Υπέρ της διατήρησης της ανωνυμίας δικαστών και ενόρκων, ιδιαίτερα στις

υποθέσεις εκείνες που αφορούν το οργανωμένο έγκλημα και την τρομοκρατία,

τάσσονται στην πλειοψηφία τους οι εισαγγελείς Εφετών της Αθήνας, οι οποίοι

συμφωνούν με την εισήγηση του προϊσταμένου της Εισαγγελίας κ. Λάμπρου

Καράμπελλα, συνδέοντας άμεσα το μέτρο αυτό με την προστασία των δικαστικών

λειτουργών και τη θωράκιση του κύρους της Δικαιοσύνης.

Από του 41 εισαγγελείς και αντεισαγγελείς Εφετών, που έλαβαν μέρος στην

Ολομέλεια, οι 35 ψήφισαν «ναι» στη διατήρηση της ανωνυμίας, ενώ μόνο 6

συνάδελφοί τους είχαν τη γνώμη πως πρέπει να ανακοινώνονται από έδρας τα

ονόματα των τακτικών και λαϊκών δικαστών που αποφασίζουν περί της ενοχής ή της

αθωότητας του κατηγορουμένου.

Τα συμπεράσματα της Ολομέλειας, που αφορούν επίσης τις θέσεις τους για την

αποποινικοποίηση πταισματικών ­ κυρίως ­ παραβάσεων, αλλά και την εκλογή του

εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, θα διαβιβασθούν εντός των ημερών υπό τη μορφή

πορίσματος στο υπουργείο Δικαιοσύνης και θα συνεκτιμηθούν εν όψει της

κατάρτισης του νομοσχεδίου για το οργανωμένο έγκλημα, αλλά και της αναθεώρησης

των διατάξεων του Συντάγματος για τον τρόπο επιλογής εισαγγελέα του Ανωτάτου

Ακυρωτικού Δικαστηρίου της χώρας.

Η νομοθετική ρύθμιση του κρίσιμου αυτού ζητήματος θεωρείται αναγκαία, καθώς

όπως είχε επισημάνει στην πολυσέλιδη εισήγησή του ο προϊστάμενος της

Εισαγγελίας Εφετών: «Με τα σημερινά δεδομένα ο δικαστής πρέπει να θωρακίζεται

κατά την άσκηση του έργου του με πολλά μέτρα. Ένα από αυτά είναι η μη αναφορά

του ονόματός του όταν μειοψηφεί, ιδίως σε υποθέσεις που έχουν σχέση με το

οργανωμένο έγκλημα. Κι αυτό γιατί η κρίση του δικαστή μπορεί να είναι όχι

μόνον άστοχη, αλλά και σκόπιμα αντίθετη από τη φωνή της συνείδησής του,

συνεπεία εκφοβισμού του. Είναι λοιπόν αναγκαία η «ανωνυμία» των τακτικών και

των λαϊκών δικαστών για να αποφευχθεί ο ενδεχόμενος κίνδυνος απειλών,

σωματικών ή άλλων, εις βάρος δικαστών και ενόρκων, οι οποίοι πρέπει να

προστατεύονται κατά την ενάσκηση του δικαιοδοτικού τους έργου. Από την πείρα

μου έχω διαπιστώσει ότι, όχι σπάνια, πάρα πολλά άτομα αποφεύγουν να εκτελέσουν

τα καθήκοντα του ενόρκου φοβούμενα τις συνέπειες από τη δημοσιοποίηση τυχόν

καταδικαστικής ψήφου, γι’ αυτό και ζητούν την εξαίρεσή τους».

Όσον αφορά την αποποινικοποίηση των πταισματικών πράξεων, όπως τροχαίες

παραβάσεις και παραβάσεις υγειονομικού κανονισμού, η Ολομέλεια των εισαγγελέων

Εφετών ομόφωνα ψήφισε «ναι» πιστεύοντας πως με τον τρόπο αυτό θα επιτευχθεί

αποσυμφόρηση των υπερφορτωμένων πινακίων των δικαστηρίων. Προτείνουν μάλιστα

να αντικατασταθούν οι προβλεπόμενς ποινές για τις μικρής ποινικής απαξίας

άδικες πράξεις με πρόστιμα.

Τέλος, 40 εισαγγελείς τάχθηκαν υπέρ της επιλογής συναδέλφου τους στη θέση του

εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ενώ ένας μόνο είχε τη γνώμη ότι μπορεί να

προέρχεται και από τον χώρο των δικαστών-αρεοπαγιτών, όπως συμβαίνει μέχρι

σήμερα. Τη θέση της πλειοψηφίας, εξάλλου, των εισαγγελέων εφετών είχε

στηρίξει, εν όψει της αναθώρησης του Συντάγματος, και με ανανκοίνωσή της η

Ένωση Εισαγγελέων.