Ν. Καραγάτση, «Τα παλιά παιχνίδια» (1945), ένα από τα έργα της αναδρομικής

έκθεσης. Ζωγραφίζει με έντονη προσωπική συγκίνηση, αλλά όχι ιδιοτελώς. Ζητά να

κάνει αείμνηστα αυτά που αντικρύζει, ιερουργεί εικαστικά για λογαριασμό των

στιγμών με τις οποίες «είδε» τη ζωή

Το πρόβλημα στην τέχνη μας δεν είναι το εάν έχουμε άξιους ζωγράφους, αλλά το

εάν εμείς – φιλότεχνοι, συλλέκτες, κριτικοί, γκαλερίστες – που τους

περιτριγυρίζουμε είμαστε ικανοί να τους τρυγήσουμε σωστά.

Έχουμε δύο αντιμαχόμενες ομάδες καλλιτεχνών: Αυτούς που ζητούν να πάρουν αξία

από το «διεθνές πρωτόκολλο εφευρετικότητας», δηλαδή ποιος επινόησε τον τάδε

νέο τρόπο έκφρασης και αναγνωρίστηκε αναλόγως από τους θεματοφύλακες των

αντίστοιχων μουσείων και μπιενάλε. Και αυτούς που αγνοούν αυτό το καθολικής

αυστηρότητας ιερατείο και ζωγραφίζουν ό,τι τους συγκινεί ή ό,τι τους φέρνει

κοντά με τους ανθρώπους που αγαπούν.

Η πρώτη ομάδα, η μοντερνιστική, μας απασχολεί αναγκαστικά περισσότερο, «βγάζει

αξιοπερίεργες ειδήσεις», προσφέρει πασατέμπο. Η δεύτερη είναι απείρως

δυσκολότερη. Χρειάζεται ένα κοινό που αναζητά αυτογνωσία, που έχει ή αναζητά

αρχές, που πιστεύει στην ομήγυρη και στο μέλλον. Μικροαστικός ο μοντερνισμός,

αγιάζει προκαταβολικά κάθε τι το καινούργιο, παρηγορώντας τους κοινωνικά

νεοεισερχόμενους. Αστική η ζωγραφική της προσωπικής συγκίνησης, σέβεται την

παράδοση και την κοινή πίστη, την ανθρώπινη σκυταλοδρομία.

Εις πείσμα των εκσυγχρονιστικών καιρών, υπάρχει λοιπόν και αυτή η

δεύτερη ζωγραφική οικογένεια, ταπεινή και καταφρονεμένη, αλλά πλούσια σε

περιεχόμενο. Μόνο που θέλει ειδική «ανασκαφική» δουλειά, σύγχρονα εργαλεία

ανάλυσης, απροκατάληπτη ερμηνεία των ευρημάτων.

Άριστη αφορμή αποτελεί η αναδρομική έκθεση της Νίκης Καραγάτση (1914-1986) στο

Μέγαρο Εϋνάρδου. Δεκάδες μικροσκοπικά έργα, με θέμα την σπιτική

καθημερινότητα, τη γειτονιά, τους οικείους. Πινελιά περιγραφική αλλά

ταυτόχρονα και χαλαρωμένη, ανυπόκριτη. Το θαυμάσιο λεύκωμα και τα «57 Κείμενα»

για τη ζωγράφο (Εκδόσεις Άγρα, και τα δύο) επεκτείνουν την έκθεση στο σύνολο

του έργου και των επιφανών διανοουμένων (Ε. Βακαλό, Κ. Γεωργουσόπουλος, Αγγ.

Δεληβοριάς, Α. Λεβίδης, Γ.Π. Σαββίδης, Γ. Τσαρούχης κ.ά.π.) που το αγάπησαν.

Ας τολμήσω να προσθέσω κι εγώ μερικές περαιτέρω σκέψεις:

Πίνακες σαν προσευχές: Η Καραγάτση ζωγραφίζει με έντονη προσωπική

συγκίνηση, αλλά όχι ιδιοτελώς. Αυτά που αντικρύζει ζητά να τα κάνει αείμνηστα.

