Ο Γιώργος Κιμούλης θα παίξει τον κεντρικό ήρωα του διάσημου έργου «Ντόκτορ

Τζέκιλ και Μίστερ Χάιντ». Έναν χαρακτήρα ο οποίος κινείται στη φωτεινή και τη

σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού και που πρακτικά σημαίνει δύο ρόλους: τον

αξιοσέβαστο επιστήμονα Τζέκιλ και τον καταχθόνιο εγκληματία Χάιντ. Στη

φωτογραφία, σκηνή με τη Νίκη Παληκαράκη

Την ελληνική πρεμιέρα του ετοιμάζεται να κάνει, τέλη Νοεμβρίου, το μιούζικαλ

«Dr. Jekyll & Mr. Hyde», των Φρανκ Γουάιλντχορν και Λέσλι Μπρικούζ, στο

θέατρο «Βέμπο». Το έργο – θρυλος, στα χέρια του μεταφραστή, σκηνοθέτη και

πρωταγωνιστή Γιώργου Κιμούλη, δίνει μια υπόσχεση ενδιαφέρουσας αναμονής, τόσο

στο επίπεδο του θεάματος όσο και στο επίπεδο της ερμηνείας. Τι είναι όμως αυτό

που κάνει τη μέτρια νουβέλα του Ρόμπερτ Λ. Στίβενσον, να δημιουργεί κάτι το

εξαιρετικό – ο τίτλος χρησιμοποιείται ως παροιμιώδης έκφραση, παίζεται στο

θέατρο, γυρίζονται ταινίες και έχει παντού πλατιά ανταπόκριση;

«Οι διασκευές έκαναν διάσημο το έργο» μάς πληροφορεί ο Γιώργος

Κιμούλης. « Γράφτηκε το 1886 κι αμέσως, έναν χρόνο μετά, έγινε η πρώτη

θεατρική του διασκευή. Ακολούθησαν 22 ακόμα διασκευές, ενώ γυρίστηκαν, από την

εποχή τού βωβού κινηματογράφου, 48 ταινίες και έγιναν πέντε κωμικές

προσαρμογές του μύθου. Τελικά ο μύθος έχει διαφοροποιηθεί αρκετά από τη

νουβέλα. Σε αυτήν δεν υπάρχει γυναικείο πρόσωπο. Στον μύθο όμως υπάρχει η κακή

– η πόρνη – και η γυναίκα της καλής κοινωνίας».

Βέβαια, η πολλαπλή ανάπτυξη αρχίζει από την ουσία της ιστορίας.

«Είναι η ιστορία της προσπάθειας του ανθρώπου να διαχωρίσει το καλό από

το κακό, ελπίζοντας πως αν το πετύχει, θα απαλλάξει την ανθρωπότητα από την

έννοια του κακού. Αυτό προσπαθεί ο γιατρός Τζέκιλ, κουρασμένος από κάθε άλλη

προσπάθεια συνολικής ανατροπής του κόσμου. Μέσω της επιστήμης του συγκεντρώνει

όλη την προσοχή του στο άτομο, μεγεθύνοντας ή μυθοποιώντας τον ανθρώπινο νου.

Αλλά στο τέλος καταστρέφεται. Αυτό όμως που τελικά καταφέρνει, είναι να

συνειδητοποιήσει ότι το καλό και το κακό δεν είναι εχθροί, δεν είναι

συνεργάτες, είναι ένα. Συγκεκριμένα, ο μύθος ξετυλίγει την περιπέτεια ενός

γιατρού, ο οποίος χρησιμοποιεί τον εαυτό του ως πειραματόζωο και με μια χημική

φόρμουλα νομίζει ότι μπορεί να διαχωρίσει το κέντρο του καλού και του κακού

στον ανθρώπινο εγκέφαλο. Προσπαθεί να αποδείξει πως η αλήθεια βρίσκεται πέραν

του καλού και του κακού. Αυτό όμως που τελικά καταφέρνει είναι να μεταμορφωθεί

σ’ έναν στυγνό εγκληματία, γιατί τελικά στον ανθρώπινο εγκέφαλο, όπως σε όλο

το σύμπαν, τα πάντα είναι διαφορετικά αλλά και ενωμένα. Ελκυστικό στοιχείο του

θέματος που αγγίζει τους ανθρώπους τόσα χρόνια, είναι πως ο καθένας μας έχει

τη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού. Κι αυτή η σκοτεινή πλευρά έχει τη γοητεία της».

«Κρυπτογραφώ σκέψεις»

Η επιλογή και η πρόταση για το ανέβασμα του θεαματικού μιούζικαλ έγινε από τον

Βαγγέλη Λιβαδά στον Γιώργο Κιμούλη, ο οποίος με κέφι μπήκε στην περιπέτεια της

υπερπαραγωγής. Τον ενδιέφερε και ερμηνευτικά η διχασμένη προσωπικότητα του

κεντρικού ήρωα;

«Πάει καιρός που το ενδιαφέρον μου δεν το μονοπωλεί το ερμηνευτικό

κομμάτι. Θέλω πάντα να λέω μια ιστορία, προσπαθώντας μέσα από αυτήν να

κρυπτογραφήσω κάποιες σκέψεις μου. Από τη στιγμή που έχω εισχωρήσει στη

σκηνοθεσία, είναι δύσκολο να δω το οποιοδήποτε έργο, μόνο μέσα από τα μάτια

του χαρακτήρα που θα ερμηνεύσω. Κάποτε πίστευα ότι μπορούσα να τα διαχωρίσω.

Τώρα όχι».

Μιλώντας για τον τρόπο παρουσίασης του έργου λέει: «Χρησιμοποιώ την ελαφράδα

που σαν είδος φέρει το μιούζικαλ, προσπαθώντας να μην το καθορίζει η ανοησία.

Γιατί υπάρχει ένα στοιχείο ανοησίας στο μιούζικαλ – ευθύνεται και η χώρα που

το γέννησε. Η μουσική έχει μια άλλου είδους δύναμη, η οποία μπορεί να

συνυπάρξει με την πρόζα, σαν την τελευταία διέξοδο μιας ανάγκης, που δεν

μπορεί να εκφραστεί με τον πεζό λόγο. Ο τρόπος και οι ρυθμοί ανεβάσματος έχουν

σχέση με την περιπέτεια που βιώνει το θέαμα στο θέατρο. Ξεκινάει ως θεατρική

παράσταση, η οποία σταδιακά εξελίσσεται σχεδόν σε κινηματογραφική, χωρίς να

χρησιμοποιούμε το εργαλείο του σινεμά, αλλά την ταχύτητά του. Άλλωστε, είναι

δύσκολο να δεχθεί ο σύγχρονος θεατής ένα «ζωντανό» θρίλερ, από τη στιγμή που

το έχει γνωρίσει μέσα από τον κινηματογράφο. Στους ρυθμούς του πρέπει να παίξεις».