Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρόσφατα (Οκτώβριος 2000) ενέκρινε την έκδοση Ανακοίνωσής

της με θέμα τη διασφάλιση της οικονομικής βιωσιμότητας των συνταξιοδοτικών

συστημάτων των κρατών-μελών και τη διευκόλυνση της ανάπτυξης μιας ενοποιητικής

δυναμικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Αναφορικά με την οικονομική βιωσιμότητα, η Ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής

Επιτροπής, παρά τη μη δεσμευτικότητά της για τα κράτη-μέλη, συστήνει την

αντιμετώπιση των ελλειμμάτων τής κοινωνικής ασφάλισης από ίδιους πόρους του

κοινωνικο-ασφαλιστικού συστήματος κάθε κράτους-μέλους, προκειμένου να μην

υπονομευτούν οι στόχοι του Συμφώνου Σταθερότητας και να μη συμπιεστούν οι

άλλες κατηγορίες των δημόσιων δαπανών.

Αυτό σημαίνει ότι οι αναγκαίοι πόροι για την κάλυψη των ελλειμμάτων της

κοινωνικής ασφάλισης θα εξασφαλιστούν με την αύξηση των ορίων ηλικίας

συνταξιοδότησης, την αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών και τη μείωση των

συνταξιοδοτικών παροχών. Παράλληλα συστήνεται η παροχή δυνατότητας στην

ιδιωτική κερδοσκοπική ασφάλιση για να καλύπτει κοινωνικο-ασφαλιστικού

χαρακτήρα ανάγκες.

Σ’ ό,τι αφορά την ανάπτυξη μιας ενοποιητικής δυναμικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο,

αυτή, κατά τους ισχυρισμούς της Ανακοίνωσης, εντάσσεται αποκλειστικά στον

τομέα της επαύξησης των υποχρεώσεων και μείωσης των δικαιωμάτων των

ασφαλισμένων και συνταξιούχων, παραλείποντας επιμελώς να προωθήσει οποιαδήποτε

εξίσωση προς τα πάνω, παρά τις υφιστάμενες σχετικές αποφάσεις του Ευρωπαϊκού

Δικαστηρίου (Γ. Ρωμανιάς, ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, 2000).

Το ερώτημα επομένως που προκύπτει είναι: πώς είναι δυνατόν να επιτευχθούν οι

στόχοι του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Λισαβώνας (Μάρτιος 2000) για τη

δημιουργία μιας ανταγωνιστικής ευρωπαϊκής οικονομίας βασισμένης στη γνώση, με

καλύτερες και περισσότερες θέσεις εργασίας και κοινωνική συνοχή, τη στιγμή που

η Ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τα συνταξιοδοτικά συστήματα

προτείνει την επίτευξη της οικονομικής τους βιωσιμότητας όχι με κοινωνική

αποτελεσματικότητα αλλά με κοινωνική αναποτελεσματικότητα, υποβάθμιση και

επιδείνωση του επιπέδου των κοινωνικοασφαλιστικών παροχών.

Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι στο εσωτερικό της ευρωπαϊκής στρατηγικής αλλά

και της στρατηγικής των κρατών-μελών ενυπάρχει μια θεμελιώδης αντίφαση ανάμεσα

στους στόχους της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, την οποία αντίφαση η

Ευρωπαϊκή Επιτροπή προτρέπει τα κράτη-μέλη να άρουν με την προσήλωσή τους στην

επίτευξη των στόχων της οικονομικής και νομισματικής ένωσης και όχι με την

προσήλωσή τους στην επίτευξη της ενότητας του «οικονομικού» με το «κοινωνικό»

στοιχείο της αναπαραγωγικής διαδικασίας.

Γεννιέται όμως το ερώτημα: Ποιες θα είναι οι συνέπειες μιας τέτοιας

στρατηγικής για τους λαούς των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και

ιδιαίτερα σε χώρες, όπως η Ελλάδα, όπου το επίπεδο των κοινωνικοασφαλιστικών

παροχών για τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού είναι στοιχειώδες;

Πράγματι, από τη σκοπιά αυτού του ερωτήματος, εάν συγκρατήσουμε μεταξύ των

αρχών πολιτικής που προτείνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή την αρχή της διατήρησης της

ισορροπίας μεταξύ δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, η οποία σημαίνει περιορισμό των

προνοιακών παροχών, τότε σταδιακά θα αυξηθεί ο αριθμός των ατόμων που θα ζουν

κάτω από το όριο φτώχειας.

Έτσι, αναφορικά με την προοπτική περιορισμού των προνοιακών παροχών,

παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον τα στοιχεία που αποτυπώνουν την επίδραση της

προνοιακής πολιτικής στο επίπεδο της φτώχειας (Eurostat, 1999).

Πράγματι, σύμφωνα με τα συγκεκριμένα στοιχεία η προνοιακή πολιτική στην

Ευρωπαϊκή Ένωση (13 χώρες) μειώνει το ποσοστό των ατόμων που βρίσκονται κάτω

από το όριο φτώχειας κατά οκτώ μονάδες δηλ. από 26% το ποσοστό μειώνεται μετά

την παροχή των προνοιακών παροχών σε 18%. Στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα ίδια

στοιχεία, το ποσοστό των ατόμων που βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας

μειώνεται μετά την παροχή των προνοιακών παροχών από 22% σε 21%, δηλ. μείωση

μόνο κατά μία μονάδα, η οποία συνιστά και τη μικρότερη μείωση μεταξύ των

κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Κατά συνέπεια αποδεικνύεται με τον πιο σαφή τρόπο ότι η μεταρρύθμιση της

κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα και τα άλλα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης

δεν μπορεί να κινηθεί στην κατεύθυνση και τον χαρακτήρα των προτάσεων της

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, για τον απλούστατο λόγο ότι η επιδείνωση του επιπέδου

των παροχών θα αυξήσει τον αριθμό των ατόμων που θα ζουν κάτω από το όριο της

φτώχειας (50% του κατά κεφαλήν ΑΕΠ), θα συρρικνωθούν, ιδιαίτερα στην Ελλάδα,

οι ελάχιστες αναδιανεμητικές λειτουργίες του συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων

και θα διαβρωθεί ακόμη περισσότερο η κοινωνική συνοχή στη χώρα μας και στα

άλλα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο Σάββας Ρομπόλης είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου, επιστ.

διευθυντής ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ.