Η κρίση της ιατρικής περίθαλψης, ως αποτέλεσμα του υψηλού κόστους των

φροντίδων υγείας και της σχετικά χαμηλής αποτελεσματικότητας, κινητοποίησε ­

πλην της ανάγκης μεταρρυθμίσεων ­ προς την κατεύθυνση ανάδυσης «νέων

ιδεολογιών», για την ιατρική επιστήμη και το ιατρικό σώμα και στην ανάδειξη

νέων επιστημονικών πεδίων στην υγεία και την ιατρική φροντίδα.

Εκ παραλλήλου, τα φαινόμενα αυτά αποτέλεσαν την αφορμή για την προσπάθεια

ελέγχου του υγειονομικού τομέα, ο οποίος θεωρήθηκε αφενός ως οικονομική

δραστηριότητα μεγάλης εμβέλειας, με μεγάλες δυνατότητες νέων επενδύσεων και

θέσεων απασχόλησης και αφετέρου ως πεδίο εφαρμογής εκτεταμένων δημόσιων

πολιτικών δημοσιονομικής πειθαρχίας, διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου

και κυρίως ενίσχυσης των μηχανισμών συναίνεσης, νομιμοποίησης και απόκρυψης

του κοινωνικού χαρακτήρα της υγείας και της αρρώστιας.

Η επίτευξη αυτών των επιδιώξεων βασίσθηκε στην υποστήριξη και ευρεία διάχυση

δύο μεγάλων «ιδεολογικών ρευμάτων».

Με το πρώτο επιχειρήθηκε ­ μέσω του μηχανισμού «ενοχοποίησης του θύματος» ­ η

μεταφορά της ευθύνης στους πολίτες, με το επιχείρημα ότι χρησιμοποιούν την

«ελεύθερη βούλησή τους» με την υιοθέτηση βλαπτικών συνηθειών και τρόπου ζωής

μη συμβατού με την καλή υγεία.

Με το δεύτερο, επιχειρήθηκε επίσης, η ενοχοποίηση του ιατρικού σώματος ­ μέσω

του μηχανισμού της «ιατρογένεσης» ­ με τη μεταφορά της ευθύνης στους γιατρούς,

οι οποίοι με τις αποφάσεις τους προκαλούν αυξημένη νοσηρότητα και με την

πρακτική τους αυξάνουν το κόστος για την υγεία με δαπανηρές τεχνικές και μη

αποδοτική χρήση των πόρων.

Στη διατύπωση αυτή, εδράζεται η επίθεση κατά του ιατρικού σώματος από τα μέσα

της δεκαετίας του ’70, αλλά και αργότερα, η οποία αποτέλεσε τον «πολιορκητικό

κριό» για την κατεδάφιση των εθνικών συστημάτων υγείας, από τη νεοφιλελεύθερη «επανάσταση».

Η κυριαρχία του ιατρικού σώματος, υπήρξε το εμπόδιο ανασυγκρότησης του

υγειονομικού τομέα σε πολλές χώρες, υπό την κηδεμονία του μονοπωλιακού

κεφαλαίου, της ιδιωτικής ασφάλισης και της υψηλής βιοϊατρικής τεχνολογίας.

Αξίζει όμως να σημειωθεί, ότι η άσκηση ελέγχου του υγειονομικού τομέα, από το

ιατρικό σώμα και η αντίσταση σε μεταρρυθμίσεις μετάβασης, από φθίνουσες σε

αύξουσες αποδόσεις, αποτέλεσε ταυτοχρόνως το έρεισμα για το «ευάλωτο» του

ιατρικού σώματος, στην απόπειρα υπονόμευσης του κύρους του.

Οι λόγοι της έκθεσης

Ο Vicente Navarro στην περίφημη μονογραφία του «Η Ιατρική στον Καπιταλισμό»,

διατυπώνει τη θέση, ότι οι επιθέσεις εναντίον του ιατρικού σώματος προηγούνται

της προσπάθειας άλωσης του υγειονομικού τομέα από τη διεθνή οικονομική τάξη

και επίσης της συρρίκνωσης των κοινωνικών δαπανών.

