«Η ζωή είναι γεμάτη ακρότητες. Χαρά – λύπη. Δάκρυα – γέλιο. Μέσα στην ίδια

μέρα. Την ίδια ώρα. Και ως συγγραφέας καταγράφεις και τις δύο πλευρές της

ζωής» λέει ο Τζόναθαν Κόου, συγγραφέας της «Λέσχης των Τιποτένιων»

Τον Τζόναθαν Κόου (Jonathan Coe) κάτι τον βασανίζει. Το βλέμμα του είναι

ταραγμένο. Σαν να έχει κατάθλιψη. Εδώ και καιρό τώρα, επτά χρόνια, γράφει τη

βιογραφία του Β.S. Johnson, ενός τελείως άγνωστου Άγγλου συγγραφέα, τον οποίο

ο Κόου «ξετρύπωσε» όταν ήταν ακόμα φοιτητής. Το ύφος γραψίματος, σκωπτικό και

αυτοσαρκαστικό, και η πολύπαθη ζωή αυτού του ανθρώπου, δεν έχει πάψει να τον

ελκύει από τότε. Ο Β.S. Johnson αυτοκτόνησε όταν ήταν 40 χρόνων, το 1973. Και

ο Κόου, τώρα, «βουτηγμένος» στις τελευταίες ημέρες της ζωής του Johnson –

αυτές που οδήγησαν στην αυτοκτονία του – υποφέρει. Και είναι εμφανές. Απορώ

πώς δέχτηκε να με συναντήσει.

«Γράφοντας τη βιογραφία του Johnson άρχισα να συνειδητοποιώ πόσο πολύπλοκη

είναι η ζωή ενός ανθρώπου», μου εξηγεί, «κι ας είναι σύντομη. Όλοι μας

λειτουργούμε τουλάχιστον σε τρία-τέσσερα διαφορετικά επίπεδα την ίδια στιγμή.

Γράφουμε τρεις-τέσσερις παράλληλες διαφορετικές ιστορίες. Οι οποίες πρέπει να

κεντηθούν με ακρίβεια μέσα σε μια βιογραφία. Ως συγγραφέας διαπιστώνεις πόσο

φτηνή και ρηχή είναι η εικόνα της ζωής που δείχνεις σ’ ένα μυθιστόρημα. Σε

σύγκριση με τη ζωή την ίδια. Την πολυσύνθετη. Και τώρα βρίσκομαι στη φάση της

αυτοκτονίας του. Αισθάνομαι την απόγνωσή του. Την απαισιοδοξία του. Και θυμώνω

γι’ αυτόν. Μ’ αυτόν. Γιατί έκανε τη ζωή του τόσο δύσκολη; Γιατί χαραμίστηκε;

Δεν μπορείς να νιώσεις τι τραβάω μαζί του. Writing is a tough job. This is as

tough as it gets».

Ρουφάει το τσάι του. Βαρύς. Χαμένος. Ο ουρανός έχει μαυρίσει. Αν ρίξει

καμιά νεροποντή, θα πρέπει να μπούμε μέσα. Καθόμαστε στον κήπο μιας καφετέριας

στο Earl’s Court του Λονδίνου. Άρχισε να μπουμπουνίζει. Έχω έρθει να συναντήσω

έναν από τους πιο διακεκριμένους κωμικούς συγγραφείς της Αγγλίας –

γιατί έτσι τον έχουν κατατάξει στον χώρο της λογοτεχνίας, «συγγραφέας κεφάτων

κωμωδιών» – κι εμείς μοιάζουμε συννεφιασμένοι και άκεφοι σαν Μεγάλη Παρασκευή.

«Ξέρεις», του πετάω, «ο σύντροφός μου σε μισεί θανάσιμα. “Δεν ήμασταν δύο αλλά

τρεις σ’ αυτές τις διακοπές” είχε αναφωνήσει όταν επιστρέψαμε απ’ την Κρήτη,

“εσύ, εγώ κι ο Τζόναθαν Κόου”. Είχα πάρει τη Λέσχη των Τιποτένιων μαζί

μου που με αιχμαλώτισε, ε, κι όπως να ‘ναι τον παραμέλησα λιγάκι».