Ιερουργεί εικαστικά για λογαριασμό των στιγμών με τις οποίες «είδε» τη ζωή,

τελεί μικρές «θείες ευχαριστίες», κι έτσι τα έργα της έχουν την ταπεινή

γλυκύτητα ιερών εικονισμάτων. Πιστεύει σε διαχρονικές αρχές, ότι δηλαδή

προέρχεται από την πίστη άλλων («των κεκοιμημένων») και οφείλει να την

παραδώσει σκυταλοδρομικά στους επόμενους. Κάνει μια ζωγραφική που δύσκολα θα

συναντήσουμε έξω απ’ τη δική μας ελληνορθόδοξη κοινωνία. Δεν είναι μιζέρια,

αντίστροφα, είναι προτέρημα που αν το καμαρώσουμε τότε θα το πιστέψουν κι

άλλοι, όπως π.χ. οι Αμερικανοί του 1950 πρωτοπίστεψαν ότι τα ντρίπινγκ του

Πόλοκ εξέφραζαν τον δυναμισμό τους. Κι αν το ψάχναμε βαθύτερα, θα βλέπαμε τον

ευγενή ιδεολογικό σπόρο που κάποτε μας έκανε καραβοκύρηδες κι όχι

μικροϋπαλλήλους, όπως τώρα.

Ποίηση με πεζό λόγο: Οι μορφές της Καραγάτση είναι σαν τις λέξεις του

Κ. Καβάφη, πεζές, αστόλιστες, σαν καλογερίστικος προφορικός λόγος. Λιτά και

σοφά συνταγμένες που μιλάνε πολλαπλασιαστικά, ποιητικά. Ζωγραφίζει σαν να

ψελλίζει ταπεινές λέξεις μπροστά στο θαύμα της ζωής. Με τις πινελιές της

φτιάχνει ζωοδότη πλακούντα για ό,τι απεικονίζει.

«Μικροί» ή Μεγάλοι;

Στην ιστορία της τέχνης, «Μικροί Ολλανδοί», σε αντιδιαστολή με τους μεγάλους

Ρέμπραντ και Ρούμπενς, είναι οι σπουδαίοι εκείνοι ζωγράφοι του 17ου αι. με τα

δυσκολοπρόφερτα ονόματα ­ εξαίρεση ο Βερμέερ ­ που πρωτοαπεικόνισαν τέτοια

καθημερινά θέματα. Είναι τέχνη κατεξοχήν αστική, τη λάτρευε ο Μ. Προυστ, αλλά

την συκοφαντούν όσοι πιστεύουν στην «τέχνη για την τέχνη». Στην Ελλάδα, έχουμε

δύο τέτοιες ομάδες, μία στην ηθογραφική ζωγραφική του 19ου αιώνα (διαμέσου της

βαυαρέζικης) και μία νέα εξαρχής βλάστηση, στον βενιζελικό αστικό μεσοπόλεμο,

με ιδρυτή τον Σπ. Βασιλείου, και προεκτάσεις όπως οι Γ. Τσαρούχης, Θ.

Τριανταφυλλίδης, Α. Βουρλούμης, Γ. Φωκάς, Γ. Μιγάδης, Ε. Μπουλγουρά, Α.

Φασιανός, Ν. Στεφάνου, Α. Δρούγκας, Μ. Μακρουλάκης, Α. Λεβίδης κ.ά. Ανάμεσά

τους η Καραγάτση έχει δικαιωματικά μια απ’ τις καλύτερες θέσεις.

Δείτε αυτήν την έκθεση αν όχι με το βλέμμα ενός πολιτισμικού ανθρωπολόγου από

κάποιο αμερικανικό πανεπιστήμιο, τουλάχιστον με τον Καβάφη στο χέρι. Η παλιά

νοικοκυρεμένη και σεμνή Ελλάδα θα σας ανταμείψει μ’ ένα δικό της εικαστικό βλέμμα.

INFO

Νίκη Καραγάτση (1914-1986), Αναδρομική ζωγραφικής, Μέγαρο Εϋνάρδου, ΜΙΕΤ, Αγ.

Κωνσταντίου 20 – Μενάνδρου, τηλ. 010-5223774, έως 30 Ιουνίου