Μια επέτειος. Μια συγκέντρωση. Μια Ρόζα, δηλαδή ένα Τριαντάφυλλο, κατά της

Ευρώπης του χρήματος και της αλαζονείας.

In memoriam. Ο 73χρονος Χανς Φογκτ, άλλοτε θυρωρός του ανατολικογερμανικού

κοινοβουλίου, υψώνει τη γροθιά μπροστά στον τάφο της Λούξεμπουργκ

«Από πού προέρχεται η γοητεία που ασκεί η Ρόζα Λούξεμπουργκ; Από την

ανεπικαιρότητά της σε εποχές που χαρακτηρίζονται όχι τόσο από κρίση, όσο από

άρνηση επεξεργασίας της κρίσης. Το να μην επεξεργάζεσαι την κρίση σημαίνει να

απομακρύνεσαι, να μη θυμάσαι, να χάνεσαι, να αρρωσταίνεις, όπως άρρωστη είναι

αυτή η κοινωνία που η διαφήμιση με μεγάλη δυσκολία χαρακτηρίζει ευτυχισμένη».

Τις φράσεις αυτές, η Ροσάνα Ροσάντα τις έγραψε στο Μανιφέστο το 1987,

αλλά θα μπορούσε θαυμάσια να τις γράψει και σήμερα. Γιατί η Ρόζα Λούξεμπουργκ

εξακολουθεί να γοητεύει. Σε μια εποχή που κυριαρχούν ο εγωισμός και η

ιδεολογική σύγχυση, ποιος άλλος θα μπορούσε να συγκεντρώσει γύρω από τον τάφο

του 100.000 ανθρώπους για να θυμηθούν την προσωπικότητά του, να τιμήσουν την

«ανεπικαιρότητά» του, να εμπνευστούν από τις ιδέες του;

Το πλήθος που συνέρρευσε την περασμένη Κυριακή στο νεκροταφείο Φρίντριχσφελντε

του Βερολίνου για την 82η επέτειο του θανάτου της Γερμανίδας επαναστάτριας

ήταν ετερόκλητο: ηλικιωμένοι Ανατολικογερμανοί και νεαροί «αυτόνομοι»,

πολιτικοί και καθηγητές, Τούρκοι κομμουνιστές και Κούρδοι αυτονομιστές. Άλλοι

άφησαν λουλούδια στον μονόλιθο με την επιγραφή «Οι νεκροί μάς υπενθυμίζουν»,

που δεσπόζει στους τάφους της Ρόζα, του Καρλ Λήπκνεχτ και μερικών ακόμη

συντρόφων της Ένωσης Σπάρτακος. Άλλοι ύψωσαν σιωπηλά τη γροθιά τους. Άλλοι

βρήκαν την ευκαιρία να κουβεντιάσουν για την καθημερινότητά τους. Ορισμένοι

είχαν έλθει από περιέργεια. Οι περισσότεροι όμως βρίσκονταν εκεί από

ευγνωμοσύνη.

Η σκέψη της «Ματωμένης Ρόζα» είχε αρκετά κοινά σημεία με του Λένιν. Πίστευε κι

εκείνη ότι ο καπιταλισμός είναι καταδικασμένος να αυτοκαταστραφεί και ότι η

επανάσταση είναι αναπόφευκτη. Η μεγάλη διαφορά της όμως με τους ορθόδοξους

κομμουνιστές είχε να κάνει με τον ρόλο του κόμματος, τον οποίο θεωρούσε

τεχνικό και προσωρινό. Την ιστορία την κινούν οι μάζες με τον επαναστατικό

τους αυθορμητισμό, έλεγε. Αυτές θα βάλουν τη φωτιά. Κι ίσως εδώ να βρίσκεται η

επικαιρότητα της «ανεπίκαιρης» Ρόζα. Ίχνη αυτού του αυθορμητισμού των μαζών,

γράφει η Στάμπα, βρίσκει κανείς σήμερα στο κίνημα του Σηάτλ και όλα

αυτά τα κινήματα που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο αμφισβητούν την

παγκοσμιοποίηση, την παντοδυναμία της τεχνολογίας, την αλαζονεία της

γενετικής, με λίγα λόγια τη «μονόδρομη σκέψη» της Δύσης που εξήλθε νικηφόρα

από τον πόλεμο με τον κομμουνισμό.

Ο τραγικός της θάνατος (δολοφονήθηκε μαζί με τον Λήπκνεχτ από ακροδεξιούς

παραστρατιωτικούς κατά την καταστολή της εξέγερσης των Σπαρτακιστών) την

εμπόδισε να γνωρίσει τον σταλινισμό, τα εγκλήματα του οποίου είχε πάντως

προβλέψει. Μπορούσε να σωθεί, και πολλοί πιστεύουν ότι είχε την υποχρέωση να

το κάνει. Ακόμη κι αυτός ο άδικος και ανώφελος θάνατος, όμως, συμβάλλει στη

γοητεία της. Η επανάσταση δεν έγινε, και μάλλον δεν θα γίνει ποτέ. Το όνειρο,

όμως, είναι πάντα ζωντανό.