορφο μέρος, ενώ εδώ βρήκαμε και το μοναδικό, ίσως, «παραδοσιακό»

τηλεφωνείο των Κυκλάδων.

Όταν είχα πάει στο Κουφονήσι πριν από 20 χρόνια ο παππούς φρόντιζε με περισσή

αυστηρότητα να τηρείται η σειρά προτεραιότητας όσων περίμεναν να τηλεφωνήσουν.

Σήμερα, με τα καρτοτηλέφωνα και τα κινητά η ύπαρξή του μοιάζει περιττή.

Ωστόσο, ο παππούς (ακόμα πιο παππούς) είναι ακόμα στο πόστο του!

Έπειτα από ένα γενναίο πρωινό στις «Καλαμιές» σαλπάραμε για Κάτω Κουφονήσι, το

οποίο τον χειμώνα είναι ακατοίκητο, αλλά το καλοκαίρι λειτουργεί μια πολύ

όμορφη ταβέρνα, όπου εκτός από φαγητό γίνονται και διάφορες εκδηλώσεις γάμων

και βαφτίσεων. Υπάρχουν ακόμα κάποιοι που αράζουν εκεί για όλο το καλοκαίρι σ’

ένα σημείο με έναν μεγάλο φοίνικα. Στην Κέρο δεν αποβιβαστήκαμε, αλλά

κατευθυνθήκαμε στο Αντικέρι, όπου στο κανάλι που σχηματίζει με τη Δρίμα

υπάρχει μια μικρή κυκλική παραλία, ένα από τα ομορφότερα «κρυφά» σημεία στις

Κυκλάδες.

ΚΑΠΕΤΑΝ ΝΙΚΟΛΑΣ O ΜΟΝΑΧΟΣ

Στη θάλασσα από το 1961

Χιλιάδες είναι εκείνοι που έχουν ένα σκάφος, λιγότεροι είναι εκείνοι που

κάνουν μεγάλα ταξίδια μαζί του, κανένας όμως δεν είναι σαν τον καπετάν Νικόλα

που είναι στη θάλασσα από το 1961 και ταξιδεύει μονάχος. Εγώ τον γνώρισα από

το ντοκιμαντέρ του Γιώργου Κολόζη «Αιγαίο Νυν και Αεί», αλλά η τυχαία

συνάντησή μας στη Δονούσα μού χάρισε ένα υπέροχο απόγευμα.

Νικόλας Σισώης είναι το όνομά του αλλά οι αιγαιοπελαγίτες τον φωνάζουν Νικόλα

Μοναχό, γιατί συνήθως είναι αυτός κι η θάλασσα! Ο Νικόλας είναι Καλύμνιος

σφουγγαράς χτυπημένος από την ασθένεια των δυτών, ημιπαράλυτος από την μια

πλευρά που συνεχίζει όμως να ταξιδεύει μόνος του χωρίς πλήρωμα και να βουτά

για σφουγγάρια με τον παλιό παραδοσιακό τρόπο, με μαρκούτσι. Πάνω στο καΐκι

του αγέρωχος, μέσα στο βυθό της θάλασσας κολυμπά σαν ψάρι και μόνο στη στεριά

σέρνει το βήμα και καταλαβαίνεις το πρόβλημά του.

Με την πρώτη ματιά καταλαβαίνεις ότι είναι ένας γκουρού της νομαδικής ζωής. Το

καΐκι του, ένα τρεχαντήρι τύπου αχταρμά, ο Ποθητός, είναι γεμάτο πατέντες για

να το κουμαντάρει μόνος του. Οι γιατροί μετά το ατύχημα που ‘χε στον βυθό, τον

βάλανε στον θάλαμο αποσυμπίεσης και τον ξεγράψανε, όπως μας είπε ο ίδιος.

Αυτός όμως δεν το ‘βαλε κάτω και έπειτα από πολλές προσπάθειες συνεχίζει να

ταξιδεύει αλλά και να βουτά για σφουγγάρια μόνος του. Ρισκάρει πολλά γιατί όλη

του η ζωή κρέμεται από ένα λάστιχο και μία μηχανή που δίνει από το καΐκι αέρα.

Όταν τον ρωτήσαμε τι θα γίνει αν σταματήσει η μηχανή, αυτός απάντησε ότι δεν

ανησυχεί γιατί ακούει στον βυθό τον θόρυβό της, αν σταματήσει θα ανέβει επάνω!

Από την άλλη δεν μπορεί χωρίς τον βυθό, μόνο μέσα στην αγκαλιά της θάλασσας το

χτυπημένο του σώμα αισθάνεται ανακούφιση.

«Μετά το ατύχημά μου, οι γιατροί με έπεισαν να αλλάξω δουλειά. Πούλησα το

καΐκι μου και άνοιξα ουζερί. Δεν υπάρχει χειρότερη δουλειά από τον καφετζή.

Έσπασα όλα τα τραπέζια και κάρφωσα ένα για να κάθομαι μόνο εγώ. Δεν μπορώ να

κάνω δίχως θάλασσα και καΐκια. Ας είμαι και σαράβαλο…

Δεν υπάρχει μεγαλύτερος πλούτος στον κόσμο από τον βυθό της θάλασσας. Μόνο

εκεί αισθάνομαι ήρεμος και ελεύθερος…

Δεν φοβάμαι τίποτα, όλα είναι γραφτά, ελεύθερος…»

Ίσως τον συναντήσετε κάπου στο Αιγαίο να πουλάει τα σφουγγάρια που βγάζει με

πολύ κόπο. Ίσως τότε ανακαλύψετε και εσείς κάτι από τον εαυτό σας… Αν όχι

αφήστε τον στην ησυχία του. Δεν έχει την ανάγκη μας. H ράτσα του τα καταφέρνει

περίφημα εδώ και πολλούς αιώνες να επιβιώνει στο Αιγαίο και για να κλείσουμε

διαβάστε τη μαντινάδα που λέει ο ίδιος για τον εαυτό του:

«Θέλω στα «NEA» να γραφτεί και σ’ όλες τις φυλλάδες πως μ’ ένα κουνέλι

πλήρωμα γυρνούσα τις Κυκλάδες»

Με πλήρωμα κουνέλια!

Οκτώ χρόνια βουτούσε έχοντας πλήρωμα ένα σκύλο. Με τον σκύλο μάρτυρα πήγε

κατηγορούμενος για παράνομο ψάρεμα στο δικαστήριο. Έχασε τον σκύλο, πήρε για

πλήρωμα ένα κουνέλι. Του πνίγηκε το κουνέλι γιατί ήθελε να ζευγαρώσει, πήρε

δύο κουνέλια, αρσενικό και θηλυκό! Τα κουνέλια γίνανε 200 σε μερικούς μήνες

και πήγαν να του ροκανίσουν όλο το καΐκι. Τα έβαλε στο κτήμα που έχει η

οικογένειά του (ο Νικόλας έχει 3 παιδιά και 4 εγγόνια μέχρι στιγμής) πάνω από

το Βαθύ της Καλύμνου και προσπάθησε να μείνει για λίγο στην ξηρά. Δεν τα

κατάφερε και ξανάφυγε στη θάλασσα παίρνοντας μαζί του έναν άλλο σκύλο που τον

έβγαλε κι αυτόν «Μπούλη». Παραπονιέται βέβαια γιατί δεν είναι το ίδιο έξυπνος

με τον προηγούμενο που πηδούσε με το σχοινί στη στεριά για να δέσει στον κάβο!