Ο Ανδρέας είχε μια εξαιρετική ιδιότητα, μια ιδιότητα που ίσως τη μοιράζεται με

άλλους πολιτικούς (σχετική έρευνα δεν έχει γίνει) – δηλαδή την ιδιότητα του

πολιτικού ως αφηγητή, ως story-teller, όπως ονομάζεται στα αγγλικά. Αν η λέξη

δεν περιείχε μια αρνητική έννοια, θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε τον

χαρακτηρισμό «παραμυθάς», με την καλή έννοια, δηλαδή του ανθρώπου που ξέρει να

κατασκευάζει μια καλή «αφήγηση». Αξίζει όμως να διακρίνουμε τρεις τουλάχιστον

διαφορές μεταξύ της στερεότυπης έννοιας του «παραμυθά» και του «κατασκευαστή

πολιτικών ιστοριών», που ήταν ο Ανδρέας.

Πρώτον, ο κλασικός παραμυθάς αντλεί τα «παραμύθια» μέσα από την

παράδοση. Σε αντίθεση με αυτόν, ο Ανδρέας έσπασε την παράδοση όταν, μέσα από

τις ομιλίες του, δημιούργησε την Ελλάδα του «μη προνομιούχου», του

«μικρομεσαίου» και του αγνοημένου «αγρότη», αλλά και την Ελλάδα του «τρίτου

δρόμου» με την «ανεξάρτητη φωνή» και την «αδέσμευτη» εξωτερική πολιτική.

Δεύτερον, ο παραμυθάς επαναλαμβάνει τις ιστορίες του, δεν πιέζεται να

βγάλει κάτι καινούργιο και δημιουργικό. Ο «πολιτικός αφηγητής» από την άλλη,

αν αξίζει το κοστούμι του, κατασκευάζει ένα νέο, φρέσκο αφήγημα, άμεσα

κατανοητό. Εκταμιεύει από τα παλιά και γνώριμα και δημιουργεί κάτι καινούργιο

αλλά και πάλι γνώριμο, λίγο σαν την μουσική του Θεοδωράκη που έκτισε πάνω στις

λαϊκές ρίζες για να δημιουργήσει μια νέα μουσική. Μια μουσική που μίλησε

αμέσως στην καρδιά του Έλληνα, μια μουσική που ενώ ήταν καινούργια ήταν και

αναγνωρίσιμη, σαν να υπήρχε δηλαδή από πάντα στη συνείδηση του κάθε Έλληνα.

Κάπως έτσι έπιασε η «νέα» ιδεολογία που εκπροσωπούσε ο Ανδρέας – ήταν

καινούργια, αλλά συγχρόνως άκρως αναγνωρίσιμη.

Ο Ανδρέας έκτισε τον πολιτικό του λόγο πάνω σε ένα μεγάλο ιστορικό «αφήγημα»

που, κατανοητό σε πολλούς, περιείχε ένα «μύθευμα» ή έναν ιστορικό «μύθο», που

ασκούσε μεγάλη γοητεία. Προχώρησε σε νέες κατευθύνσεις και έβγαλε διαφορετικά

συμπεράσματα από τα συνηθισμένα. Κατόρθωσε, για παράδειγμα, να καταστήσει το

ΠΑΣΟΚ τον ουσιαστικό συνεχιστή των ιδανικών της Εθνικής Αντίστασης, χωρίς όμως

το βάρος της κομμουνιστικής παράδοσης. Κατόρθωσε να κάνει τον πολίτη να

αισθανθεί ότι συμμετείχε σε μια «μάχη» μεταξύ εκείνου και του κατεστημένου. Με

το «αφήγημά» του, μετέτρεψε σε ήρωα της τύχης του τον «μη προνομιούχο» και

αδικημένο πολίτη της Ελλάδας.

Τρίτον, ο παραμυθάς εξιστορεί το «παραμύθι» του για να διασκεδάσει τον

κόσμο. Ο ρόλος της αφήγησης για τον Ανδρέα έπαιζε και έναν ακόμη ρόλο – δεν

ήταν μόνο όπλο πολιτικό – δηλαδή για να πείσει το ακροατήριό του. Για τον

Ανδρέα η αφήγηση λειτουργούσε ως εργαλείο συνθετικό, τον βοηθούσε να ενώνει τα

κομμάτια του ιστορικού παζλ της εποχής. Μέσα από ένα ολοκληρωμένο πολιτικό

αφήγημα, μπορούσε να προβλέπει μελλοντικές εξελίξεις στη διεθνή σκηνή,

μπορούσε να παρουσιάζει πάντα μια νέα και βελτιωμένη εκδοχή της ίδιας της

αφήγησης.

Ο Ανδρέας αναγκάζεται να συνθέτει και να ανασυνθέτει τα γεγονότα σε συνεχή

βάση, προκειμένου να καταρτίζει μια ολοκληρωμένη στρατηγική με γερά θεμέλια.

Ποιοι είναι οι σύμμαχοι; Με ποιους πρέπει να συνεργαζόμαστε; Πού πρέπει να

ρίξουμε το βάρος της καθημερινής μας εργασίας; Για να κάνει όμως σωστή ανάλυση

πρέπει να έχει ορθή πληροφόρηση: να αποκαλύπτει, να προβοκάρει, να ελέγχει, να

ρωτάει, να βλέπει διάφορους «αγγελιοφόρους» που μόλις έχουν βγει από την

Ελλάδα και διαθέτουν φρέσκες πληροφορίες.

Με καθαρό μάτι προέβλεπε τις κινήσεις των αντιπάλων του. Ήξερε πώς να πιέζει

το αμερικανικό Κογκρέσο, ήξερε τι να λέει στις κυβερνήσεις τις Ευρώπης, ήξερε

να ξεσηκώνει τα νιάτα, αλλά και να ενθαρρύνει τους Έλληνες του εξωτερικού.

Ήξερε να εμπνέει τους ανθρώπους γύρω του και ήθελε, πάντα, να είναι καλά

πληροφορημένος σε ό,τι είχε σχέση με την Ελλάδα. Μαζί με την «ιστορία» που

πρέπει να συνθέτει και να προσαρμόζει, πρέπει να ταξιδεύει, να παίζει τον ρόλο

του αρχηγού του ΠΑΚ και να αναπροσαρμόζει τις γνώσεις του ανάλογα με τα νέα

δεδομένα και τις νέες εξελίξεις.

H περίοδος της εξορίας του μοιάζει με ένα μεγάλο αστυνομικό μυθιστόρημα,

ντετέκτιβ του οποίου είναι ο ίδιος ο Ανδρέας, ένας Ανδρέας που προσπαθεί να

κατανοήσει ακριβώς τι συμβαίνει στον κόσμο και να ανιχνεύσει τις πράξεις των

αντιπάλων του. Εκτός από ντετέκτιβ, είναι επίσης ένα είδος θηράματος. Από τη

μία, οι φήμες για απόπειρες εκτέλεσής του, από την άλλη οι διάφοροι τραμπούκοι

που εμφανίζονταν στις εκδηλώσεις του ΠΑΚ και προκαλούσαν λογής καβγάδες, οι

πιέσεις από την ίδια την Αμερική και το υπουργείο Εξωτερικών (State

Department) προκειμένου να τον φέρουν σε δύσκολη θέση (το 1973 πιέζουν το

Πανεπιστήμιο του Michigan να ακυρώσει τη σύμβαση που είχε για να διδάσκει,

όπερ και εγένετο), οι πιέσεις της καναδέζικης κυβέρνησης να μειώσει τις

ομιλίες του με αντάλλαγμα την ανανέωση της βίζας του, του κάνουν τη ζωή

εξαιρετικά δύσκολη. Ίσως, όμως, όλο αυτό το «κυνήγι» του έδινε την αίσθηση ότι

τελικά, με τις κινήσεις του, ενοχλεί τους αντίπαλους του, άρα, είναι έως ενός

σημείου, αποτελεσματικός.

***

Με την ίδρυση του ΠΑΚ το 1968, ο Ανδρέας ξεκινάει μια τεράστια καμπάνια ανά

τον κόσμο, με επίκεντρο την Ευρώπη και τη Βόρειο Αμερική. Πρόκειται για μια

ολοκληρωμένη στρατηγική που συστατικό της στοιχείο είναι οι συνεχείς ομιλίες

κατά της χούντας και η ανάλυση του ρόλου του Πενταγώνου στη διαιώνιση της

κατάστασης στην Ελλάδα.

Τα αλλεπάλληλα ταξίδια τού δίνουν την ευκαιρία να συγκεντρώσει τις διάχυτες

πληροφορίες που κυκλοφορούν «στον αέρα». Μην ξεχνάμε ότι στα τέλη του 1960 και

στις αρχές του 1970 η πληροφόρηση και η επικοινωνία ήταν ακόμη σε πρωτόγονο,

σε σύγκριση με το σημερινό, επίπεδο.

Για να καταλάβετε το εύρος των ταξιδιών του, από τις ημερομηνίες που

βρίσκονται στις κασέτες, βλέπουμε ότι το έτος 1970, όταν δίδασκε στο

Πανεπιστήμιο του Υόρκ στον Καναδά, αρχίζει μια περιοδεία τον Φεβρουάριο στις

Δυτικές Πολιτείες των ΗΠΑ. Τον Μάρτιο πηγαίνει στο Λονδίνο και συνεχίζει με

ταξίδια στην υπόλοιπη Ευρώπη (Γερμανία, Σουηδία, Ιταλία). Τον Απρίλιο κάνει

ομιλίες στον Καναδά και τον Μάιο ταξιδεύει στη Σκανδιναβία, τη Γερμανία, από

όπου επιστρέφει πάλι στο Τορόντο. Τον Ιούνιο άλλο ταξίδι στις Ανατολικές

Πολιτείες της Αμερικής, μετά τον Ιούλιο πάλι πίσω στην Ευρώπη, ξεκινώντας από

το Λονδίνο – όπου μιλάει σε μια τεράστια συγκέντρωση με παρόντες όλους τους

σοσιαλιστές ηγέτες της Ευρώπης. Τον Σεπτέμβριο πηγαίνει από τον Καναδά στην

Ιταλία, συναντά αριστερούς ηγέτες, συζητεί με τα μέλη του ΠΑΚ, ανεβαίνει στο

Όσλο της Νορβηγίας. Όταν επιστρέφει στον Καναδά, αρχίζει το ακαδημαϊκό έτος

και πάλι – κάνει τα πρώτα μαθήματα και μετά κατεβαίνει στα βάθη της Αμερικής –

στη Λουιζιάνα και την Αϊόβα. Γυρνάει στο Τορόντο για το μάθημα και στη

συνέχεια παίρνει σβάρνα την Ανατολική Ακτή, τη Βοστώνη, το Νιου Χέιβεν στο

Πανεπιστήμιο του YALE, πάλι στη Βοστώνη, στη Νέα Υόρκη, για να διδάξει αλλά

και να δώσει πολιτικές ομιλίες.

Διασχίζει την Αμερική για να επιστρέψει στα παλιά του λημέρια, στο Σαν

Φρανσίσκο της Καλιφόρνιας, και σε δύο τρία άλλα Πανεπιστήμια της περιοχής.

Τον Δεκέμβριο τον βρίσκουμε πάλι στο Λονδίνο, στη Ρώμη, στη Βόννη, στο

Ντύσσελντορφ, στο Αμβούργο, στην Στοκχόλμη, στη Δανία, στο Λονδίνο και μετά

στο Τορόντο, πριν ξεκινήσει το νέο έτος του 1971 με ένα αντίστοιχο πρόγραμμα

ταξιδιών.

***

Εκείνο που ξεχώριζε τη «ρητορική» του Ανδρέα την εποχή εκείνη από πολλούς

άλλους ομιλητές ήταν πως μπορούσε να δώσει τον γενικότερο πολιτικο-οικονομικό

αστερισμό της εποχής, χρησιμοποιώντας απτά παραδείγματα από τη δική του

προσωπική εμπειρία – δηλαδή μέσω του «πρώτου προσώπου ενικού».

Στην πιο κάτω παραπομπή, παρατηρούμε τον τρόπο με τον οποίο εισάγει τον εαυτό

του στην αφήγηση, έτσι ώστε να αντλεί από την εμπειρία του. Δίνει στον ακροατή

την ικανοποίηση ότι είναι μέσα στα πράγματα, μαζί με τον ίδιο τον Ανδρέα, και

ότι βαδίζουν στον ίδιο δρόμο για να ανακαλύψουν την αληθινή ερμηνεία αναφορικά

με τα γεγονότα της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας:

Και μου λέγανε οι Αμερικανοί όταν ήμουν στην Ελλάδα: «Γιατί δεν κάνατε τα

σωστά πράγματα; Πράγματι, η χώρα πρέπει να γίνει σύγχρονη και εσείς, το

Κέντρο, είστε οι φορείς αυτού του σύγχρονου πνεύματος. Να γίνουν αλλαγές.

