Είναι ασφαλώς νωρίς να επιχειρήσει κανείς τον απολογισμό της εξάρθρωσης της

τρομοκρατίας που επιχειρείται από το τέλος του περασμένου Ιουνίου. Η

προσπάθεια συνεχίζεται και, έως ότου η δικαιοσύνη αποφανθεί τελεσίδικα,

ενδέχεται να υπάρξουν παρατράγουδα και εκπλήξεις. Παρά ταύτα, οι ενδείξεις

είναι αρκετές ώστε να μπορεί κανείς να διακινδυνεύσει μια πρώτη αποτίμηση.

Οι ενέργειες των δικαστικών αρχών φαίνεται να κινήθηκαν στο πλαίσιο του νόμου.

Αν και θα μπορούσαν να τεθούν ερωτηματικά για το καθεστώς της κράτησης του

Σάββα Ξηρού κατά τις πρώτες και κρισιμότερες μέρες μετά τον τραυματισμό του, η

μεταχείρισή του μοιάζει κατ’ αρχάς να ήταν σύννομη, εν όψει των ρυθμίσεων του

αντιτρομοκρατικού νόμου για τα μέτρα επιείκειας: η παρ. 1 του νέου άρθρου 187Α

Π.Κ. επιτρέπει στον αρμόδιο εισαγγελέα να αναβάλει την άσκηση ποινικής δίωξης.

Από τον ίδιο εξάλλου, εξαρτάται – σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις – ο

χαρακτηρισμός ενός εγκλήματος ως αυτοφώρου.

Τέλος, κανείς δεν μπορεί να επιβάλει συνήγορο σε κάποιον που δεν είναι ακόμη

κατηγορούμενος και που δεν επιθυμεί να έχει νομικό συμπαραστάτη. Ως εκ τούτου,

νομίζω ότι οι αιτιάσεις που διατυπώθηκαν τότε ήταν αβάσιμες. Το ίδιο ισχύει

και για τις συλλήψεις των άλλων κατηγορουμένων, για τις οποίες – ούτως ή άλλως

– δεν διατυπώθηκαν παράπονα.

Όσον αφορά τις συνθήκες κράτησης των συλληφθέντων, τα ερωτήματα που τέθηκαν

αφορούν το θεμιτό ή μη των αποκλίσεων από τις γενικές διατάξεις του

σωφρονιστικού κώδικα. Και πάλι νομίζω ότι ακούσθηκαν υπερβολές, τις οποίες

αβασάνιστα προέβαλαν ορισμένα μέσα ενημέρωσης, χωρίς να μπουν καν στον κόπο να

διερωτηθούν αν σε άλλες χώρες – χώρες κατά τεκμήριο δικαιοπολιτικά ωριμότερες

από τη δική μας – επιφυλάσσουν καλύτερη μεταχείριση σε κατηγορουμένους για

τόσο σοβαρά εγκλήματα. Ένα πάντως είναι βέβαιο: όταν οι ισχύουσες ρυθμίσεις

δεν προβλέπουν αποκλείσεις, οι κατηγορούμενοι για τρομοκρατικές πράξεις πρέπει

να αντιμετωπίζονται όπως ακριβώς και οι λοιποί υπόδικοι.

Όταν, απεναντίας – για τις ανάγκες της διεξαγόμενης ανάκρισης – οι ίδιες

ρυθμίσεις επιτρέπουν αυστηρότερη μεταχείριση όσων διώκονται για ορισμένα

εγκλήματα (συνήθως, αλλά όχι απαραιτήτως, σοβαρά) τότε, σύμφωνα με την αρχή

της αναλογικότητας, θα πρέπει να γίνονται ανεκτές μόνον όσες αποκλίσεις είναι

απολύτως αναγκαίες για τον επιδιωκόμενο σκοπό.

Θετικός, εξάλλου, φαίνεται ο πρώτος απολογισμός της δράσης και της Αστυνομίας.

Είναι η πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια που ο τρόπος με τον οποίο κινήθηκε

εμπνέει σεβασμό και εμπιστοσύνη, καθώς δείχνει να στηρίζεται σε σχέδιο και

επαγγελματική νοοτροπία. Και μόνη η ταύτιση Μιχ. Οικονόμου και Αλ. Γιωτόπουλου

(την οποία, προφανώς, ούτε ο ίδιος ο ενδιαφερόμενος υποψιαζόταν) δικαιολογεί

εύσημα. Μοναδική κηλίδα αποτέλεσε η επιλεκτική διαρροή πληροφοριών και

προανακριτικού υλικού. Αν η διαρροή αυτή δεν έγινε για τις ανάγκες της

επιχειρούμενης εξάρθρωσης αλλά ήταν τυχαία, το θέμα θα πρέπει να απασχολήσει

σοβαρά τον κ. Χρυσοχοΐδη, γιατί φανερώνει, αν όχι επιπολαιότητα, επιβίωσης

θυλάκων ανευθυνότητας αν όχι και διαφθοράς. Εν πάση περιπτώσει, μετά τη θετική

εμπειρία των τελευταίων εβδομάδων, ελπίδα όλων είναι ότι το πρόσφατο δείγμα

γραφής να υποδηλώνει μια μονιμότερη αλλαγή δομών, πρακτικών και νοοτροπίας και

να μην ήταν μια παροδική αναλαμπή υπό την πίεση των περιστάσεων.