Οι ευρύτερες επιπτώσεις της «αντιιατρικής» επίθεσης, συνίστανται στην

αμφισβήτηση της επιστημονικής ιατρικής από τη «νέα ιδεολογία» της υγείας και

διάνοιξη της δυνατότητας για ανάπτυξη της λαϊκής παραδοσιακής ιατρικής και

εναλλακτικών ιατρικών σχολών επιστημονικοφανούς χαρακτήρα σε μερικές δυτικές

βιομηχανικές χώρες.

Η ενσωμάτωση νέων δεδομένων

Η μετωπική επίθεση εναντίον της ιατρικής και του ιατρικού σώματος «από τα

έξω», υπήρξε μεν άκαρπη, αλλά έδωσε τη δυνατότητα ορθολογικοποίησης της

κλινικής πρακτικής και επανακαθορισμού του επιστημολογικού πεδίου της ιατρικής

επιστήμης, με ενσωμάτωση «νέων δεδομένων» και τροποποίησης «από τα μέσα».

Στα πλαίσια αυτά η συμβολή του Thomas McKewan για τον κοινωνικοοικολογικό

χαρακτήρα της υγείας και την ανάγκη παρέμβασης στο περιβάλλον και τον τρόπο

ζωής, στο βιβλίο του «Ο ρόλος της Ιατρικής:

Όνειρο, Θαύμα ή Νέμεσις;» διεύρυνε τους ορίζοντες των ιατρικών πρακτικών και

έδωσε νέα ώθηση στην Ιατρική με την προαγωγή της δημόσιας υγείας και της

κοινωνικής ιατρικής. Στην πραγματικότητα, ο McKewan συνέβαλε στην τροποποίηση

της κατεύθυνσης της ιατρικής επιστήμης.

Από την άλλη πλευρά, η συμβολή του Archibald Cochrane με τη μονογραφία του

«Αποδοτικότητα και

Αποτελεσματικότητα στη Φροντίδα Υγείας», απήλλαξε την Ιατρική από τον

«επιστημονικό δογματισμό» και μέσω της έρευνας και της αξιολόγησης των

υπηρεσιών υγείας και της «τεκμηριωμένης ιατρικής φροντίδας» αποκατέστησε τη

μεθοδολογία και επιστημονική αξιοπιστία της, με μια νέα ισορροπία ανάμεσα στη

φροντίδα υγείας και τη θεραπεία της αρρώστιας.

Οι εξελίξεις αυτές στην ιατρική επιστήμη και το ιατρικό σώμα και κυρίως οι

μεθοδολογικές αλλαγές παραπέμπουν στη ρήση του Marcel Proust ότι «από το

πλήθος των σφαλμάτων θα αναδυθούν πολλές αλήθειες».

Εξάλλου, αυτός είναι και ο πυρήνας της επιστημονικής προόδου, υπό την έννοια

ότι κάθε επιστημολογικό παράδειγμα έχει περιορισμένο προσδόκιμο επιβίωσης.

Η επμισήμανση αυτή δεν αποσκοπεί στην αναίρεση ενδεχόμενων ευθυνών του

ιατρικού σώματος στην άσκηση της κλινικής ιατρικής ή στην επίδραση πολιτικών

και διοικητικών αποφάσεων, σχετικών με την πορεία του υγειονομικού τομέα.

Αντιθέτως, επιχειρεί να συμβάλει στην ακύρωση των άδικων και αντιεπιστημονικών

επιθέσεων κατά του ιατρικού σώματος και της επιστημονικής ιατρικής, οι οποίες

συνηθέστατα αποτελούν προπέτασμα για τον περιορισμό της δημόσιας εμπλοκής στον

υγειονομικό τομέα και την εισαγωγή μέτρων συρρίκνωσης των κοινωνικών εξόδων

αναπαραγωγής του ανθρώπινου κεφαλαίου.

Ο Γιάννης Κυριόπουλος είναι καθηγητής Οικονομικών της Υγείας και κοσμήτωρ

της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας.