Το κυπριακό ζήτημα βρίσκεται κυριολεκτικά στο μεταίχμιο. Παραδόξως,

συνυπάρχουν αμφότερα τα ενδεχόμενα: είτε θα υπάρξει ιστορική διέξοδος-λύση

είτε το κυπριακό ζήτημα θα αποτελματωθεί για καλά και ενδεχομένως θα εισέλθει

σε ακόμη πιο επικίνδυνη τροχιά. Η στρατηγική που πολλοί – κόντρα στη συμβατική

σοφία – υποστήριξαν στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας και που τώρα

φαίνεται να εκπληρώνει τους σκοπούς που ετέθησαν ήταν η εξής: Πρώτον, υποβολή

αίτησης ένταξης και διαμέσου αυτής εμπλουτισμός της διαδικασίας ένταξης με την

κοινοτική λογική (4 ελευθερίες). Δεύτερον, καλλιέργεια αυτού του ενδεχομένου

στο κοινοτικό πολιτικό σύστημα, διασυνδέσεις μεταξύ συμφερόντων και προώθηση

της ένταξης εάν και όταν «μπλοκάρεται» λόγω κυπριακού προβλήματος. Τρίτον,

επειδή αναμενόμενα η Τουρκία δεν θα δεχόταν λύση πριν από την ένταξη (κάτι που

ισοδυναμεί με αποδυνάμωση ή και τερματισμό του τουρκικού στρατηγικού

εναγκαλισμού της Κύπρου), επιδίωξη γνωμοδότησης και κοινοτικών πολιτικών

αποφάσεων που θα επικύρωναν αυτό τον σκοπό. Τέταρτον, αντιμετώπιση του

αναμενόμενου τουρκικού στρατιωτικού εκβιασμού με ενίσχυση των αμυντικών

σχέσεων Ελλάδας – Κύπρου (κάτι που έγινε εν μέρει μόνο με το ταλαίπωρο «ενιαίο

δόγμα»). Πέμπτον, η ενταγμένη πλέον Κύπρος θα λειτουργούσε ως μαγνήτης για

τους Τουρκοκυπρίους (αλλά και για πολλούς λογικούς Τούρκους στην Άγκυρα) για

να δεχθούν ένα βιώσιμο ενιαίο κράτος του οποίο το κανονιστικό σύστημα θα ήταν

συμβατό με τον κοινοτικό πολιτικό πολιτισμό και το κοινοτικό νομικό κεκτημένο.

Τέλος, αποστρατικοποίηση και διεθνείς εγγυήσεις συμπεριλαμβανομένων πιθανών

ευρωπαϊκών και ατλαντικών εγγυήσεων.

Κυριολεκτικά βρισκόμαστε στη βρύση, αλλά δεν ήπιαμε ακόμη το νερό. Αν το

επιτύχουμε σύντομα, εξερχόμαστε από το μεγαλύτερο πρόβλημα εξωτερικής

πολιτικής προς όφελος της Κύπρου, της Ελλάδας, της Τουρκίας και της

περιφερειακής σταθερότητας. Οι κίνδυνοι που διατρέχουμε είναι μεγάλοι και

ευδιάκριτοι: Πρώτον, ο γ.γ. του ΟΗΕ, μέσω των υπόγειων πιέσεων που δέχεται, να

προτείνει ένα σχέδιο το οποίο δεν συνάδει με την πράξη προσχώρησης στην Ε.Ε.,

οπότε θα δεχθούμε αφόρητες πιέσεις να αναβληθεί η ένταξη. Δεύτερον, εμείς οι

ίδιοι να ολιγωρήσουμε και να δεχθούμε «λύση» που να αναιρεί το κεκτημένο της

ένταξης καθιστώντας την Κύπρο μέλος υπό αίρεση και ασφαλώς ξανά υποχείριο της

ηγεμονικής τουρκικής πολιτικής.

Ο Παναγιώτης Ήφαιστος είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Στρατηγικών

Σπουδών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.