Ο απολογισμός δεν είναι το ίδιο θετικός για τον τρίτο – μετά τους δικαστικούς

και την Αστυνομία – πρωταγωνιστή της μεγάλης εξάρθρωσης, που δεν είναι άλλος

από τα μέσα ενημέρωσης. Εν όψει του εύλογου ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης

ήταν, πιστεύω, φυσικό η σχετική ειδησεογραφία να εκτοπίσει κάθε άλλο θέμα επί

αρκετές εβδομάδες. Το ζήτημα, συνεπώς, δεν εντοπίζεται εκεί, όσο στο διά

παντός μέσου κυνήγι της αποκλειστικότητας και του εντυπωσιασμού. Δεν

υπανίσσομαι τόσο τους καταλόγους «υπόπτων» και τις αμέτρητες αναγγελίες

επικείμενων συλλήψεων άμεσα ή έμμεσα κατονομαζόμενων προσώπων, τα οποία

δικαιολογημένα διαμαρτυρήθηκαν για τους αλλεπάλληλους διασυρμούς που

υπέστησαν.

Αναφέρομαι στο ρεπορτάζ για τους συλλαμβανόμενους, το οποίο, σε κάμποσες

περιπτώσεις, ξεπέρασε τα όρια και έφθασε σε προσβολές της προσωπικότητας και

βάναυσες παραβιάσεις της ιδιωτικής ζωής των εμπλεκομένων. Παλαιά οικογενειακά

δράματα ανασύρθηκαν από αρχεία, ιατρικά ιστορικά κατέστησαν αντικείμενο

συζητήσεων σε τηλεοπτικά «παράθυρα» και καφενεία, βιβλιάρια καταθέσεων και

αριθμοί πιστωτικών καρτών δημοσιεύθηκαν. Όσο για το Εθνικό Συμβούλιο

Ραδιοτηλεόρασης, και αυτό κατ’ ουσίαν σιώπησε. Και όλα αυτά σε βαθμό που να

διερωτάται κανείς αν, μέσα σ’ αυτό το κλίμα, μπορεί να υπάρξει νηφάλια

αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού από το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου οι

συλληφθέντες θα κληθούν αργά ή γρήγορα να λογοδοτήσουν.

Σε μια τέτοια υπόθεση, με την πλειονότητα των κατηγορουμένων να έχει

ομολογήσει, ασφαλώς και θα ήταν αφελές να αξιώσει κανείς μιαν άκαμπτη

προσήλωση στο τεκμήριο της αθωότητας και σε ό,τι αυτό επιτάσσει. Θα ήταν,

ωστόσο, εξίσου αδιανόητο τα μέσα ενημέρωσης να ενδώσουν στον πειρασμό μιας

καταδίκης πριν από τη δίκη, «μια που τα πάντα έχουν λεχθεί και τίποτε

καινούργιο δεν αναμένεται».

Πάντως, θα ήταν παράλειψη να μην τονισθεί ότι τη ζοφερή αυτή εικόνα άμβλυνε

κάπως η αυτοσυγκράτηση που επέδειξαν ορισμένα μέσα ενημέρωσης και ο

επαγγελματισμός λίγων – δυστυχώς – δημοσιογράφων, οι οποίοι από την πρώτη

στιγμή άντεξαν στην πίεση και κράτησαν ένα υψηλό επίπεδο.

Το συμπέρασμα που προκύπτει από την πρώτη αυτή αποτίμηση του διμήνου της

μεγάλης εξάρθρωσης είναι ότι, διαψεύδοντας τις προβλέψεις, η δικαιοκρατία

ενισχύθηκε. Και το ότι το κράτος προηγήθηκε της κοινωνίας. Δίνοντας δείγματα

επαγγελματισμού και με αίσθηση του μέτρου, οι διωτικές αρχές κινήθηκαν

αποτελεσματικά σε ένα πεδίο όπου επί 27 χρόνια προχειρολογούσαν και

αυτοσχεδίαζαν. Απεναντίας, η κοινωνία – και δεν αναφέρομαι εδώ μόνο στα μέσα

ενημέρωσης – έδωσε την εντύπωση ότι κινείται στους ρυθμούς άλλων εποχών, με

περιορισμένη αναλυτική ικανότητα, χωρίς ιδέες και χωρίς φαντασία.

Κοντολογίς, σε μιαν εποχή που το κράτος λοιδορείται και η ιδιωτική πρωτοβουλία

αποθεώνεται, το πρώτο προχώρησε με άλματα και η δεύτερη αγκομαχώντας.

Θα είχε ενδιαφέρον να δει κανείς αν το χάσμα αυτό οφείλεται στη φύση της

τρομοκρατίας και της αντεγκληματικής πολιτικής που η αντιμετώπισή της απαιτεί

ή σε κάποια βαθύτερα γνωρίσματα του νεοελληνικού χαρακτήρα.

Ο Ν. Κ. Αλιβιζάτος είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο

Πανεπιστήμιο Αθηνών