|
|
Το μπαρ είναι σκοτεινό, μόλις που διακρίνεις τις φιγούρες αυτών που κινούνται
στα ενδότερά του. Η μουσική, κάτι ανάμεσα σε βουλγαρική ποπ και ελληνοτουρκικό
σκυλάδικο, μόλις που γίνεται αντιληπτή. Μια μυρωδιά ξετυλίγεται, ενοxλητική,
κάτι σαν μείγμα αλκοόλ, ιδρώτα και φθηνού γυναικείου αρώματος.
Και γύρω; Σάρκα, το ζητούμενο. Όμορφα, πανέμορφα κορίτσια με προκλητικά ρούχα
κάθονται βαριεστημένα στα τραπέζια και στο μπαρ. Πρέπει να είναι κάπου 20, όσο
και ο μέσος όρος της ηλικίας τους. Καπνίζουν, πίνουν και περιμένουν.
Το σκηνικό, που στήνεται κάθε βράδυ στο υπόγειο μπαρ ξενοδοχείου του
Σαντάνσκι, δεν φτιάχνεται ούτε με το παραμικρό καν συστατικό ενοχής. Αλλά
ταυτόχρονα περιγράφει, σύμφωνα με ελληνικές αστυνομικές πηγές, το κέντρο της
διακίνησης «υλικού πορνείας» στην Ελλάδα.
Όσες κοπέλες θέλεις
Εδώ συγκεντρώνονται, όπως σπεύδουν να ενημερώσουν σε άπταιστα ελληνικά κάθε
ενδιαφερόμενο επισκέπτη οι «υπεύθυνοι», εκατοντάδες κορίτσια από όλη τη
Βουλγαρία, αλλά και την Ουκρανία, τη Ρωσία και τη Ρουμανία. «Εδώ θα βρεις ό,τι
κοπέλες θέλεις και όσες θέλεις», διαλαλούν. Κορίτσια από 16 ετών, όπως αυτά
που τριγυρνούν μέσα στο μπαρ. Με «καυτά» μίνι, μικρά σέξι μπλουζάκια, έντονο
μακιγιάζ, καλοχτενισμένα, περπατούν, συζητούν ή κάθονται με το πρόσωπο
ανέκφραστο. Είναι «ιέρειες του έρωτα» πριν ακόμη καλά-καλά νιώσουν τον έρωτα.
Πριν το κορμί τους ωριμάσει για να νιώσει τον έρωτα «πρέπει» να δείχνει, να
παρουσιάζεται φιλήδονο.
Από εδώ διοχετεύονται στην Ελλάδα και την Κύπρο με νόμιμους και παράνομους
τρόπους, χωρίς χαρτιά και υγειονομική κάλυψη, κάτι που ίσως σύντομα τις
μετατρέψει σε κινούμενες βόμβες αφροδισίων και λοιπών νοσημάτων.
Είτε, στην άλλη περίπτωση, «πιάνουν δουλειά» στο ξενοδοχείο για να
εξυπηρετήσουν τους «τουρίστες της μιας ημέρας», τους πελάτες του «ροζ
τουρισμού», μιας γνωστής (λόγω των περιπετειών της Ινδονησίας και της
Σιγκαπούρης) πτυχής της τουριστικής βιομηχανίας.
Όπως και να ‘ναι, θα γίνουν οι νεαρές και τρυφερές απολήξεις ενός
καλογρασαρισμένου δύσοσμου κυκλώματος, που κυριαρχεί με τζίρους
δισεκατομμυρίων στον (υπό)κοσμο της παρανομίας συντηρώντας μια στρατιά
μικροαπατεώνων ή εγκληματιών: μαφιόζους, βαποράκια, προστάτες-φουσκωτούς,
«συνοδούς» ή ακόμη και εκβιαστές, καταχραστές περιουσιών, δολοφόνους και απατεώνες.
Το κύκλωμα
Τα πάντα φαίνονται πολύ οργανωμένα. Ούτε η παρουσία μιας αστυνομικής περιπόλου
διαταράσσει την ατμόσφαιρα. Ο μυστακοφόρος και οπλοφόρος επικεφαλής της θα
μπει στο μπαρ, θα ζητήσει μια μπίρα και ήσυχα-ήσυχα θα πιάσει την κουβέντα με
κάποιο από τα κορίτσια.
Η «δουλειά» είναι σωστή, τίμια και ικανοποιεί τους πελάτες, αλλά και τα
κορίτσια, λένε οι δύο ευγενέστατοι σωματώδεις Βούλγαροι, οι «υπεύθυνοι».
