Λιτότητα στον δημόσιο τομέα με περικοπές κυρίως στις καταναλωτικές δαπάνες

και σφιχτή εισοδηματική πολιτική προβλέπουν τα σχέδια της κυβέρνησης για τον

προϋπολογισμό του 2000, με στόχο να υπάρξει περαιτέρω μείωση του ελλείμματος

χωρίς την επιβολή νέων φορολογικών μέτρων.

Στέλεχος του οικονομικού επιτελείου τόνιζε χαρακτηριστικά ότι «οι ανάγκες για

την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ καθιστούν ανελαστική τη δημοσιονομική πολιτική

για το 2000 και επιβάλλουν ακόμα πιο περιοριστική πολιτική δαπανών». Σύμφωνα

με πληροφορίες, τα σενάρια που επεξεργάζεται το οικονομικό επιτελείο

προβλέπουν ότι ο ρυθμός αύξησης των δαπανών του Τακτικού Προϋπολογισμού θα

είναι το 2000 γύρω στο 4,1% από 4,5% φέτος, ποσοστό που σηματοδοτεί περιστολές

στις καταναλωτικές και λειτουργικές δαπάνες του δημοσίου τομέα.

Ψαλίδι σε επιδοτήσεις – επιχορηγήσεις

Ιδιαίτερο βάρος θα δοθεί στον περιορισμό των επιδοτήσεων και επιχορηγήσεων

προς δημόσιους φορείς και οργανισμούς, ενώ οι συνολικές δαπάνες των υπουργείων

εκτός της μισθοδοσίας δεν θα ξεπερνούν το 2% σε σχέση με φέτος. Το κονδύλι

μισθοδοσίας προσωπικού προβλέπεται να είναι αυξημένο γύρω στο 3,5% από 3,7%,

πράγμα που σημαίνει ότι οι αυξήσεις που θα δοθούν στους δημοσίους υπαλλήλους

και τους συνταξιούχους θα κυμαίνονται στο 1,9% έως 2%, όσο δηλαδή εκτιμάται

ότι θα είναι ο ρυθμός μεταβολής του πληθωρισμού μέσα στο 2000. Επίσης, το

οικονομικό επιτελείο προβλέπει σημαντική εξοικονόμηση πόρων από τη μείωση των

επιτοκίων στους τίτλους του Δημοσίου που αναμένεται να αγγίξει τα 200 δισ.

δρχ, γεγονός που θα ελαφρύνει τις δαπάνες του προϋπολογισμού για την

εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους και θα δημιουργήσει περιθώρια για ενίσχυση της

κοινωνικής πολιτικής.

500 δισ. επιπλέον φόροι για το 2000

Στο σκέλος των εσόδων ο νέος προϋπολογισμός θα προβλέπει επιπλέον φορολογικά

έσοδα περίπου 500 δισ. δρχ., τα οποία ­ όπως λένε τα στελέχη των υπουργείων

Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών ­ θα προέλθουν από την αύξηση του

Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος και όχι από αναπροσαρμογές στους υφιστάμενους

φόρους ή επιβολή νέων. Τα ίδια στελέχη επισημαίνουν ότι τον επόμενο χρόνο οι

μόνες αλλαγές στη φορολογική πολιτική θα αφορούν τις ελαφρύνσεις στα

εισοδήματα των φυσικών προσώπων και τις μειώσεις των έμμεσων φόρων στα καύσιμα

για την αντιμετώπιση των πληθωριστικών πιέσεων. Αν και ακόμη δεν έχουν

προσδιορισθεί επακριβώς το εύρος των αλλαγών στη φορολογία εισοδήματος καθώς

και η έκταση των παρεμβάσεων στην αγορά για τη συγκράτηση των τιμών,

υπολογίζεται ότι τα μέτρα αυτά θα κοστίσουν στο Δημόσιο περίπου 300 δισ. δρχ.,

ποσό που θα χρηματοδοτηθεί από το πλεόνασμα των εσόδων του φετινού προϋπολογισμού.

Είσπραξη επιπλέον εσόδων

Άλλωστε, λόγω των απωλειών στα έσοδα ο νέος προϋπολογισμός θα προβλέπει

συντηρητικούς ρυθμούς αύξησης των άμεσων και έμμεσων φορών. Το επικρατέστερο

σενάριο προβλέπει ότι θα είναι γύρω στο 5%, ενώ ο στόχος που έχει τεθεί για το

1999 είναι 5,8%. Το οικονομικό επιτελείο αποδίδει μεγάλη βαρύτητα για την

είσπραξη επιπλέον φορολογικών εσόδων τον επόμενο χρόνο στην πάταξη της

φοροδιαφυγής και στη σύλληψη της φορολογητέας ύλης μέσω του προγράμματος TAXIS

καθώς και εντατικοποίηση των ελέγχων του ΣΔΟΕ και των Ελεγκτικών Κέντρων στον

χώρο των ελεύθερων επαγγελματιών και επιχειρήσεων για τον εντοπισμό κυρίως του

ΦΠΑ και το κλείσιμο των εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων που αποδείχτηκαν «φλέβα

χρυσού» για το υπουργείο Οικονομικών, αποφέροντας μέχρι στιγμής έσοδα πάνω από

200 δισ. δρχ. Παράλληλα, προσδοκώνται πρόσθετα έσοδα από τους φόρους

μεταβίβασης ακινήτων λόγω της αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών

πιθανότατα από την 1η Ιανουαρίου του 2000, καθώς και της περαίωσης

εκατομμυρίων ανελέγκτων υποθέσεων ακίνητων στις περιοχές εκτός σχεδίου πόλεως

μετά την εφαρμογή συστήματος αντικειμενικού προσδιορισμού των τιμών των

οικοπέδων και αγροτεμαχίων.