Έτος σωτήριο 2000. Λίγο πριν από την ημέρα που είχε γεννηθεί στη Βηθλεέμ το

μωρό που έμελλε να αλλάξει την ιστορία της ανθρωπότητας, η παραλία της

Θεσσαλονίκης μάτωσε από πληγωμένες φτερούγες. Έξι γλάροι καρφωμένοι σε

σιδηρόβεργες. Από ανθρώπους.

Έξι από αυτά τα λεύτερα πουλιά που πετάνε χορευτικά πάνω από τα κύματα ­

κομμάτι αναπόσπαστο του θαλασσινού ταξιδιού. Το ένα μετά το άλλο, τα πουλιά,

πέθαναν αργά και βασανιστικά, σφαδάζοντας από τους πόνους πάνω στη

σιδηρόβεργα, όπου τα κάρφωσε, δεμένα, ένα σαδιστικό δείγμα του ανθρώπινου

είδους.

Έτος σωτήριο 2001. Λίγο μετά την ημέρα που είχε γεννηθεί το μωρό που

ευαγγελίστηκε την αγάπη, ένα άλλο μωρό είδε το ξημέρωμα μέσα στα σκουπίδια.

Έκλαιγε σπαραχτικά και πεινούσε, κρύωνε, φοβόταν. Τα σκουπίδια δεν είναι φάτνη

να σε ζεσταίνουν τα ζώα με την ανάσα τους. Είναι η βρωμιά του άχρηστου, του

ανεπιθύμητου, του απορριπτέου. Είναι η παγωνιά της απαξίας αυτού που δεν

αγαπιέται.

Έτος 2001 και μια νέα γυναίκα γεννάει ένα παιδί που δεν έχει πατέρα και τρέμει

την ντροπή. Γύρω της άνθρωποι δικοί αλλά ξένοι, δεν την κοιτάζουν, δεν τη

βλέπουν, δεν την ακούνε. Δεν προσέχουν ούτε καν ότι αλλάζει το σώμα της κι ότι

ο ένας άνθρωπος γίνεται δύο. Κι έτσι δεν έχουν καμιά ευθύνη ούτε για τη ζωή

ούτε για τον θάνατο.

Έξι γλάροι καρφωμένοι ­ από ανθρώπους ­ στη βέργα, εκεί στην άδεια παραλία.

Και σε μια άλλη παραλία, μια γερακίνα που ­ άνθρωποι ­ της είχαν βγάλει τα

μάτια, τα νύχια, το ράμφος. Ένα νεογέννητο μωρό στα σκουπίδια ­ από τον

άνθρωπο, την ίδια του τη μάνα.

Φέτος ή πέρυσι η αρχή της νέας χιλιετίας, τι σημασία έχει…