Για άλλους ο θεσμικός όρος της «δημοσιότητας της δίκης» διασφαλίζεται με την

απλή παρουσία δημοσιογράφων στην αίθουσα και για άλλους αυτό δεν αρκεί και

θεωρούν ότι η κάμερα είναι αυτή που εκπληρώνει πλήρως τη δημοκρατική αυτή απαίτηση

Φαντάζεται κανείς πως χωρίς την παρουσία της κάμερας κατά τη διάρκεια της

δίκης για τη17Ν θα αποφύγουμε το σόου; Πως δεν θα γίνονται λεπτομερείς

περιγραφές και αναλύσεις από τα τηλεπαράθυρα, πως δεν θα στηθεί έξω από τον

χώρο της δίκης ένα είδος παρα-δίκης, με ρεπόρτερ που θα τρέχουν να πάρουν

δηλώσεις από παράγοντες και συγγενείς, που θα αναμεταδίδουν κάθε απίθανη

λεπτομέρεια που θα φαίνεται γαργαλιστική, με άλλα λόγια φαντάζεται κανείς ότι

θα αποφύγουμε ως έθνος τηλεθεατών ένα ακόμη «Ωνάσειο-τέντα»;

Η πικρή εμπειρία μας από τη συμπεριφορά των καναλιών του σκληρού

εμπορικού ανταγωνισμού, σε όλες τις μεγάλες εθνικές στιγμές, δεν μας επιτρέπει

να φανταστούμε πως θα συμπεριφερθούν διαφορετικά.

Και αν η παρουσία της κάμερας μέσα στην αίθουσα αποτελεί για ορισμένους

κίνδυνο να επηρεαστούν οι παράγοντες της δίκης ή να την χρησιμοποιήσουν

κατηγορούμενοι και συνήγοροί τους για να κάνουν το δικό τους σόου και να

κερδίσουν εντυπώσεις, πόσο περισσότερο μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο αν

επιδοθούν συγγενείς και φίλοι σε πόλεμο δηλώσεων και συνεντεύξεων έξω από την

αίθουσα και ενώ οι τηλεθεατές δεν γνωρίζουν τι ακριβώς έχει διαμειφθεί εντός

αυτής.

Αντιθέτως, η παρουσία μιας κάμερας, σε ένα σταθερό σημείο της αίθουσας,

ακριβώς εκεί για παράδειγμα που έχει οριστεί να καθήσει το κοινό, η οποία θα

καταγράφει τη δίκη, ακίνητη, χωρίς κοντινά πλάνα και άλλα εφέ και θα

λειτουργεί αποκλειστικώς σαν να ήταν το «μάτι» του πολίτη που θα ήθελε να

παρακολουθήσει τη δίκη, θα μείωνε τη σημασία μιας οργανωμένης επιχείρησης

αναμεταδόσεων.

Το θέμα δεν είναι αν το Σύνταγμα και οι νόμοι επιτρέπουν ή όχι μια τέτοια

χρήση της κάμερας. Από τις συζητήσεις άλλωστε νομικών και έμπειρων εκπροσώπων

του δικαστικού σώματος διαπιστώσαμε ότι είναι θέμα ερμηνείας. Για άλλους ο

θεσμικός όρος της «δημοσιότητας της δίκης» διασφαλίζεται με την απλή παρουσία

δημοσιογράφων στην αίθουσα και για άλλους αυτό δεν αρκεί και θεωρούν ότι η

κάμερα είναι αυτή που εκπληρώνει πλήρως τη δημοκρατική αυτή απαίτηση.

Ωστόσο δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε τις συνθήκες και την εποχή κατά την

οποία γίνεται η εγχώρια δίκη της τρομοκρατίας. Ήδη η τηλεόραση οδηγεί και

καθορίζει τη συζήτηση για την τρομοκρατία. Γιατί να μη χρησιμοποιηθεί με τρόπο

που θα αντιστρατεύεται τον εαυτό της. Αντί, δηλαδή, να γίνει το μέσο της

υπερβολής, να γίνει το μέσο που θα την καταπολεμήσει περιορίζοντας τον ρόλο

εκείνων που την χρησιμοποιούν για να επιβληθούν ως οι κάτοχοι της μόνης

αλήθειας.

Ακούγοντας και μόνον στα ευαγγελάτεια τηλεπαράθυρα τον επίσημο τρομολόγο Νίκο

Κακαουνάκη να υποστηρίζει πως δεν πρέπει να μεταδίδεται τηλεοπτικώς η δίκη,

όσο κι αν αυτό σημαίνει ότι θα υποχρεωθεί «να κάνει ρεπορτάζ», δεν μπορούμε να

μην αναλογιστούμε τι είδους ρεπορτάζ πρόσφερε στο φιλοθεάμον κοινό για το θέμα

της τρομοκρατίας και τι μας περιμένει ακόμη.

Αν ακονίζονται ήδη τα μεγάλα μαχαίρια του είδους εκείνου της

τηλε-ενημέρωσης που προσφέρει συγκινήσεις, γαργαλιστικά υπονοούμενα,

προκλήσεις, μπορούμε να φανταστούμε τι θα συμβεί κατά τη διάρκεια της δίκης. Η

τηλεοπτική της αναμετάδοση θα μετρίαζε το ενδιαφέρον και την αξιοπιστία όλων

αυτών που την βλέπουν σαν μια ακόμη ευκαιρία για να επιβεβαιώσουν την

τηλεοπτική βασιλεία τους.

Άλλωστε εδώ και αρκετούς μήνες έχει ξεκινήσει η δίκη στα τηλεπαράθυρα, έχουμε

δει συνεντεύξεις κατηγορούμενων και συγγενών τους, τους έχουμε ακούσει να

κατηγορούν δημοσιογράφους και τηλεόραση και ταυτοχρόνως να χρησιμοποιούν το

σύστημα της ενημέρωσης για να αυτοπροβληθούν ως μάρτυρες μιας υποτιθέμενης

αντίστασης σε μια δημοκρατία που δεν αναγνωρίζουν. Η κάμερα θα διαλύσει τον

μύθο, που εκμεταλλεύονται ήδη για λόγους τηλεθέασης και οι συνήθεις τηλε-Ζορό

ενισχύοντας τα περί «μαρτύρων» προβάλλοντας τις απίθανες συνεντεύξεις τους.