Οι ρυθμίσεις κάθε είδους, δηλαδή οι «διευκολύνσεις» που παρέχονται σε διάφορες

ομάδες πληθυσμού με συγκεκριμένα συμφέροντα, έχουν αναχθεί σε βασικό άξονα της

οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης.

Εδώ και μερικούς μήνες, στην οικονομική επικαιρότητα κυριαρχεί όχι κάποια νέα

πρωτοβουλία για την αντιμετώπιση ενός κρίσιμου οικονομικού προβλήματος, όπως,

για παράδειγμα, της ανεργίας, αλλά η ρύθμιση του υπουργείου Οικονομίας για τις

εκκρεμείς φορολογικές υποθέσεις των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και των

επαγγελματιών.

Στο τραπεζικό πεδίο, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται όχι στις σημαντικές

εκκρεμότητες, όπως είναι η μείωση των επιτοκίων των πιστωτικών καρτών, αλλά

στην εφαρμογή της ρύθμισης για τα πανωτόκια.

Όμως, οι ρυθμίσεις συνιστούν στην πραγματικότητα μια στρέβλωση των κανονικών

συνθηκών λειτουργίας της ελεύθερης αγοράς.

Με άλλα λόγια, υπό κανονικές συνθήκες δεν θα έπρεπε να είχε γίνει ούτε ρύθμιση

για τα πανωτόκια, ούτε ρύθμιση για τις εκκρεμείς φορολογικές υποθέσεις.

Κανονικά, οι δανειολήπτες έπρεπε να είναι σε θέση να πληρώνουν τα χρέη τους

και σε περίπτωση ασυνέπειας να υφίστανται τις προβλεπόμενες επιπτώσεις.

Όσο σκληρό και αν ακούγεται αυτό, δεν είναι παρά ο κανόνας της δικαιοσύνης,

ιδίως έναντι των οφειλετών που εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους με συνέπεια.

Η άλλη όψη του νομίσματος

Βεβαίως, υπάρχει και η άλλη όψη του νομίσματος. Οι τράπεζες, με τους κανόνες

τους για τα πανωτόκια, εκμεταλλεύθηκαν στο έπακρο τη θέση ισχύος τους και δεν

άφησαν κανένα περιθώριο σε κάποιους ευσυνείδητους οφειλέτες, οι οποίοι

αντιμετώπισαν περιστασιακά δυσκολίες, να ρυθμίσουν εκ των υστέρων τα χρέη τους

με μια λογική επιβάρυνση.

Ίσως, λοιπόν, ήταν σκόπιμη κάποια παρέμβαση του κράτους, προκειμένου να

καταργήσει τις ακρότητες αυτές.

Όμως, από το σημείο αυτό μέχρι εκεί που φτάσαμε, δηλαδή να ανακοινώνονται σε

τακτά χρονικά διαστήματα από τον εκάστοτε υπουργό Οικονομίας νέες ρυθμίσεις

για τα πανωτόκια – οι οποίες, μάλιστα, δεν εφαρμόζονται – υπάρχει τεράστια

απόσταση.

Έπειτα από τόσα χρόνια, έχει πλέον γίνει προφανές ότι οι μεν οφειλέτες που δεν

ανταποκρίνονται περιμένουν συνεχώς κάτι καλύτερο, πιθανώς και την πλήρη

διαγραφή των χρεών τους, οι δε τράπεζες δεν είναι διατεθειμένες να

αναγνωρίσουν κάποιες ζημίες που αναπόφευκτα θα έχουν από τη ρύθμιση.

Παρ’ όλα αυτά, η εκάστοτε κυβέρνηση συνεχίζει να παίζει τον ρόλο του

αποτυχημένου μεσολαβητή, προφανώς επειδή θεωρεί ότι έτσι κολακεύει την

εκλογική της πελατεία (στην οποία, προφανώς, θεωρεί ότι συγκαταλέγονται πολλοί

ασυνεπείς οφειλέτες).

Οι φορολογικές υποθέσεις

Ανάλογο είναι το σκηνικό που έχει στηθεί με τις εκκρεμείς φορολογικές

υποθέσεις. Κανονικά, το κράτος έπρεπε να ελέγχει τους φορολογούμενους

μικρομεσαίους επιχειρηματίες και επαγγελματίες και να επιβάλλει τις

προβλεπόμενες ποινές, όταν διαπιστώνει ότι φοροδιαφεύγουν.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, αν ήταν σε θέση να το κάνει αυτό, θα είχε τεράστια

αύξηση εσόδων, αφού είναι κοινό μυστικό ότι η φοροδιαφυγή οργιάζει στις

συγκεκριμένες κατηγορίες φορολογουμένων.

Όμως, στην πράξη, το κράτος δεν είναι σε θέση να κάνει τέτοιους ελέγχους,

αφενός γιατί δεν διαθέτει έναν επαρκή μηχανισμό και αφετέρου γιατί αυτός που

διαθέτει είναι, σε μεγάλο βαθμό, διεφθαρμένος και δεν ενδιαφέρεται για τα

έσοδα του κράτους, αλλά για τα ίδια έσοδα.

Έτσι, καθιερώνεται μια ακόμη στρέβλωση. Όπως και στην περίπτωση των

πανωτοκίων, σε τακτά χρονικά διαστήματα έρχεται η πολιτεία και ανακοινώνει μια

ακόμη ρύθμιση, με την οποία «κλείνουν» ανέλεγκτες χρήσεις παρελθόντων ετών.

Πρόκειται για ρυθμίσεις οι οποίες σαφώς ευνοούν όσους φοροδιαφεύγουν, αφού η

επιβάρυνση που επιβάλλεται είναι σχετικά μικρή, αλλά – επίσης σαφώς – αδικούν

όσους είναι συνεπείς φορολογούμενοι. Κανονικά, οι τελευταίοι δεν θα έπρεπε να

υποστούν καμία επιβάρυνση, αφού έχουν ήδη πληρώσει αυτά που όφειλαν να

πληρώσουν.

Όμως, πολλοί αποφασίζουν να πιουν το πικρό ποτήρι και να υπαχθούν στη ρύθμιση,

παρότι δεν έχουν τίποτα να κρύψουν, επειδή φοβούνται ότι σε αντίθετη περίπτωση

θα υποστούν κακοπροαίρετους ελέγχους και πολύ μεγαλύτερες επιβαρύνσεις.

Το κακό παράδειγμα

Έτσι, το κράτος, και στη μία και στην άλλη περίπτωση, δίνει το κακό

παράδειγμα, επιβραβεύοντας την ασυνέπεια και την έλλειψη ευσυνειδησίας. Με

αντίτιμο λίγες ψήφους για το κυβερνών κόμμα – που και αυτές είναι αμφίβολες –

ή και την κάλυψη πρόσκαιρων ταμειακών αναγκών του, το ελληνικό κράτος θυσιάζει

την αξιοπιστία του. Επιπλέον, δικαιώνει τις πλέον αναχρονιστικές αντιλήψεις,

που θέλουν τη συναλλαγή να επικρατεί της εφαρμογής των κανόνων και των νόμων.

Προσφέροντας τέτοια τροφή στους Έλληνες πολίτες, το ελληνικό κράτος δεν μπορεί

παρά να περιμένει αντίστοιχη συμπεριφορά εκ μέρους τους. Αντί να διεκδικούν

περισσότερη αξιοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη, θα παλεύουν για…

περισσότερες ρυθμίσεις.