Όσο οι κοινωνίες επενδύουν και προσβλέπουν όλο και περισσότερο στους θεσμούς

της γνώσης και φυσικά της εκπαίδευσης τόσο θα αυξάνεται ο κοινωνικός και

πολιτικός έλεγχος για τη λειτουργία των σχολικών θεσμών. Και είναι ευθύνη μιας

δημοκρατικής πολιτείας να αναδειχθεί η δημόσια εκπαίδευση σε προνομιακό πεδίο

αναφοράς στις αναδυόμενες κοινωνίες της μάθησης. Και αυτή η ευθύνη αυξάνεται

όταν μια πολιτική νοιάζεται για μια «μαζική» παιδεία και για μια παιδεία με

ποιότητα. Η αξιολόγηση είναι στοιχείο sine qua non για την άσκηση μιας

σύγχρονης εκπαιδευτικής πολιτικής. Θεωρώ δε πως ένα σύστημα αξιολόγησης

αναφέρεται κυρίως στα παιδιά των λαϊκών τάξεων, αφού τα παιδιά των οικονομικά

ισχυρών τάξεων διασφαλίζουν την εξέλιξή τους με εξω-εκπαιδευτικούς τρόπους.

Ναι στην αξιολόγηση, γιατί οι εκπαιδευτικοί θέλουν το έργο τους να βρίσκεται

στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος και της κριτικής, γιατί μέσα από τις

διεργασίες της αξιολόγησης μπορούν να σταθμιστούν συντεταγμένα οι δυναμικές

και οι αδυναμίες των συντελεστών της σχολικής πράξης.

Ας δούμε κάποιες απαραίτητες παρατηρήσεις για έναν θεσμό που συγκεντρώνει

πάντα αντιδικίες, υπεκφυγές αλλά και πολιτικές αμφισημίες.

* Η αξιολόγηση δεν εξαντλείται στις διαπιστώσεις, αλλά δίνει το κέντρο

βάρους της στο τι βελτιωτικά μέτρα πρέπει να ληφθούν.

* Η αξιολόγηση περιλαμβάνει, εν τοις πράγμασι, όλους τους συντελεστές

του εκπαιδευτικού έργου (αναλυτικά προγράμματα, μαθησιακοί στόχοι, βιβλία,

εκπαιδευτικοί κ.λπ.) και δεν οριοθετείται μόνο στις λειτουργίες του

εκπαιδευτικού προσωπικού.

* Ανατροφοδοτεί, με κριτική διάθεση, τις εκπαιδευτικές πολιτικές και

τους σχολικούς προγραμματισμούς και λειτουργεί ως ένα δυναμικό πεδίο κάθε

ερευνητικής προσέγγισης.

* Η αξιολόγηση θα πρέπει να συνδεθεί με την ενίσχυση των ποικίλων

πολιτιστικών πρωτοβουλιών του σχολείου (θέατρο, τέχνη, περιβαλλοντική

εκπαίδευση, αγωγή υγείας, βιβλιοθήκες κ.λπ.).

* Η διαμόρφωση των δεικτών αξιολόγησης δεν θα πρέπει να γίνεται με

στατικό τρόπο, αλλά οφείλει να λαμβάνει υπόψη τις νέες θεωρήσεις της επιστήμης

και της παιδαγωγικής. Σ’ αυτό το σημείο επιμένει – όχι αδικαιολόγητα – και η

Ευρωπαϊκή Ένωση των Εκπαιδευτικών Ομοσπονδιών (ETUCE).

Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να αποφύγουμε οποιαδήποτε δραματοποίηση της

αξιολόγησης είτε προς την κατεύθυνση που ισχυρίζεται ότι η απουσία της είναι

αιτία των όποιων κακοδαιμονιών του εκπαιδευτικού συστήματος είτε προς την

κατεύθυνση που αποφαίνεται ότι με αυτό τον τρόπο θα γίνει ιδεολογική

χειραγώγηση των εκπαιδευτικών. Και οι δυο αυτές όψεις είναι πολιτικές

επινοήσεις και κινούνται στη λογική μιας σύγχρονης μυθολογίας. Θα πρέπει να

γνωρίζουμε ότι η ποιότητα της ελληνικής εκπαίδευσης είναι καλή. Δεν

χρειάζονται καταστροφολογίες και κινδυνολογίες. Απαιτείται διαρκής,

συγκροτημένη και διαρκώς αξιολογούμενη προσπάθεια από όλους τους συντελεστές

της σχολικής λειτουργίας, ώστε οι νέοι μας να έχουν τα καλύτερα μορφωτικά

εφόδια, γιατί θα ζήσουν σ’ ένα απαιτητικό κοινωνικό περιβάλλον. Κλειδί για την

καλύτερη εξέλιξη της αξιολόγησης είναι η «μεταφορά» περισσότερων ευθυνών και

αρμοδιοτήτων στους συλλόγους διδασκόντων. Η λεγόμενη εσωτερική αξιολόγηση

είναι εκείνη που θα δώσει νέα δυναμική στο εκπαιδευτικό γίγνεσθαι, γιατί

στηρίζεται στις αρχές της παιδαγωγικής ελευθερίας και αυτονομίας. Άλλωστε,

όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο έγκυρος μελετητής του θέματος κ. John Macbeath,

«τα σχολεία που έχουν αυτογνωσία και αυτοπεποίθηση προχωρούν πιο εύκολα στην

αυτοαξιολόγηση». Και εμείς θέλουμε τέτοια σχολεία που θα είναι διαρκώς

ανήσυχα, με αυτοκριτική διάθεση, με διεκδικητικό πνεύμα, με δημιουργικό

οίστρο.

Ο Νίκος Τσούλιας είναι πρόεδρος της ΟΛΜΕ.