Αλλά, προσέξτε, ποτέ μη θίγετε το σύστημα που εξουσιάζει την Ελλάδα. Το

σύστημα που εξουσιάζει την Ελλάδα, δηλαδή τι: το ελληνικό κατεστημένο, που

είναι διάτρητο από τις ξένες υπηρεσίες. Ποτέ μη θέσετε το ερώτημα ποιος

κυβερνά την Ελλάδα, ο βασιλιάς ή ο λαός. Και ποτέ μη θέσετε το ερώτημα πού

ανήκει ο στρατός, στο έθνος ή στους Αμερικανούς.

Χρησιμοποιεί και έναν σχεδόν θεατρικό τρόπο – παρουσιάζει την όλη υπόθεση σαν

έναν διάλογο μεταξύ της Αμερικής και της Ελλάδας. Το πιο πάνω απόσπασμα

συμπυκνώνει, σε γλώσσα απλή και καθόλου ακαδημαϊκή, τη σχέση Ελλάδας –

Αμερικής όπως την ερμηνεύει ο Ανδρέας.

Στη συνέχεια παρουσιάζει μια συγκεκριμένη συζήτηση με τον Αμερικανό πρέσβη

στην Αθήνα το 1968, για να στηρίξει την πεποίθησή του ότι τους συνταγματάρχες

τούς είχε τοποθετήσει στην εξουσία η Αμερική – θέση πολύ λιγότερο αποδεκτή

τότε από ό,τι σήμερα.

Και θυμούμαι, και το ξαναλέω αυτό γιατί αξίζει, όταν μπήκαμε στον δεύτερο

Ανένδοτο Αγώνα, ο Τάλμποτ, ο πρεσβευτής της Αμερικής στην Ελλάδα ζήτησε μια

φορά να δει τον Γεώργιο Παπανδρέου και εμένα μαζί. Και είπε ο Γεώργιος

Παπανδρέου να έρθει και να έχουμε lunch, να φάμε πρόγευμα μαζί. Και ήρθε.

Και λέει: «Είμαι πολύ ανήσυχος για την εξέλιξη στην Ελλάδα». Αυτό είναι εποχή

περίπου το 1966.

Γιατί;

Λέει: «Υπάρχει ένα σύνθημα που έχετε ξεκινήσει, που έχει πιάσει, που έχει

εξαπλωθεί στην Ελλάδα και θέλω να μου το εξηγήσετε. Αυτό το σύνθημα που

φωνάζετε διαρκώς «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες» τι πάει να πει; Γιατί το

λέτε;

Και λέμε και εμείς: Μα δεν ανήκει στους Έλληνες, δεν πρέπει να ανήκει;

«Όχι», λέει ο Τάλμποτ, «δεν λέω πως δεν πρέπει να ανήκει, αλλά έτσι που το

φωνάζετε μοιάζει σαν να πιστεύετε πως δεν ανήκει στους Έλληνες, πως ανήκει σε

εμάς».

Και λέω εγώ τότε: Μα έτσι νομίζουμε, πως ανήκει σε εσάς τώρα και δεν πρέπει να ανήκει.

«Μα», λέει, «κύριε Ανδρέα Παπανδρέου, εμείς από το ’62 σταματήσαμε να έχουμε

οποιαδήποτε επιρροή στην Ελλάδα, δεν έχουμε καμία επιρροή». Γέλιο από το

ακροατήριο. (Τορόντο, 1973)

Παρατηρούμε πιο πάνω ένα έμφυτο «συγγραφικό» στυλ, γιατί έχει μόλις κάνει μια

θεατρική αναπαράσταση ενός διαλόγου μεταξύ εκείνου και του πρέσβη της

Αμερικής. Ζωντανεύει έτσι αισθητά την ομιλία του, δημιουργεί και ένα σασπένς.