Γελάει. Κολακεύεται. Το πρόσωπό του αρχίζει να γλυκαίνει. Τα τεράστια

ματόκλαδά του να λάμπουν. «Α, έχω χειρότερη ιστορία να σου πω», χαλαρώνει.

«Τις προάλλες συνάντησα την πρώην σύζυγο ενός επιτυχημένου κωμικού συγγραφέα,

ονόματα δεν λέμε, η οποία μου δήλωσε ότι έφταιγα εγώ για το διαζύγιό τους.

Εντάξει, όχι άμεσα. Μια βραδιά, καθώς διάβαζε ξαπλωμένη στο κρεβάτι τη

Λέσχη των Τιποτένιων και γελούσε τρανταχτά, γυρνάει ο άντρας της και

της λέει ”Ποτέ δεν γέλασες έτσι με τα δικά μου βιβλία!”. Αυτό ήταν. Ήξερε

ότι εκείνη τη στιγμή η σχέση τους είχε σβήσει».

Ασυγκράτητο γέλιο, χέρι χέρι με την τραγωδία

Η Λέσχη των Τιποτένιων (The Rotters’ Club) είναι η ιστορία μιας

ομάδας φίλων εφήβων που γνωρίστηκαν στο σχολείο, στις αρχές τις δεκαετίας του

’70. Και των γονιών τους. Που ζουν στο Μπέρμιγχαμ. Σε μια Αγγλία που αγκομαχά

από απεργίες, κρίσεις πετρελαίου, οικονομικές αναταραχές. Εργοστάσια κλείνουν.

Ο ΙΡΑ βρίσκεται στο απόγειο των δραστηριοτήτων του. Εθνικισμός, ξενοφοβία και

ρατσισμός έχουν εξαπλωθεί παντού. Και ανάμεσά τους παιδική αθωότητα.

Ρομαντισμός. Φιλία. Έρωτες. Αριστοτέχνης του λόγου, ο Κόου μάς δίνει μια γεύση

από τις εμπειρίες του. Τότε που ο ίδιος μεγάλωνε στο Μπέρμιγχαμ. Πιάνεις τον

εαυτό σου να γελάει ασυγκράτητα, γυρίζοντας τις σελίδες αυτού του βιβλίου.

Αλλά και να δακρύζει. Ο Κόου ξέρει τι εστί πόνος. Ο μονόλογος του Μπέντζαμιν

όταν βγάζει βόλτα τη Λόις, την αδελφή του, είναι τραγικός. Η Λόις δεν μπορεί

να μιλήσει. Νοσηλεύεται σε νοσοκομείο. Γιατί έχει πάθει σοκ μετά τον

αναπάντεχο θάνατο του αρραβωνιαστικού της από βομβιστική ενέργεια του ΙΡΑ σε

παμπ του Μπέρμιγχαμ. 10-σελίδες-τραγικός-μονόλογος. Που θυμίζει αρχαίο δράμα.

Για μένα ο Κόου πάνω απ’ όλα είναι δραματουργός.

«Χαίρομαι που το θέτεις έτσι», απαντά, «για μένα η Λέσχη των Τιποτένιων

είναι μισή κωμωδία και μισή τραγωδία. Αλλά εδώ, στην Αγγλία, μας αρέσει να

κολλάμε ετικέτες του τύπου “κωμικό μυθιστόρημα”. Η ζωή είναι γεμάτη ακρότητες.

Χαρά – λύπη. Δάκρυα – γέλιο. Μέσα στην ίδια μέρα. Την ίδια ώρα. Και ως

συγγραφέας καταγράφεις και τις δύο πλευρές της ζωής. Φοβάμαι, όμως, μήπως το

παρακάνω στο The Closed Circle. Έχει πολλή δυστυχία και θλίψη». Η

Λέσχη των Τιποτένιων κλείνει με την υπόσχεση του συγγραφέα ότι θα

γράψει κι άλλο ένα βιβλίο, The Closed Circle, στο οποίο θα μας

αποκαλύψει τι απέγιναν όλοι αυτοί οι χαρακτήρες με τους οποίους «δεθήκαμε» στη

Λέσχη των Τιποτένιων. Το δεύτερο βιβλίο θα καλύψει την ιστορία τους από

τα μέσα της δεκαετίας του ’70 μέχρι σήμερα. Στην Αγγλία του Τόνι Μπλερ.

