«Εβραίος από το Νιούαρκ, γιατί όχι; Αλλά Εβραιοαμερικανός; Αμερικανοεβραίος;»,

αναρωτιέται ο Φίλιπ Ροθ, σε ένα εξομολογητικό του άρθρο στη γαλλική «Monde».

Και δίνει την απάντηση: «Ανήκω σε μια γενιά αυτόχθονη: η παιδική μας ηλικία

είχε για ντεκόρ και θέαμα τα δεινά που περνούσε η χώρα στον Β’ Παγκόσμιο

Πόλεμο που διαιωνιζόταν· οι περισσότεροι ήμασταν μαθητές ή φοιτητές στις

μεγάλες ανακατατάξεις της πρώτης μεταπολεμικής δεκαετίας· το να μεγαλώνεις

Αμερικανός ήταν μία εμπειρία πολύ πλούσια, που δεν επέτρεπε να βγει στην

επιφάνεια καμία περιοριστική ετικέτα». Και προσθέτει:

«Δεν θεώρησα ποτέ τον εαυτό μου συγγραφέα Εβραιοαμερικανό ή Αμερικανοεβραίο,

όχι περισσότερο από όσο ο Θίοντορ Ντράισερ ή ο Έρνεστ Χεμινγουέι θεωρούσαν

τους εαυτούς τους συγγραφείς χριστιανοαμερικανούς ή αμερικανοχριστιανούς.

Ως συγγραφέας, θεωρώ τον εαυτό μου – και αυτό συμβαίνει από την αρχή,

εδώ και σαράντα χρόνια – έναν ελεύθερο Αμερικανό, ο οποίος φαντάζεται, όσο

ζωηρά μπορεί, αυτό που του αρέσει να παρουσιάσει, στη μητρική γλώσσα της

οποίας είναι σκλάβος – ένας σκλάβος με αναγνώριση».

Ο παγκοσμίου φήμης συγγραφέας έγραψε ένα απρόσμενα «εσωτερικό» άρθρο, όχι μόνο

για την εβραϊκή καταγωγή του αλλά και για τους συγγραφείς που τον σημάδεψαν

και για την Αμερική που αποτελεί τον τόπο που τον έθρεψε: «Οι συγγραφείς που

με γοήτευσαν, αλλά και διεύρυναν τους ορίζοντές μου, διαμορφώνοντας τη

συνείδηση που έχω για την Αμερική, είναι στην πλειονότητά τους παιδιά των

μικρών μεσοδυτικών πόλεων και των μικρών πόλεων του Νότου. Κανένας απ’ αυτούς

δεν είναι Εβραίος. Αυτό που τους καθόρισε δεν είναι η μετανάστευση της

περιόδου 1880-1910, που ξερίζωσε τη δική μου οικογένεια, αλλά το τέλος της

φάρμας και των αξιών της υπαίθρου». Ανάμεσά τους, μνημονεύει συγγραφείς του

τέλους του 19ου αιώνα: Χάμλιν Γκάρλαντ, Θίοντορ Ντράιζερ, Σέργουντ Άντερσον,

Ρινγκ Λάρντνερ, τον – νομπελίστα – Σίνκλερ Λιούις, τον Τόμας Γουλφ, γεννημένο

το 1900 και τον Έρσκιν Κάλντγουελ που γεννήθηκε το 1903.

«Γεννήθηκα, είναι αλήθεια, σε μία συγκεκριμένη οικογένεια, σε μία συγκεκριμένη

εποχή, με τους δικούς της αγώνες, αλλά διάλεξα, επίσης, να είμαι το παιδί

αυτών των συγγραφέων και, μέσα από την ανηλεή εσωτερικότητα της λογοτεχνίας,

τη συγκεκριμένη ποιότητά της, τη μανιώδη προσοχή της στη λεπτομέρεια, μέσα από

το πάθος του μοναδικού και την απέχθεια του γενικού που είναι η σάρκα της

μυθοπλασίας, επιχείρησα να διεισδύσω στην Αμερική τους, για να γνωρίσω καλά τη

δική μου.

Η γοητεία που εξασκούσε η μοναδικότητα αυτής της χώρας ήταν στο

αποκορύφωμά της αμέσως μετά τον πόλεμο. Παρά την ένταση, βλέπε την αγριότητα

των ανταγωνισμών ανάμεσα σε διαφορετικές τάξεις, φυλές, περιοχές και

θρησκείες, παρά τη σύγκρουση ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο, αντίτιμο

της βιομηχανικής ανάπτυξης, παρά τη μάχη – κάποτε βίαια – για τους μισθούς και

το ωράριο εργασίας, που ακόμη και ο ίδιος ο πόλεμος δεν μπόρεσε να διακόψει, η

Αμερική γνώρισε, ανάμεσα στο 1941 και το 1945, μία ενότητα, μία κοινοτική ορμή

χωρίς προηγούμενο.

Έβλεπε να γίνεται το θέατρο των πιο θεαματικών γεγονότων της μεταπολεμικής

περιόδου και αυτό το εθνικό συναίσθημα δεν οφειλόταν στους πατριωτικούς μύθους

του πολέμου ούτε στον θριαμβευτή σωβινισμό· θεμελιωνόταν σε μία ρεαλιστική

εκτίμηση της επιχείρησης που είχε οδηγήσει στη νίκη του 1945 – ένα θαύμα

φυσικής προσπάθειας, βιομηχανικού σχεδιασμού, μία ιδιοφυή διαχείριση, μία

ομόζυγη κινητοποίηση του κόσμου της εργασίας και εκείνου του στρατού – ένα

άλμα συλλογικού ζήλου που θα φαινόταν μη πραγματοποιήσιμο την εποχή της

Μεγάλης Ύφεσης την προηγούμενη δεκαετία.

Το ιστορικό πέρασμα εκείνης της στιγμής της Αμερικής εξηγεί εύκολα την

επιρροή που άσκησαν επάνω μου αυτοί οι διαμορφωτές συγγραφείς. Το να τους

διαβάσω, σήμαινε ότι επιβεβαιωνόταν κάτι προφανές για όλες τις εβραϊκές

οικογένειες: πριν απ’ όλα και πάνω απ’ όλα ήμασταν Αμερικανοί και δεν

μπορούσαμε παρά να διεκδικήσουμε την αμερικανικότητά μας· περισσότερο παρά

ποτέ ήμασταν ελεύθεροι να πάμε όπου μας άρεσε – με δυο λόγια, η αμερικανική

περιπέτεια ήταν μία μοίρα από την οποία δεν θα δραπετεύαμε».

INFO

Στην Ελλάδα κυκλοφορούν 11 βιβλία του. Πιο πρόσφατα είναι «Το ζώο που ξεψυχά»,

τιμή: 12 ευρώ. «Επιχείρηση Σάυλωκ», «Πόλις», τιμή: 22 ευρώ. «Παντρεύτηκα έναν

κομμουνιστή», τιμή: 16,14 ευρώ, όλα Εκδόσεις «Πόλις».