Ενώ είμαστε στα πρόθυρα μεγάλων αποφάσεων, που θα μπορούσαν να είναι η αρχή

του τέλους ενός μεγάλου προβλήματος της εξωτερικής μας πολιτικής, οι προτάσεις

του γ.γ. του ΟΗΕ ενδεχομένως τροχοδρομούν εξελίξεις προς την ακριβώς αντίθετη

κατεύθυνση:

Πρώτον, ενώ πάγια στρατηγική μας τα δέκα τελευταία χρόνια ήταν ότι το

κεκτημένο των διαπραγματεύσεων ένταξης θα διαμόρφωνε προοπτικές για «βιώσιμη –

ευρωπαϊκή» επίλυση του προβλήματος, η άκαιρη κατάθεση των προτάσεων υπό την

αφόρητη πίεση των Αμερικανών και με υπόβαθρο τις πελατειακές σχέσεις ΗΠΑ –

Τουρκίας, εν όψει επέμβασης στο Ιράκ, αντιστρέφει αυτήν τη διαλεκτική σχέση.

Το ερώτημα είναι: Δεχτήκαμε να υποβληθούν (ενώ είχαμε δυνατότητα να το

αρνηθούμε) ή μας το επέβαλαν τη στιγμή που ζητούσαμε το αντίθετο; Δεύτερον,

ενώ το μέχρι σήμερα πολιτικό κεκτημένο των διαπραγματεύσεων ήταν πως de jure η

Κυπριακή Δημοκρατία εντάσσεται ολόκληρη και παραμένει η προσχώρηση των

Τουρκοκυπρίων με τρόπο αρμονικό με την Κοινοτική Έννομη Τάξη, τώρα γίνεται

λόγος για υπογραφή «βασικού εγγράφου» που θα προηγηθεί της ένταξης και θα

δίνει την πρωτοβουλία των κινήσεων σε άλλους. Έτσι, ενώ μέχρι σήμερα η ελπίδα

μας ήταν πως η ευρωπαϊκή προοπτική θα διαμόρφωνε την βιώσιμη λύση, οι

προτεινόμενες πολιτειακές διευθετήσεις είναι εμφανέστατα διχοτομικές –

εσωτερικά θεσμικά σύνορα και εναλλαγές σε εθνική-φυλεκτική βάση – γεγονός που

θα παραλύσει την πορεία πλήρους ένταξης ή αν η Κύπρος ενταχθεί θα την

καταστήσει μέλος υπό αίρεση και μάλιστα υπό την αίρεση – μέσω των

Τουρκοκυπρίων – της τουρκικής πολιτικής βούλησης. Ουσιαστικά, η Κύπρος δεν θα

είναι πλήρες μέλος της Ε.Ε. μέχρι να κλείσουν όλα τα κεφάλαια «επανασύστασης»

της Κυπριακής Δημοκρατίας, γεγονός που καθιστά την Τουρκία κριτή των

εξελίξεων. Τρίτον, η Τουρκία, σ’ αυτή την περίπτωση, καθίσταται επιδιαιτητής

όχι μόνο των σχέσεων Κύπρου – Ε.Ε., αλλά επιπλέον θέτει την ευρωπαϊκή πολιτική

της Αθήνας υπό την αίρεση των δικών της συμφερόντων στις σχέσεις με την

Ευρώπη. Η Τουρκία έτσι ανεβαίνει ακόμη μια βαθμίδα στην ευρωπαϊκή ιεραρχία και

αντιστρέφονται οι όροι: Ενώ μέχρι πρόσφατα κάναμε διασυνδέσεις όσον αφορά τις

σχέσεις Τουρκίας – Ε.Ε., η εκκρεμότητα στην Κύπρο είναι δυνατόν να αντιστρέψει

τα διπλωματικά ερείσματα για διασυνδέσεις εις βάρος της Ελλάδας μέσω της

Κύπρου.

Οι επιλογές είναι, ενδεχομένως, λίγες και δύσκολες: α) Απόρριψη όλων των

διχοτομικών πτυχών που, χωρίς αμφιβολία, είτε θα εμποδίσουν ολοκλήρωση των

διαπραγματεύσεων είτε θα θέτουν την Κύπρο ως μέλος της Ε.Ε. υπό τουρκική

πολιτική κηδεμονία. β) Ανυποχώρητη εμμονή στα σημεία εκείνα των προτάσεων που

οδηγούν σε βιώσιμο – λειτουργικό κράτος. γ) Απόρριψη – και εδώ πέφτει στην

Ελλάδα ο δύσκολος ρόλος ως πλήρους μέλους επειδή διαθέτει δικαίωμα

αρνησικυρίας – οποιασδήποτε πρόνοιας που θα προταθεί να προσαρτηθεί στην Πράξη

Προσχώρησης και που θα νοθεύει την πλήρη ένταξη ή που θα την ακυρώνει συνολικά

και εκ προοιμίου.

Ο Παναγιώτης Ήφαιστος είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Έδρας Jean

Monnet για την Ευρωπαϊκή Πολιτική Ολοκλήρωση στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.