Αλλάζει ζωή. Ύστερα από 15 χρόνια στον κόσμο των ναρκωτικών κατάφερε, χάρι

στο πρόγραμμα υποκατάστασης με μεθαδόνη, να απεξαρτηθεί

Το 1996 ήταν 35 ετών με 18 χρόνια ήδη στον κόσμο της ηρωίνης. Έμοιαζε

κουρασμένος, απελπισμένος και ­ το χειρότερο ­ έτοιμος να τα παρατήσει όλα.

Μόνο ένα θαύμα θα τον έσωζε…

Τρία χρόνια μετά, το θαύμα έχει γίνει. Ο Βασίλης έχει ξανασταθεί στα πόδια

του, έχει ξεκινήσει τη δική του δουλειά και είναι πλέον «καθαρός». Το

πρόγραμμα υποκατάστασης με μεθαδόνη έκανε καλά τη δουλειά του και σήμερα ­ στα

38 του ­ επιτέλους χαμογελάει και κλείνει το μάτι του στο μέλλον.

Ήταν δύσκολη η απόφαση να λάβει μέρος στο πρόγραμμα. Καταρχήν υπήρχε η

δυσπιστία για το κατά πόσο μια μέθοδος που δοκιμάζει το κράτος μπορεί

πραγματικά να έχει τόσο γρήγορα και δραστικά αποτελέσματα. Αλλά και η αδυναμία

να πιστέψει ότι μπορεί να ζήσει χωρίς τα ναρκωτικά. Ότι μπορεί να ξυπνήσει μια

ημέρα και να μη θέλει ηρωίνη.

«Υπάρχει μια γραμμή στη ζωή των τοξικομανών που αν την περάσουν μπορούν να

σταματήσουν τα ναρκωτικά. Αυτή τη γραμμή εγώ ευτυχώς την πέρασα», λέει σήμερα

ο Βασίλης, που έπεσε στα ναρκωτικά στο σχολείο και έφτασε για την ηρωίνη μέχρι

την Ινδία και την Ταϊλάνδη. Ήταν η εποχή που ήταν απελπισμένος, που η σχέση

του με τους γονείς του είχε φτάσει σε οριακό σημείο, που δεν υπήρχε διέξοδος καμιά…

Το πρόγραμμα

Το πρόγραμμα υποκατάστασης με μεθαδόνη τον έβαλε σε μια σειρά. «Σταματάς να

έχεις σχέση με το κύκλωμα ­ αυτό είναι το πιο σημαντικό. Μπαίνεις σε μια άλλη

διαδικασία και όταν αρχίσεις να βλέπεις τα πρώτα αποτελέσματα, δεν θέλεις να

χαλάσεις ό,τι έφτιαξες μέχρι εκείνη τη στιγμή», τονίζει.

Άλλωστε, το πρόγραμμα είναι ιδιαίτερα αυστηρό. Αν στη διάρκεια της θεραπείας ο

χρήστης «κυλήσει» 3 φορές και πάλι στα ναρκωτικά, δεν συνεχίζει. «Το μάξιμουμ

του χρόνου που απαιτείται είναι δυόμισι χρόνια, ενώ στη συνέχεια απαιτείται

ένα χρονικό διάστημα παρακολούθησης, ώστε ο χρήστης να επανέλθει ομαλά στην

κοινωνία», λέει ο ψυχίατρος και υπεύθυνος της Β’ Μονάδας Αθηνών, που

συμμετέχει στο πρόγραμμα υποκατάστασης με μεθαδόνη κ. Αθανάσιος Δουζένης.

Σημείο μηδέν

Στη διάρκεια της θεραπείας ελαττώνεται σταδιακά η χορηγούμενη δόση, μέχρι να

φτάσει ο χρήστης στο σημείο… μηδέν. Ο στόχος των ελληνικών κέντρων που

συμμετέχουν στο πρόγραμμα είναι ιδιαίτερα φιλόδοξος: η πλήρης απεξάρτηση των

συμμετεχόντων. Αντιθέτως στο εξωτερικό, όπως λέει η ψυχίατρος και υπεύθυνη της

Α’ Μονάδας Αθηνών του προγράμματος υποκατάστασης με μεθαδόνη Δόμνα

Τσακλακίδου, ο στόχος είναι απλώς να συγκεντρώσουν τους χρήστες σε έναν

ελεγχόμενο χώρο και να τους παρέχουν υγειονομική περίθαλψη. «Μην ξεχνάμε ότι

οι συμμετέχοντες, κατά μέσο όρο, κάνουν χρήση σκληρών ναρκωτικών 15 χρόνια»,

λέει. «Από αυτή την άποψη τα αποτελέσματα είναι θεαματικά, αφού κάποιοι

βγαίνουν «καθαροί»».

Πίσω στον Βασίλη. Που σιγά σιγά φαίνεται να ξαναβρίσκει τον εαυτό του. Που

έχει αρχίσει να πιστεύει ότι «είμαι ο ίδιος άνθρωπος και μπορώ να ζήσω χωρίς

εξαρτήσεις». Έστω κι αν από τη στιγμή που ολοκλήρωσε το πρόγραμμα, πριν από

έναν χρόνο περίπου, άρχισε έναν δεύτερο αγώνα για να να τον αποδεχθούν και

πάλι κοινωνικά. «Δεν σκέφτομαι την παλιά μου ζωή. Οι σχέσεις μου με τους

δικούς μου έχουν αρχίσει να βελτιώνονται, αναπνέω πλέον καθαρό αέρα και δεν

έχω κανέναν λόγο να κοιτάξω πίσω».

Σε λίγους μήνες θα σταματήσει τις συναντήσεις με την επιστημονική ομάδα του

κέντρου. Δεν θα υπάρχει λόγος, άλλωστε. Σύντομα θα είναι ελεύθερος να πετάξει

­ όπως ακριβώς γίνεται με τα τραυματισμένα πουλιά. Η σελίδα θα έχει οριστικά γυρίσει…

Τέσσερις μονάδες συμμετέχουν στο πρόγραμμα υποκατάστασης με μεθαδόνη, οι δύο

στην Αθήνα (στις οδούς Ερεσσού και Καποδιστρίου) και οι άλλες δύο στη

Θεσσαλονίκη. Σύντομα αναμένεται να ξεκινήσει η λειτουργία μιας ακόμη μονάδας

στον Πειραιά. Στη «λίστα αναμονής» περιμένουν τη σειρά τους περίπου 2.800

χρήστες. Οι προτεραιότητες του προγράμματος είναι η απεξάρτηση, η μείωση της

βλάβης από την ενδοφλέβια χρήση και η κοινωνική επανένταξη.

Συνολικά 900 χρήστες έχουν περάσει από το πρόγραμμα υποκατάστασης με μεθαδόνη

που εφαρμόζεται στην Ελλάδα από το 1995. Σύμφωνα με τα στοιχεία, το 20% έχει

απεξαρτηθεί, ενώ το 80% έχει αποχωρήσει ­ οι περισσότεροι επειδή δεν άντεξαν

στον πειρασμό και ξανακύλησαν στα ναρκωτικά.