Μπροστά στα μάτια των θαμώνων του μπαρ, ανερυθρίαστα κλείνονται οι συμφωνίες.
Ο πελάτης θα μπει στο μπαρ, αμέσως θα τον πλησιάσει ένας από τους «υπευθύνους»
για να του προσφέρει παρέα, τίποτε δεν αφήνεται στην αδιακρισία… Θα ζητήσει
κοπέλες να δουλέψουν στην Ελλάδα, σταλμένος από κάποιον κοινό φίλο. Η γνωριμία
ενέχει ιδιότητες διαπίστευσης, ασφάλειας, ντομπροσύνης. «Κανένα πρόβλημα-νέμα
προμπλέμα» η απάντηση. «Θα δώσεις τα μισά λεφτά, θα διαλέξεις τις κοπέλες, θα
κλείσουμε το ραντεβού και θα τις παραλάβεις στη Θεσσαλονίκη». Οι τιμές είναι
σταθερές, στα παζάρια δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια. Περίπου 200-250.000 δρχ.
«το κεφάλι» την εβδομάδα, ενώ στη συμφωνία περιλαμβάνεται και ένα μίνιμουμ
κέρδος για την κοπέλα, 5.000-15.000 τη «φορά».
Οι πελάτες ποικίλλουν. Από προαγωγούς, περιθωριακούς, ανθρώπους της νύχτας που
κερδίζουν εκατομμύρια στην παράνομη πορνεία, μέχρι νεόπλουτους «ρέκτες»,
πιτσιρικάδες ή συνηθέστατα ευυπόληπτους πολίτες που θέλουν να κάνουν ένα…
ξεχωριστό πάρτι, μια «έκπληξη» στο αφεντικό τους για τις καλοκαιρινές διακοπές
του, ένα δώρο ολιγοήμερης ηδονής στον συνεργάτη επειδή «έκλεισε η δουλειά».
«Έχουμε καλή φήμη στην Ελλάδα και μας προτιμούν σοβαροί άνθρωποι», γεμάτα
ικανοποίηση τα λόγια του «υπευθύνου».
Οι κοπέλες ούτε καν παρακολουθούν τις συζητήσεις. Εάν είναι η σειρά τους, στη
συμφωνημένη ημερομηνία θα ταξιδέψουν στην Ελλάδα. Οι περισσότερες, όπως λένε,
θέλουν να πάνε και να μείνουν όσο περισσότερο γίνεται. «Τα λεφτά είναι πολλά,
όπως και τα… τυχερά. Ξέρεις πόσες κοπέλες βρήκαν γκόμενο στην Ελλάδα που τις
συντηρεί; Ξέρεις πόσες έμειναν και παντρεύτηκαν;», θα ρωτήσει, όχι γιατί
περιμένει απάντηση αλλά για να στηρίξει την άποψή της η 30χρονη Βίκι από τη Σόφια.
Το ταξίδι
Πώς όμως τα κορίτσια θα βρεθούν στην Ελλάδα; «Νέμα προμπλέμα» η απάντηση. Δεν
είναι μυστικό. Με τη βοήθεια ενός «υπευθύνου» θα βγουν με ταξί από το
Σαντάνσκι και λίγο πριν από το ξημέρωμα θα κατευθυνθούν στο βουλγαρικό
Πετρίτσι. Από εκεί, τρεις-τρεις ή τέσσερις-τέσσερις, θα βγουν από το δασάκι
προς τη «Μεσαία», θα περάσουν το ποτάμι (Μπίστριτσας – παραπόταμος του
Στρυμόνα) και περπατώντας συνολικά λιγότερο από δύο ώρες θα φθάσουν στο
«ύψωμα», τη «στέρνα» ή το «φυλάκιο», τα πιο συνηθισμένα μέρη του ραντεβού.
Εκεί θα τις περιμένει ο (ενημερωμένος μέσω κινητής τηλεφωνίας) Έλληνας
συνεργάτης που με το όχημά του θα τις παραδώσει στον πελάτη. «Είναι τρομερά
εφευρετικοί», θα μας πουν Έλληνες αστυνομικοί που επί χρόνια μετέχουν στα
μεθοριακά αποσπάσματα. «Έχουμε δει κοπέλες ξαπλωμένες στα χωράφια να
περιμένουν. Και για να τις εντοπίσουν οι συνεργοί είχαν… αναρτήσει φλάμπουρο
ένα ξύλο με σακούλα σκουπιδιών», θυμούνται.
Ο δεύτερος τρόπος διοχέτευσης έχει την ΠΓΔΜ ως ενδιάμεσο τόπο και περάσματα
του Κιλκίς ως διόδους. «Στα διαβατήρια των περισσότερων κοριτσιών που
συλλαμβάνονται και επαναπροωθούνται βλέπουμε σφραγίδες από τη χώρα αυτή, οπότε
περνούν από το Κιλκίς, όπου είναι πιο βατό το έδαφος», εξηγούν οι αστυνομικοί
του Προμαχώνα.
Και με βίζες
|
Τα κορίτσια στον δρόμο. Το απόγευμα θα κατευθυνθούν στο κεντρικό ξενοδοχείο, για να «πιάσουν δουλειά». Η συνοδεία τους απαραίτητη, οι «υπεύθυνοι» είναι εδώ… Ακόμη και 18χρονα κορίτσια «προσλαμβάνουν» οι μαστροποί. Η πορνεία είναι σήμερα στη Βουλγαρία μία εφηβική υπόθεση
|
Ο τρίτος τρόπος είναι νόμιμος, τουλάχιστον κατά το ήμισυ. Τα κορίτσια περνούν
κανονικά από τον Προμαχώνα, με βίζα που εξασφαλίζουν «κάποιοι» από τη Σόφια.
«Εάν έχεις κάποια άκρη φρόντισε εσύ για τη βίζα, εγώ δεν μπορώ πια, τα
πράγματα έσφιξαν», θα πει ο «υπεύθυνος» στον ενδιαφερόμενο. Όπως εξηγεί, βίζες
βγαίνουν περισσότερο στις περιπτώσεις που οι κοπέλες θα παραμείνουν στην
Ελλάδα για μεγάλο χρονικό διάστημα, «οπότε το έξτρα έξοδο βγαίνει».
Οι βίζες δεν σπανίζουν, λένε οι αστυνομικοί του συνοριακού σταθμού. «Κάποιες
κοπέλες τις ξέρουμε, αφού κάθε λίγο και λιγάκι τις φέρνουν για απέλαση… Αλλά
όταν περνούν με βίζα τι μπορείς να τις κάνεις;», αναρωτιούνται.
Και τι γίνεται εάν οι κοπέλες συλληφθούν; Εάν εντοπιστούν από αστυνομικούς
κατά τη μεταφορά τους, ή στο μπαρ, ή στο σπίτι; «Νέμα προμπλέμα» είναι η
σταθερή απάντηση του «υπευθύνου». «Εάν τις πιάσουν θα μας τις ξαναστείλουν
πίσω, δεν υπάρχει πρόβλημα. Εσύ εύκολα μπορείς να πεις ότι είναι φίλες σου,
ότι τις γνώρισες στα μπουζούκια και ότι τους έδωσες το σπίτι για να μείνουν
επειδή τις λυπήθηκες», δίνει τη λύση, έτσι απλά.
Τα «κορίτσια»
Υπάρχει κίνηση στο μπαρ. Κάθε λίγο και λιγάκι κάποιος πελάτης, οι περισσότεροι
Έλληνες από τις Σέρρες και τα γύρω χωριά, μπαίνει για τη «λιανική». Θα δει, θα
διαλέξει και, σαν να τον κυριεύει κάτι ανάμεσα σε ντροπή και αναστάτωση λόγω
της ηδονής που (επιτέλους) έρχεται, θα βγει γρήγορα-γρήγορα.
Η κοπέλα θα σηκωθεί και χαμογελώντας θα τεντώσει το όμορφο κορμί της, θα
τινάξει τα ξανθά μαλλιά, θα κατεβάσει τη μικροσκοπική φούστα και το άσπρο
μπλουζάκι για να τον ακολουθήσει. Πίσω από την πλάτη του πελάτη της θα πάρει
μια έκφραση αηδίας κοιτώντας περιπαικτικά τις συναδέλφους της. Και αμέσως θα
χαζογελάσει απλώνοντας το χέρι… «Πώς σε λένε, μωρό μου;» θα ρωτήσει σε
σπασμένα ελληνικά καθώς η πόρτα του ασανσέρ θα ανοίγει μπροστά στο
περιστασιακό ζευγάρι.