Καθώς μάλιστα ο Ανδρέας μιλάει με τον εκπρόσωπο της μεγάλης δύναμης και, κατά

κάποιον τρόπο, του τη «φέρνει», προκαλεί μια αίσθηση βαθιάς ικανοποίησης στο

πολιτικοποιημένο του ακροατήριο.

Δίνει έτσι την αίσθηση ότι υπάρχει σωστό και λάθος και πως ο ίδιος τάσσεται με

την πλευρά του σωστού, από ηθική και ιστορική σκοπιά. Συμβάλλει και η γοητεία

τού να είσαι με τον μικρό Δαυΐδ που τα βάζει με τον Γολιάθ της Αμερικής.

Τέλος, η αφήγησή του είναι ένα άκρως πειστικό μείγμα προσωπικής ιστορίας και

πολιτικής ανάλυσης. Τα «λέω» και «του ξαναλέω» είναι ένας τρόπος παρουσίασης

που έχει προστεθεί πια στο οπλοστάσιο της ρητορικής του τέχνης.

H απλότητα και ο διάλογος δεν είναι φυσικά «τρικ» ή «κόλπο» προσέγγισης,

πηγάζουν από τη βαθύτερη ικανότητά του να εξιστορεί με απλό τρόπο μια σύνθετη

πολιτική ανάλυση, χρησιμοποιώντας ζωντανά παραδείγματα.

Συχνά, στις ομιλίες εκείνης της εποχής, επιχειρεί μια ιστορική αναδρομή, με

αναφορές στις ελευθερίες του ανθρώπου και τις αξίες του Διαφωτισμού.

Χρησιμοποιεί ως αντι-παράδειγμα τη Γερμανία του B’ Παγκοσμίου Πολέμου,

προκειμένου να φθάσει στη σημερινή Γερμανία που ανέχεται μια χουντική Ελλάδα

στους κόλπους του ΝΑΤΟ. Αναλύει την πολιτική οικονομία και μιλάει για τον

ανταγωνισμό των δύο υπερδυνάμεων και για τον ιδιαίτερο ρόλο των δικτατοριών ως

μέσο υποταγής των ανεξάρτητων λαών. Αναφέρεται στον αγώνα του Τρίτου Κόσμου

υπέρ της Εθνικής Ανεξαρτησίας και κάνει «μπόλικη» κριτική κατά του Σοβιετικού

μπλοκ, ως κράτους ανελεύθερου και καταπιεστικού για τον ίδιο τον λαό του.

Για τον Ανδρέα το παράδειγμα του Ντούπτσεκ στην Τσεχοσλοβακία, την εποχή που

μπήκε η Ρωσία με τα τανκς για να σταματήσει το πολιτικό άνοιγμα της χώρας,

μοιάζει πολύ με ό,τι συνέβη στην Ελλάδα. Οι υπερδυνάμεις δεν επέτρεπαν στις

μικρές χώρες της περιφέρειας να αντικαταστήσουν τη θέση τους και από δορυφόροι

να μετατραπούν σε ανεξάρτητες χώρες.

Αγγίζει μια βαθύτερη συνείδηση όταν κάνει τις συχνές ιστορικές αναφορές του.

Σε αντίθεση με πολλούς πολιτικούς της εποχής του που, για να εξασφαλίσουν ένα

ιστορικό «πάτημα», εξυμνούσαν είτε την αρχαία Ελλάδα είτε την Εκκλησία, ο

Ανδρέας αντλούσε τα παραδείγματά του από την πρόσφατη ελληνική ιστορία. Πιο

συγκεκριμένα από τους αγώνες κατά των κατακτητών, είτε διεξάγονταν οι

τελευταίοι κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είτε κατά των Γερμανών στον B’

Παγκόσμιο Πόλεμο.

***

Ας δώσουμε, τέλος, ακόμη ένα παράδειγμα του προσωπικού ύφους που τον

χαρακτήριζε την εποχή εκείνη και που εν γένει χαρακτήριζε τις συζητήσεις του

στις «συνεστιάσεις». Σε μια συνεστίαση με τους Έλληνες της Γερμανίας, στο

Aachen, τον Ιούνιο του 1972, εξηγεί τη δύναμη του συνθήματος της εποχής «H

Ελλάδα στους Έλληνες». Προσέξτε ότι και πάλι ξεκινάει με το συγκεκριμένο

παράδειγμα για να φθάσει στη γενικότερη πεποίθηση για την εθνική συνείδηση του

Έλληνα, καθώς και η αίσθηση ότι μοιράζεται μια εμπειρία του μαζί τους, όταν

λέει: «Τώρα θέλω να σας πω ένα πράγμα, αυτό θα το πιστέψετε».