«Κι όχι μόνο αυτό», συνεχίζει. «Όσο και να προσπαθούμε να ακολουθήσουμε το

πεπρωμένο μας, σε κάποια στιγμή της ζωής μας θα επηρεασθούμε απ’ αυτά που

συμβαίνουν γύρω μας. Στη χώρα μας. Στον κόσμο. Στην κοινωνία μας. Κοίτα τι

συνέβη στη Λόις. Στην προσωπική ζωή της βρίσκεται στο ζενίθ της ευτυχίας της.

Μια μεγαλύτερη ιστορία όμως διασταυρώνεται με την προσωπική της ιστορία και

μπαμ… Τα πάντα αλλάζουν. Όταν έγραφα το κομμάτι που σ’ αρέσει, με τη Λόις

και τον Μπέντζαμιν, άκουγα Φορέ. Και κάθε φορά που διαβάζω αυτό το κείμενο,

στ’ αυτιά μου έρχεται η ίδια μουσική. Ο αναγνώστης δεν το ξέρει. Αλλά η

ευαισθησία της μουσικής και η συγκίνηση που ένιωσα, θα πρέπει να πέρασε στις

λέξεις. Στο γράψιμο. Η σχέση μουσικής με τις λέξεις είναι, κατά την γνώμη μου,

ιδιαίτερα στενή».

Λογοπαίγνια και ένταση

Τα μυθιστορήματά του έχουν χαρακτηρισθεί πολύ «βρετανικά». Εγώ θα έλεγα

«Μπερμιγχιωτικά». Γεννημένος κοντά στο Μπέρμιγχαμ τον Αύγουστο του 1961, ο

Κόου μεγάλωσε μέσα σε ένα πολύ συντηρητικό – μεσοαστικό – οικογενειακό

περιβάλλον. Στο οποίο κατάφερε να αντιδράσει αργότερα. Όταν σπούδασε στο

Κέιμπριτζ και στο Γουόρικ, όπου τελείωσε το διδακτορικό του. Ο ίδιος δεν

αισθάνεται «Λονδρέζος» συγγραφέας, παρ’ όλο που κατοικεί στο Λονδίνο από το

1986. «Είμαι συγγραφέας από το Μπέρμιγχαμ», συμφωνεί, «ο τόπος μου έχει μεγάλη

σημασία στη δουλειά μου. Το χιούμορ μας. Ο τρόπος με τον οποίο βλέπουμε τη

ζωή, αυτή η κατήφεια αλλά και η ελπίδα, είναι διαφορετικά. Όλα αυτά κατά

κάποιον τρόπο χαρακτηρίζουν το γράψιμό μου».

Και εκεί είναι το παράξενο. Πώς αυτά τα ντόπια – μπερμιγχιωτικά στοιχεία που

συναντάμε στις ιστορίες του Κόου μπορούν και «ταξιδεύουν» τόσο ανόθευτα σ’

άλλες γλώσσες. Κι άλλες κουλτούρες. Στα ελληνικά δεν νιώθεις καν ότι διαβάζεις

μετάφραση. Παρ’ όλο που το χιούμορ του βασίζεται σε λογοπαίγνια. Ρίχνει μια

ματιά στο ρολόι του. Πετάγεται σαν ελατήριο, «Ι am baby-sitting tonight».

Ο συγγραφέας που έχω μπροστά μου κάθε άλλο παρά καλαμπουρτζής μπορεί να

θεωρηθεί. Και είναι εμφανές ότι ζει μέσα σε μια συνεχή ένταση. Δημιουργική

ένταση. Απ’ τη μια η σκοτεινή του πλευρά. Και απ’ την άλλη το χιούμορ. Η

ενάργεια. Μπορεί να φταίει κι ο Β.S. Johnson. Κάνε κάτι, σε παρακαλώ, να

ξεμπερδέψεις με τη βιογραφία του Johnson, του λέω. Περιμένουμε με αδημονία τη

συνέχεια της Λέσχης των Τιποτένιων. «Α, δεν θα είναι συνέχεια. Θα είναι

ένας διάλογος του δεύτερου βιβλίου με το πρώτο». Τώρα τι εννοεί μ’ αυτό;

