Γεννήθηκε μέσα στα πλούτη, μεγάλωσε μέσα στα χάδια. Εκεί, λίγο μετά την

εφηβεία του, ήρθε αντιμέτωπος και με την άλλη όψη του νομίσματος της ζωής. Η

γερμανική κατοχή δεν σήμανε μόνο την οικονομική καταστροφή της οικογένειας

Μπενρουμπή. Δεκαεφτά συγγενείς οδηγήθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και

είχαν την τύχη εκατομμυρίων Εβραίων που δεν βρήκαν ποτέ το δρόμο της

επιστροφής. Ο Σαμ Μπενρουμπή πήρε από το μηδέν την επιχείρηση του πατέρα του ­

εγκαταλείποντας μια λαμπρή σταδιοδρομία ως χημικός στη Γαλλία ­ και βήμα –

βήμα την ανέβασε στα ύψη κάνοντάς την παγκοσμίως γνωστή. Σήμερα, ύστερα από 40

χρόνια επιχειρηματικής δράσης, μία συμβουλή έχει να δώσει στους νέους

επιχειρηματίες: «Πολλή δουλειά, υπομονή και κυρίως ενδιαφέρον για τους

συνεργάτες τους».


Στο υπέροχο σπίτι της οδού Τσιμισκή, στην καρδιά της προπολεμικής

Θεσσαλονίκης, ο Σαμ Μπενρουμπή πέρασε ανέμελα παιδικά χρόνια. «Ευτυχισμένα,

για να κυριολεκτώ».

Πέρα από την περίσσια αγάπη και φροντίδα για τα δύο της παιδιά, η οικογένεια

ήταν σε θέση να τους προσφέρει τέτοιες υλικές ανέσεις, που ελάχιστοι

συνομήλικοι θα μπορούσαν ακόμη και να ονειρευτούν. Βλέπετε, ο πατέρας

Μπενρουμπή, ιδιοκτήτης της ομώνυμης εταιρείας που ιδρύθηκε το 1880, ήταν την

εποχή εκείνη ο μεγαλύτερος εισαγωγέας επιτραπέζιων ειδών και ειδών νοικοκυριού

στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια. Και, φυσικά, εξέχον μέλος της ακμάζουσας, τότε,

εβραϊκής κοινότητας στη χώρα μας.

Τελειώνονταςτο Δημοτικό, ο Σαμ έρχεται στην Αθήνα, όπου ο πατέρας του ανοίγει

ένα υποκατάστημα στον Πειραιά, έχοντας αποφασίσει να επεκτείνει τη δουλειά του

και στη Νότια Ελλάδα. «Εκείνη την εποχή, η Θεσσαλονίκη ήταν το Μιλάνο της

Ελλάδας. Η Αθήνα είχε να επιδείξει ασφαλώς τον Παρθενώνα, αλλά όχι και

σημαντικές επιχειρηματικές δραστηριότητες». Τη Σχολή Μπαλαγιάννη διαδέχεται η

σχολή Μπερζάν (μετέπειτα Μωραΐτη) και το σπίτι της Τσιμισκή ένα όμορφο κτίσμα

στη Λεωφόρο Αμαλίας. «Επίσης νοικιασμένο. Το λάθος του πατέρα μου ήταν ότι

πίστευε μόνο στη δουλειά του. Επομένως, οποιαδήποτε άλλη τοποθέτηση χρημάτων ­

σε ακίνητα, έργα τέχνης κ.λπ. ­ τη θεωρούσε λανθασμένη. Κι αυτό το πληρώσαμε

πολύ ακριβά αργότερα».

Το… «αργότερα» ήρθε μόλις τρία-τέσσερα χρόνια μετά. Η γερμανική Κατοχή δεν

σημαίνει μόνον την ολοκληρωτική οικονομική καταστροφή των Μπενρουμπή. Δεκαεπτά

στενοί συγγενείς ­ παππούδες, γιαγιάδες, ξαδέλφια, θείοι ­ οδηγούνται στα

στρατόπεδα συγκέντρωσης, χωρίς επιστροφή. Η Γκεστάπο, επί δύο ολόκληρα χρόνια,

αναζητεί την οικογένεια του Σαμ. Εκείνη κρύβεται, στην αρχή σε διάφορα σπίτια

στην Αθήνα και μετά στην Πάτρα. Οι ημέρες για τον 15χρονο, πλέον έφηβο, κυλούν

εφιαλτικά. «Στην Πάτρα, μας έσωσε ένας χρυσός άνθρωπος, ο γιατρός

Αναγνωστόπουλος. Είχε βάλει τους γονείς μου ως ασθενείς στην κλινική του και

φιλοξενούσε εμάς τα παιδιά στο σπίτι του, δήθεν σαν ανιψάκια του από τη

Μακεδονία. Οι Γερμανοί με τη φωτογραφία του πατέρα μου έφθασαν για έλεγχο στην

κλινική. Στο μισό μέτρο από την πόρτα του δωματίου του πατέρα μου, ο

Αναγνωστόπουλος είχε την έμπνευση να τους πει ότι θ’ ανοίξουν την πόρτα μόνον

με δική τους ευθύνη, γιατί μέσα νοσηλεύεται ένας ασθενής με φοβερά μεταδοτική αρρώστια»…

ΟΙ ΣΠΟΥΔΕΣ

Μετά την οικονομική του καταστροφή, το μόνο μέλημα του πατέρα Μπενρουμπή είναι

να στείλει τον γιο του για σπουδές στο εξωτερικό. Ο Σαμ κάνει βασικές και

μεταπτυχιακές σπουδές ως χημικός (ειδικευμένος στο γυαλί και την πορσελάνη)

στην Αγγλία και τη Γαλλία και συνεργαζόμενος στην έρευνα μ’ έναν καθηγητή του,

κάτοχο Νόμπελ, οδηγείται σε μια σπουδαία για την εποχή εφεύρεση: αντικαθιστά

τις γυάλινες αμπούλες των φαρμάκων από ένα ουδέτερο υλικό, ώστε το γυαλί να μη

φθείρεται (κι επομένως το φάρμακο να μην καταστρέφεται από την πρόσμειξή του

με το νερό). Επανάσταση για τις φαρμακοβιομηχανίες που έχαναν κάθε χρόνο

εκατομμύρια φράγκα από τις χαλασμένες αμπούλες. Ο νεαρός έχει πλέον μια

αξιοζήλευτη θέση στην επιστημονική κοινότητα της Γαλλίας, και λόγω της φυσικής

του ικανότητας στην επικοινωνία και την ανθρώπινη επαφή, και στην υψηλή

κοινωνία της χώρας. Επιπλέον διαθέτει έναν εξαιρετικό μισθό, διαμέρισμα και

αυτοκίνητο. Στην Ελλάδα, κάνει το στρατιωτικό του για τρία χρόνια. Μιλάει την

αγγλική και τη γαλλική όπως τη μητρική του γλώσσα κι επιλέγεται από το ΓΕΕΘΑ

ως μεταφραστής και διερμηνέας. Μ’ αυτήν του την ιδιότητα παίρνει μέρος σε

συσκέψεις με τον Αϊζενχάουερ, τον Μοντγκόμερι κ.ά. Ακόμη, συντάσσει τα

γράμματα τού τότε υπουργού Εθνικής Άμυνας Παναγιώτη Κανελλόπουλου… «και οι

εκ μέρους του διορθώσεις ήταν ελάχιστες»… προς τον Στάλιν, τον Αϊζενχάουερ

και άλλες πολιτικές προσωπικότητες της εποχής. «Όχι, δεν έχω κρατήσει

αντίγραφα των επιστολών. Δεν είναι το μόνο λάθος που έχω κάνει στη ζωή

μου…», λέει σήμερα χαριτολογώντας.

Παρ’ όλα αυτά επιστρέφει στη Γαλλία, αποφασισμένος να μείνει για πάντα εκεί

και να συνεχίσει την καριέρα του. Ένα γράμμα από τον πατέρα του διακόπτει τα

σχέδιά του. «Έλα, του έγραφε, για 15 ημέρες, να με βοηθήσεις να ξεπουλήσω την

πραμάτεια μου».