Από τις 15.000-20.000 δρχ. που κοστίζει η μία ώρα, ή από τις 20-35.000 «για
όλο το βράδυ», η κοπέλα θα πάρει τα μισά. «Τώρα το καλοκαίρι πέφτει η δουλειά,
δεν βγαίνουν πάνω από δυο-τρεις βίζιτες, αφού οι πελάτες πάνε διακοπές με τις
οικογένειές τους», εξηγεί ένα από τα κορίτσια. Καθεμιά τους κουβαλά και από
μια ιστορία, τόσο απλή, τόσο αναμενόμενη. «Τι να κάνω; Δουλειά δεν είχα, δεν
υπάρχουν άλλωστε στη Βουλγαρία. Είχα ανάγκη. Και εκεί που θα παρακαλούσα να
μπω σε κάποιο εργοστάσιο για 100 μάρκα τον μήνα, κάνω υπομονή, δουλεύω σε αυτή
τη δουλειά και βγάζω 100 μάρκα τη βραδιά», λέει μια 23χρονη από τη Σόφια, που
κάνει αυτήν τη δουλειά «μόνο τρεις μήνες». Η κοκκινομάλλα συνάδελφός της που
κάθεται δίπλα της είχε άρρωστους γονείς, η άλλη παρακάτω είχε χωρίσει και
έπρεπε να μεγαλώσει την εννιάχρονη κορούλα της, η τρίτη τρέφει τον σύζυγό της
που «δυστυχώς» δεν βρίσκει δουλειά, η επόμενη βαρέθηκε τη φτώχεια και
ακολούθησε το επάγγελμα της αδελφής της… «Ένα-δυο χρόνια ακόμη και μετά τα
παρατάω, θα έχω τα λεφτά που μου χρειάζονται, θα γυρίσω στο σπίτι και θα ζήσω
τη ζωή μου», είναι το ρεφρέν της όμορφης παρέας.
Επιχείρηση-«ένταξη»
Ο Γκεόργκι, ή Γιώργος, ένας πενηντάχρονος Βούλγαρος, πρώην ξενοδοχειακός
υπάλληλος, που βρέθηκε στο ξενοδοχείο συνοδεύοντας κάποιους Έλληνες
επιχειρηματίες (τους οποίους ήθελε να ευχαριστήσει για κάποια νέα συμφωνία),
κουνά το κεφάλι του. «Τα ξέρω τα κυκλώματα, δούλευα τόσα χρόνια σε ξενοδοχεία.
Εάν στην Ελλάδα ο τουρισμός κατέστρεψε τα χωριά και το περιβάλλον, στη
Βουλγαρία κατέστρεψε τα κορίτσια. Όπου υπήρχε τουρισμός, σε όποια πόλη έγιναν
ξενοδοχεία, χάλασαν και οι γυναίκες. Καλόμαθαν στα εύκολα λεφτά»
Όπως εξηγεί «λόγω της πείρας» του, αφού τα μάτια του «έχουν δει πολλά», ξέρει
ότι οι μαφιόζοι κινούνται μεθοδικά. «Πρώτα παίρνουν τις φτωχές κοπέλες και τις
γεμίζουν χρήματα, ρούχα, καλλυντικά. Μετά τις βάζουν στο μπαρ για σερβιτόρες,
για δυο-τρεις μήνες. Καθώς βλέπουν τις άλλες που δουλεύουν, τους κόβουν τα
χρήματα. Το κορίτσι, μικρό και άμυαλο συνήθως, θέλει χρήματα, έχει συνηθίσει.
Τότε της εξηγούν ότι πρέπει να δουλέψει πρώτα στην «κονσομανσιόν» (ποτό και
συντροφιά με τον πελάτη) και μετά στη βίζιτα. Η κοπέλα δεν έχει επιλογή, τη
ζορίζουν και λίγο, την τρομοκρατούν, την απειλούν ότι θα τα πουν όλα στη μάνα
ή τον γκόμενό της… Αφού μπήκε για τα καλά στο κύκλωμα, δεν μπορεί να γυρίσει
στο χωριό της».
Δεν λείπουν και οι εξαναγκασμοί, οι απειλές, το ζόρι. Οι περισσότερες
ενδίδουν, συμβιβάζονται, συνηθίζουν. Κάποιες ποτέ. Ποιος άλλωστε μπορεί να
αγνοήσει την περίπτωση της Ιρίνα, της 20χρονης Ρωσίδας, που αυτοκτόνησε τον
Δεκέμβριο του 1998 στη Θεσσαλονίκη, επειδή δεν άντεχε να εκδίδεται άλλο στο
βρωμερό διαμέρισμα της οδού Καραολή 22; Ή της 23χρονης Βουλγάρας που τον Μάιο
του 1998 πήδηξε από τον τέταρτο όροφο πολυκατοικίας, πάλι στη Θεσσαλονίκη, για
να δώσει τέρμα στην εξευτελισμένη ζωή της;