«Έχω βαρεθεί να γράφω για μένα»

Παιδικά βιώματα. Εφηβικές εμπειρίες. Λεπτομέρειες απ’ τα φοιτητικά του

χρόνια. Αυτοβιογραφικά στοιχεία. Θέματα που γι’ αυτόν έχουν συναισθηματική και

ηθική φόρτιση. Αυτό είναι το υλικό με το οποίο κατασκευάζει τα μυθιστορήματά

του ο Κόου. Αλλά μέχρι πότε ο συγγραφέας-Κόου θα γράφει για τον άνθρωπο-Κόου;

Δεν έχει εξορκίσει τους δαίμονες των σχολικών του χρόνων; Μήπως σιγά σιγά το

υλικό του έχει αρχίσει να εξαντλείται;

«Ναι. Έχω περίπου φθάσει στο σημείο όπου αισθάνομαι ότι έχω εξαντλήσει την

εξερεύνηση της ζωής μου μέσα από τα μυθιστορήματά μου. Κι άλλων πραγμάτων,

βέβαια, εφόσον μιλάω για τον τόπο μου, τη χώρα μου, την ιστορία του, την

πολιτική…

Όταν θα τελειώσω το The Closed Circle, θα έχω πει όλα αυτά που ήθελα να

πω. Κι αυτό είναι μεγάλη ανακούφιση. Γιατί έχω βαρεθεί να γράφω για τον εαυτό

μου. Και τις εμπειρίες μου. Ξέρω την ιστορία της ζωής μου απ’ έξω κι

ανακατωτά. Έκανα την ψυχανάλυσή μου. Το είδος γραψίματος που κάνω τώρα δεν

χρησιμεύει πια ως θεραπεία. Δεν έχει θεραπευτικές ιδιότητες. Αυτό όμως δεν

πάει να πει ότι έχω γιατρευτεί. Αμφιβάλλω αν κανείς από εμάς έχει απαλλαγεί

απ’ τις νευρώσεις του με το γράψιμο».

«Ξέρεις με τι προσμονή περιμένω να τελειώσω το γράψιμο; Έχω δώσει στον εαυτό

μου διορία 18 μηνών. Όχι ότι θα τα παρατήσω μετά, ήδη έχω την ιδέα για το

επόμενο μυθιστόρημά μου. Που θα έχει να κάνει μ’ έναν παππού και την εγγονή

του. Δύο χαρακτήρες με τους οποίους δεν μπορώ να ταυτισθώ. Αλλά θέλω να

ασχοληθώ περισσότερο με τη μουσική. Θέλω να συνδυάσω τη μουσική που γράφω με

τα κείμενα που γράφω. Θέλω να δημιουργήσω ένα είδος μουσικής λογοτεχνικής

φόρμας που θα έχει διαλόγους και ιστορίες οι οποίες θα διαβάζονται με τη

μουσική που θα έχω συνθέσει ειδικά γι’ αυτές εγώ ο ίδιος. Κι έτσι το αυτί θα

αποφασίζει από μόνο του τι θέλει να ακούσει».

INFO

«Τι Ωραίο Πλιάτσικο!» (1999, Εκδ. Πόλις, 15,84 ευρώ) [What a Carve Up]

«Η Λέσχη των Τιποτένιων» (2001, Εκδ. Πόλις, 17,16 ευρώ) [The Rotters’ Cub]

«Οι Νάνοι του Θανάτου» (2002, Εκδ. Πόλις, 12,14 ευρώ) [The Dwarves of Death]

«Το Σπίτι του Ύπνου» (1998, Εκδ. Πόλις, 14, 52 ευρώ) [The House of Sleep).

Σχόλια
Γράψτε το σχόλιό σας
50 /50
2000 /2000
Όροι Χρήσης. Το site προστατεύεται από reCAPTCHA, ισχύουν Πολιτική Απορρήτου & Όροι Χρήσης της Google.