Ποια πραμάτεια; Το πάλαι ποτέ ισχυρό εργοστάσιο της Θεσσαλονίκης των 5.000

τετραγωνικών, το φτιαγμένο από… Γερμανούς αρχιτέκτονες, είχε δώσει τη θέση

του σε μια υπόγεια αποθήκη 100 τετραγωνικών στην Αθήνα με δεύτερης ποιότητας γυαλικά.

ΔΥΟ ΒΑΛΙΤΣΕΣ

Γύρισε για 15 ημέρες, που έγιναν 40 χρόνια. Από την επομένη το πρωί μπήκε στο

λεωφορείο με δύο βαλίτσες γυαλικά και τριγύριζε από χωριό σε χωριό για να τα

πουλήσει, έχοντας πάντα την απορία ποιος καλός άνθρωπος θα βρεθεί ν’ αγοράσει

αυτά τα πράγματα. Κι εκεί ήταν που τον περίμενε η έκπληξη. Όπου κι αν πήγε, η

επωδός ήταν μία. «Βλέπεις αυτό το μαγαζάκι; μου λέγανε οι έμποροι. Ο πατέρας

σου μας το έφτιαξε. Αυτός μας έκανε την πρώτη πίστωση, αυτός μας έμαθε πώς να

δουλεύουμε, αυτός μας στήριξε στις δυσκολίες μας. Του έχουμε τεράστια

υποχρέωση και θα ήταν λάθος να γυρίσεις στη Γαλλία, γιατί μπορεί να έχετε

καταστραφεί, αλλά η περιουσία σας είναι το όνομά σας. Κι αυτό το όνομα όλη η

Ελλάδα θα το βοηθήσει».

«Ήταν συγκινητικό», αναλογίζεται σήμερα, ο Σαμ Μπενρουμπή. «Λειτουργούσαν εις

βάρος των ίδιων τους των συμφερόντων. Έπρεπε με κάποιον τρόπο να τους το

ανταποδώσω». Χώρια, που το επιχειρηματικό δαιμόνιο, είχε ήδη μπει στο κορμί

του. Φεύγει για τη Γαλλία προσπαθώντας να βρει κάποιο προϊόν να εισαγάγει.

Τυχαία πέφτει πάνω σε μια πόρτα με την επιγραφή «Λε Πυρέξ Φρανσέ». Χωρίς

δραχμή στην τσέπη, αλλά με την καλή γνώση της γλώσσας και το χάρισμα της

επικοινωνίας καταφέρνει να τους πείσει να αναλάβει την αντιπροσωπεία στην

Ελλάδα, δοκιμαστικά για 3-4 μήνες. Την κρατά ήδη 40 χρόνια. «Έφερα τα πυρέξ

στην Ελλάδα το 1960. Εκείνη την εποχή, το να πείσεις μια νοικοκυρά να βάλει

ένα γυάλινο σκεύος στον φούρνο της ή στην εστία της κουζίνας της ήταν κάτι

αδιανόητο. Μόνον το αλουμίνιο δούλευε τότε».

Η νέα επιχείρηση εξελίσσεται με προσωπικό μόχθο. «Από τη συσκευασία, το

τιμολόγιο, την επιστολή, την επίσκεψη στους πελάτες, όλα περνούσαν από τα

χέρια μου»… Τέσσερα χρόνια αργότερα συνεταιρίζεται με τον γαμπρό του Φρέντι

Αμπραβανές, που παραμένει μέχρι σήμερα ένας πολύτιμος συνεργάτης του. Ο ίδιος

άνθρωπος που τον βοήθησε να πάρει την αντιπροσωπεία των πυρέξ, έβαλε το χέρι

του και για τη «Μουλινέξ». Δέκα χρόνια αργότερα ο Σαμ Μπενρουμπή κάνει άλλο

ένα γαλλικό προϊόν, δημοφιλές στην Ελλάδα: τις χύτρες ταχύτητας SEB.

«Χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια, γιατί οι νοικοκυρές πίστευαν ότι βάζουν μια

ατομική βόμβα στην κουζίνα τους. Όλες είχαν να διηγηθούν κάποια ιστορία για

μια χύτρα που έσκασε και χτύπησε στο ταβάνι. Εγώ όμως πίστευα πολύ σ’ αυτό το

προϊόν και αυτή είναι και η φιλοσοφία μου. Δεν επιλέγω ένα προϊόν με μόνο

κίνητρο το κέρδος. Πρέπει να πιστεύω ότι είναι χρήσιμο και πως θα έχει

διάρκεια. Τα υπόλοιπα δεν μ’ ενδιαφέρουν. Σήμερα, είμαστε παγκόσμιοι

ρέκορντμαν σε πωλήσεις χυτρών. Δύο εκατομμύρια κομμάτια σε είκοσι χρόνια».

ΠΑΡΑΣΗΜΟ

Επέμεινε στα γαλλικά προϊόντα. Ακριβώς επειδή είχε χάσει 17 συγγενείς στα

στρατόπεδα συγκέντρωσης έδειχνε προτίμηση στα γαλλικά, αγγλικά και αμερικάνικα

προϊόντα. «Αυτό ήταν μια επαγγελματική τρέλα, γιατί τότε το 99% των προϊόντων

νοικοκυριού που επωλείτο στην Ελλάδα ήταν γερμανικής ή τσεχικής προέλευσης».

Δεν του βγήκε σε κακό. Κατάφερε να κάνει τόσο γνωστά τα γαλλικά προϊόντα στην

Ελλάδα, που παρασημοφορήθηκε γι’ αυτό του το έργο από τον τότε πρόεδρο της

Γαλλίας Μιτεράν. Και, φυσικά, κατάφερε να κάνει την εταιρεία «Μπενρουμπή» τη

μεγαλύτερη του είδους της στην Ελλάδα, από τις μεγαλύτερες στην Ευρώπη και

γνωστή παγκοσμίως: στη Βόρειο και Νότιο Αμερική και την Ασία. Και όλα αυτά εκ

του μηδενός…


Αρμενίζοντας στα πέλαγα με το ιστιοφόρο του

ΔΕΝ ΞΕΧΑΣΕ ποτέ στη ζωή του τη συμβουλή που του έδινε ο παππούς του, όταν

μικρός τού εκμυστηρευόταν τα σχέδια και τα όνειρά του: «Πρέπει να κάνεις

δουλειές που να είναι πολύ καλές για τον συνεργάτη σου. Αν συμβαίνει να είναι

καλές και για σένα… αυτό φθάνει».

Ήταν η πυξίδα της επαγγελματικής του καριέρας και η συμβουλή που και ο ίδιος

θα έδινε σήμερα σε έναν νέο επιχειρηματία: «Πρωτίστως μια τίμια αντιμετώπιση

του συνεργάτη σου, γιατί, δυστυχώς, σ’ όλο τον κόσμο η επαγγελματική σχέση

στηρίζεται στο ποιος θα κερδίσει περισσότερα. Δεύτερον, υπομονή. Μια δουλειά

δεν γίνεται ούτε σε 24 ώρες ούτε σε 24 μήνες. Τρίτον, προσπάθεια για να

κερδίσεις την απόλυτη εμπιστοσύνη του πελάτη σου. Να μην αδιαφορείς για την

τύχη του. Εγώ έχω φθάσει σ’ ένα σημείο να σβήνω προϊόντα από παραγγελίες που

μου κάνουν, αν πιστεύω ότι αυτά δεν ταιριάζουν στο κατάστημα και την πελατεία

του. Αν υπάρχουν όλα αυτά που απαιτούν πολλή δουλειά και κόπο… το αποτέλεσμα

θα έρθει».

ΟΙ «ΜΙΚΡΟΙ»