Θα ξεκινήσω από μια εμπειρία προσωπική δική μου. Εγώ το 1965-1967 γύρισα το

μεγαλύτερο τμήμα της Ελλάδος και μίλησα σε άπειρα χωριά – αυτό νομίζω το

ξέρετε. Μιλούσα κατά μέσον όρο 15 φορές το Σαββατοκύριακο, κάθε

Σαββατοκύριακο. Έτσι γνώρισα ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του αγροτικού κυρίως

κόσμου, αλλά και του εργατικού. Θυμάστε τα συνθήματα που βγήκανε στον δεύτερο

Ανένδοτο Αγώνα, μερικά προϋπήρχαν από τον πρώτο, αλλά το «η Ελλάδα στους

Έλληνες» βγήκε από τον δεύτερο Ανένδοτο Αγώνα.

Τώρα θέλω να σας πω ένα πράγμα, αυτό θα το πιστέψετε. Τους μιλούσα τότε ως

υπουργός Συντονισμού, είχα γνώση των οικονομικών θεμάτων και τους μιλούσα και

για τις ντομάτες και τις μπάμιες και για όλα αυτά τα πράγματα. Αλλά πρέπει να

σας πω το εξής: Χαλασμός Κυρίου γινόταν, χαλασμός Κυρίου, ασχέτως από ηλικία

και ασχέτως από περιοχή όταν αναφερόμουνα στο θέμα «H Ελλάδα στους Έλληνες»,

τέτοια ευαισθησία δεν την είχα ποτέ φανταστεί.

… Σας το λέω αυτό υπεύθυνα και είναι κάτι που έχει ξεχαστεί και έχει

παρεξηγηθεί. Εγώ δεν το έχω ξεχάσει.

… γιατί όταν ο Έλληνας συγκινείται μέχρι σημείου κλάματος γύρω από την

κουβέντα, η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες, αυτό είναι γιατί ξυπνά μέσα του

τουλάχιστον μια εκατονταετηρίδα, να μην πούμε 500 χρόνια, κατοχής, σκλαβιάς

και αγώνα. Όλα του έρχονται στον νου αυτήν την ώρα, γιατί η Ελλάδα ήταν

κλωτσοσκούφι των μεγάλων δυνάμεων, ήταν αντικείμενο εκμετάλλευσης από τις

μεγάλες δυνάμεις, από ξένους και αυτή η κουβέντα συμβολίζει και τις ντομάτες

και τις μπάμιες και το σπίτι που είναι γκρεμισμένο και το παιδί του που δεν

έχει να σπουδάσει και βγαίνει στο εξωτερικό να δουλέψει και τα πάντα, τα

πάντα, το όλο σύστημα δυνάμεως, του φακέλου του Καραμανλή, κάθε όψη

καταπίεσης. Όλα αυτά συνοψίζονται σ’ αυτό το πράγμα και γίνονται εθνική

συνείδηση. (Aachen, Γερμανία, Ιούνιο 1972)

H σύνδεση αυτή που επιχειρεί μεταξύ των πολιτικών γεγονότων και της προσωπικής

του εμπειρίας πάνω στην πολιτική σκηνή δημιουργεί έναν ακατανίκητο αφηγηματικό

ιστό στις ομιλίες του. Πιο πάνω έχει συνδέσει τις γενικές θεωρίες περί μεγάλων

δυνάμεων και τους αγώνες των Ελλήνων για την ανεξαρτησία τους, όπως επίσης με

τις ντομάτες και τις μπάμιες, με κάτι δηλαδή πολύ οικείο και πολύ παραδοσιακό.

Δικαιούται να κάνει αυτήν την προσωπική του σύνδεση, ας μην ξεχνάμε ότι

βρίσκεται ακριβώς στην πλευρά εκείνη που υποστηρίζει – δηλαδή της μαχόμενης

αντίστασης κατά του καθεστώτος: έχει κάνει φυλακή, είναι ένας από τους

«ηγέτες» της παλιάς εποχής και ίσως και της καινούργιας. Άρα, το άνετο

«story-telling» στυλ αφήγησης, που τελικά είναι μια φυσική έκφρασή του,

συμπληρώνει τη δραστήρια πλευρά της ζωής του. Ο λόγος και η δράση του, οι

ιστορίες που λέει αλλά και η ιστορία της ίδιας της ζωής του είναι αυτά που

κτίζουν, σιγά σιγά, το φαινόμενο «Ανδρέα».

Ξεκινώντας από τις δικές του εμπειρίες, τις κατατάσσει μέσα σε ένα γενικότερο

ιστορικό πλαίσιο, προσδίδοντάς τους με τον τρόπο αυτό μεγαλύτερο νόημα.

Ακριβώς όπως ο συγγραφέας, χτίζει το «στόρι» της σύγχρονης Ελλάδας, τη

συνολική και συναρπαστική εικόνα με βάση τη λεπτομέρεια.

Θέλω με τα παραπάνω αποσπάσματα, τελειώνοντας αυτό το κεφάλαιο, να δώσω έμφαση

και σε κάτι άλλο: Φαίνεται να δυσκολεύεται να πιστέψει ο ίδιος ότι πράγματι

είχε μόλις ζήσει μια τέτοια ζωή. Ως καλός συγγραφέας ή «αφηγητής» ξέρει ότι

δεν μπορεί να πείσει ένα ακροατήριο με γενικολογίες και θεωρίες, αλλά με

συγκεκριμένες λεπτομέρειες και παραδείγματα, που τα έχει ζήσει ο ίδιος και τα

οποία δεν προέρχονται μόνο από μελέτη και διάβασμα. Αναπολώντας την μερικές

φορές μπροστά σε ένα ζωντανό ακροατήριο, πείθεται ότι δεν ήταν μόνο ένα

«όνειρο».

Είχε ανάγκη να διηγηθεί την ιστορία της ζωής του αλλά και της Ελλάδας

συγχρόνως, όχι επειδή ήθελε να αποδείξει κάτι, αλλά επειδή μέσα από την

προσωπική αφήγηση ανακάλυπτε την ταυτότητά του, τον ίδιο του τον εαυτό. Ήταν

το προσωπικό του «βιβλίο», που έπρεπε να γράψει και να ξαναγράψει για να

διαμορφώσει το νήμα και το νόημα της ζωής του. Όπως ο συγγραφέας που δεν

μπορεί παρά να χρησιμοποιήσει μέρος της ζωής του για να πλάσει το βιβλίο του,

έτσι και ο Ανδρέας εξέθετε τη ζωή του για να πλάσει το πολιτικό του

«γίγνεσθαι».

Το στοιχείο που χαρακτηρίζει τις ομιλίες του είναι ένα συναίσθημα απόλυτης

έκπληξης. Μένει έκπληκτος από την ίδια του τη ζωή, και από την ιστορική

εξέλιξη των πραγμάτων, και ενώ έχει πει την ίδια ιστορία δεκάδες φορές, όποτε

την εξιστορεί διατηρεί τον ενθουσιασμό και τη δύναμη της πρώτης φοράς.

Πιστεύω ότι ένα νέο «ύφος» πολιτικής ανάλυσης «ξεμπλοκαρίστηκε» από τη στιγμή

που αποφάσισε να μιλήσει σε πρώτο ενικό πρόσωπο. Τα χρόνια της εξορίας τού

έδωσαν την ευκαιρία να τελειοποιήσει το ταλέντο του πριν να μπει στην τελική

ευθεία για τη μάχη της εξουσίας. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 είχε

εξελιχθεί πια σε δεινό ομιλητή, με γνήσιο και αυθεντικό πολιτικό λόγο. Ας

εξετάσουμε τώρα την επιστροφή του στην Ελλάδα και πώς το πρώτο ενικό πρόσωπο

που υιοθέτησε στις ομιλίες του κατά της χούντας μεταλλάχτηκε την περίοδο της

Μεταπολίτευσης σε κάτι εντελώς καινούργιο.

* Θα κυκλοφορήσει το φθινόπωρο του 2003 από τις Εκδόσεις Καστανιώτη