Δηλώνει «επαγγελματικά πανευτυχής», γιατί έχει δώσει δείγματα γραφής και «δεν

έχει ανάγκη να αποδείξει τίποτε άλλο. Το πρόβλημά του σήμερα δεν αφορά τον

ίδιο, αλλά το κοινωνικό σύνολο. «Ξεκίνησα με 4 χιλιάδες πελάτες και σήμερα έχω

χίλιους. Οι “μικροί” βρίσκονται σε απόγνωση. Δεν ξέρουν πώς ν’ αντιμετωπίσουν

τους κολοσσούς. Πιστεύω πως έχω τον τρόπο να τους βοηθήσω. Όχι πως τα σούπερ

μάρκετ δεν θ’ ανδρωθούν και άλλο. Βλέπω όμως σήμερα πως υπάρχει μια αντίστροφη

μέτρηση υπέρ των μικρών εξειδικευμένων καταστημάτων που στηρίζονται στην επαφή

με το κοινό και στην προσφορά καλύτερου σέρβις στα προϊόντα που διαθέτουν. Το

να πας σ’ ένα υπερμάρκετ και ν’ αγοράσεις ζάχαρη είναι εύκολο. Το να βρεθείς

όμως μπροστά σε τρία σίδερα σιδερώματος που έχει στα ράφια του και να μην

έχεις κανέναν να σε κατευθύνει για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του καθενός,

είναι… μειονέκτημα. Η Πολιτεία ­ προσθέτει ­ πρέπει να γίνει αρωγός στην

προσπάθεια να σωθούν οι μικρές επιχειρήσεις. Στη Γαλλία, για παράδειγμα,

υπάρχουν νόμοι που απαγορεύουν σ’ ένα σούπερ μάρκετ να “σκοτώσει” τους

“μικρούς” μιας πόλης. Παίρνει άδεια για τόσα τετραγωνικά, ώστε να μη

δημιουργήσει πρόβλημα ανεργίας στους άλλους. Πιστεύω ότι και αυτό πρέπει να

συμβεί κάποτε στην Ελλάδα. Μόνον που εδώ γίνονται όλα αργότερα απ’ ό,τι

πρέπει». Βρίσκεται ­ λέει ­ σε ανοικτό διάλογο με όλους τους πολιτικούς στην

Ελλάδα και τους λέει την άποψή του. «Άλλωστε δεν έχω ζητήσει ποτέ τίποτα και

από κανέναν».

Θλίβεται, γιατί «ενώ ζούμε στην ομορφότερη χώρα του κόσμου» (κι έχει ταξιδέψει

παντού) δεν έχουμε συνειδητοποιήσει το φοβερό αυτό περιουσιακό μας στοιχείο.

«Ίσως λόγω κακοδαιμονίας, ίσως λόγω του πολιτικού κόστους των ανθρώπων που

διαχειρίζονται την πολιτική… Τι να πω…».

ΑΙΣΙΟΔΟΞΟΣ

Και όμως παραμένει αθεράπευτα αισιόδοξος. «Αυτός ο τόπος μπορεί να βγει από το

τέλμα, φθάνει να αντιμετωπιστεί τεχνοκρατικά. Οι Έλληνες μεγαλουργούν όταν

τους βάλεις σωστά καλούπια. Ο Έλληνας είναι ο καλύτερος εργάτης στη Γερμανία,

το ελληνικό λόμπι στην Αμερική έχει δύναμη, στην Αυστραλία επίσης. Το

εξωτερικό είναι διάσπαρτο από λαμπρούς Έλληνες επιστήμονες που έρχονται εδώ

πατριωτικά και με τα εμπόδια που τους βάζουμε τούς διώχνουμε.

Φαίνεται πως έχουμε συνηθίσει στους μπαλκονάτους πολιτικούς ή δεν έχουμε βρει

ακόμη «the right man for the right job» (σ.σ.: τον κατάλληλο άνθρωπο στην

κατάλληλη θέση).

ΕΚΑΝΕ πολλά όνειρα στη ζωή του. Άλλοτε, γυρνώντας ως πραματευτής με μια

βαλίτσα στο χέρι. Άλλοτε, ταξιδεύοντας στις τέσσερις γωνιές του πλανήτη μας.

Άλλοτε, αρμενίζοντας στις θάλασσες ­ που παραμένουν η μεγάλη του αγάπη ­ με το

ιστιοφόρο του.

Όμως, το όνειρο της ζωής του ήταν ένα: η δημιουργία ενός μουσείου, αντάξιου

της ιστορίας και της παράδοσης της ελληνικής εβραϊκής κοινότητας. Και το

όνειρό του αυτό, από τις αρχές του περασμένου Μαρτίου, στεγάζεται σ’ ένα

ωραιότατο νεοκλασικό κτίριο της οδού Νίκης 39, που φιλοξενεί 7.000 αντικείμενα

– ντοκουμέντα από τη θρησκευτική ζωή αλλά και τις συνήθειες και την ιστορική

πορεία 2.300 χρόνων των Ελλήνων Εβραίων.

«Το εβραϊκό μουσείο ιδρύθηκε το 1977 και πρωτεργάτης του ήταν ένας εξαίρετος

άνθρωπος, ο Ν. Σταυρουλάκος και βαθύς γνώστης του εβραϊσμού. Πρώτος που

εξετίμησε την προσπάθεια ήταν ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κ. Τσάτσος, ενώ

η πρώτη μεγάλη αντίδραση σ’ αυτό το σχέδιο ήρθε από τους ίδιους τους Εβραίους

που έκριναν ότι επρόκειτο για ένα παιχνίδι ενός ρομαντικού πλούσιου ανθρώπου.

Στην αρχή δεν είχα καμιά συμπαράσταση, αφού θεωρούσαν ότι υπήρχαν άλλα

επείγοντα θέματα. Χάρις σ’ έναν αδελφικό μου φίλο, τον εφοπλιστή Φώτη

Λυκιαρδόπουλο που ζει στο Λονδίνο, από τους μεγαλύτερους εφοπλιστές της

Ελλάδας αλλά και άνθρωπο λόου προφάιλ, το μουσείο άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά.

ΣΤΟ ΙΝΤΕΡΝΕΤ

Ο Φ. Λυκιαρδόπουλος παραχώρησε στην αρχή ένα διαμέρισμα, στο εν δέκατον της

τιμής που νοίκιαζε άλλα στο κτίριο της Λεωφόρου Αμαλίας, όπου στεγάστηκε το

μουσείο. «Επειδή όμως δεν είναι δυνατόν και να σκεφτεί κανείς ότι ένα μουσείο

μπορεί να μετακομίσει, έπρεπε οπωσδήποτε να βρεθεί μόνιμη στέγη. Είμαι πολύ

φιλόδοξος ως χαρακτήρας και δεν ήθελα απλώς το νέο μουσείο να γίνει λίγο

καλύτερο από το προηγούμενο. Αγοράσαμε λοιπόν το διατηρητέο κτίριο της Νίκης,

κρατήσαμε ως είχαμε υποχρέωση ανέπαφη την πρόσοψη και ανακαινίσαμε εξ

ολοκλήρου το εσωτερικό του. Πιστεύω ότι είναι ένα από τα ωραιότερα μικρά

μουσεία ­ 600 τ.μ. όλο κι όλο ­ μουσειολόγοι το είδαν και το εξετίμησαν. Είπαν

ότι συγκαταλέγεται ανάμεσα στα 15-20 καλύτερα μουσεία της Ελλάδας».

Το μικρό λοιπόν αυτό μουσείο αδελφοποιήθηκε με το Μουσείο του Ολοκαυτώματος

της Ουάσιγκτον ­ ένα «μαστ» της Αμερικής, 20.000 τ.μ., που για να εξασφαλίσεις

είσοδο πρέπει να την έχεις κλείσει δύο μήνες πριν. «Οι άνθρωποι ήρθαν και μας

επισκέφθηκαν, έμειναν ενθουσιασμένοι, έκαναν την αδελφοποίηση και έβαλαν το

μουσείο μας στη δική τους σελίδα στο Ίντερνετ, προτείνοντάς το ανεπιφύλακτα

στους ταξιδιώτες της Ευρώπης».

Ο κ. Μπενρουμπή έχει κάθε λόγο να είναι ευτυχισμένος. Εκατοντάδες επισκέπτες,

τους τρεις μήνες λειτουργίας του, πέρασαν ήδη την πόρτα του μουσείου και

ανάμεσά τους πολλοί νέοι και μαθητές. «Έχουμε, άλλωστε, ειδικά προγράμματα για

σχολικές τάξεις, ξενάγησής τους στα εκθέματα του μουσείου. Πιστεύω ότι το

μουσείο θα συντελέσει στην εξάλειψη του αντισημιτισμού, που κατά τη γνώμη μου

είναι απόρροια άγνοιας…».