Ο Μουσταφά Κεμάλ πασάς όταν του απονεμήθηκε ο τίτλος του Γαζή και του

στρατάρχη (19 Σεπτεμβρίου 1921)

Για να αντιληφθεί κανείς πώς γεννήθηκε το νέο εθνικό κράτος της Τουρκίας από

τα συντρίμμια τής πάλαι ποτέ κραταιάς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και της

Μεγάλης Ιδέας των Ελλήνων, πρέπει να γυρίσει κάποιους αιώνες πίσω, τότε που

άρχισαν να καρποφορούν οι ιδέες των πρώτων μεταρρυθμιστών. Από τον 17ο αιώνα

κιόλας, κάποιες ελίτ είχαν επισημάνει ότι η αυτοκρατορία θα βρισκόταν σε

κίνδυνο αν δεν προχωρούσε σε κάποιες μεταρρυθμίσεις. Σημειωτέον ότι οι απόψεις

αυτές δεν συνοδεύονταν από θαυμασμό προς τη Δύση. Η ξενομανία ήταν άγνωστη για

τους ηγετικούς οθωμανικούς κύκλους και μισητή στον απλό λαό. Είναι

χαρακτηριστικό το γεγονός ότι οι Οθωμανοί αυτοκράτορες θεωρούσαν τους εαυτούς

τους ανώτερους από τους άλλους ηγέτες του κόσμου. Δεν πίστευαν ότι ήταν

απαραίτητο να διατηρούν μόνιμες αντιπροσωπείες σε ξένες χώρες ­ έστελναν απλώς

εκπροσώπους, όταν ήθελαν κάτι συγκεκριμένο από τους δυτικούς.

Διαπίστωναν, πάντως, οι πρώτοι μεταρρυθμιστές ότι η αυτοκρατορία τους έπρεπε

να οργανωθεί καλύτερα, για να επιζήσει περισσότερο. Το ενδιαφέρον τους

στράφηκε κυρίως στον στρατό, γιατί ο δυτικός στρατός ήταν φανερά πιο

αποτελεσματικός από τον οθωμανικό. Αποτέλεσμα αυτής της ιδεολογικής ζύμωσης

ήταν η προσπάθεια του Σελίμ του Γ’ (1789-1807) να δημιουργήσει σύγχρονο

στρατό, αλλά και στρατιωτικές σχολές δυτικού τύπου. Η προσπάθεια, όμως, αυτή

δεν είχε λαϊκή αποδοχή και έλαβε τέλος με την πτώση του Σελίμ.

Το επόμενο βήμα έγινε από τον Μαχμούτ τον Β’ (1808-1839), ο οποίος προσπάθησε

να εκσυγχρονίσει τη δημόσια διοίκηση. Ο Μαχμούτ προχώρησε σε πολύ τολμηρές

κινήσεις: ίδρυσε τα πρώτα μη θρησκευτικά σχολεία, εισήγαγε τη δυτική ενδυμασία κ.λπ.

Η ίδρυση του κράτους της Ελλάδας στις αρχές του 19ου αιώνα ήταν ένα σημαντικό

πλήγμα για την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο εθνικισμός των βαλκανικών λαών την

απειλούσε πλέον φανερά. Το ευρωπαϊκό της κομμάτι ήταν σε άμεσο κίνδυνο και το

μέλλον του ήταν εν πολλοίς στα χέρια των δυτικών Μεγάλων Δυνάμεων. Έτσι,

μοιραία, το 1836, η Υψηλή Πύλη αποφασίζει να ανοίξει μόνιμους διαύλους

επικοινωνίας με τους δυτικούς και να εκσυγχρονιστεί. Ίδρυσε λοιπόν υπουργείο

Εξωτερικών για πρώτη φορά.

ΟΙ ΝΕΟΘΩΜΑΝΟΙ

Όμως, τα πράγματα έχουν πάντα δύο όψεις και γρήγορα έγινε αντιληπτό ότι το

πλησίασμα προς τη Δύση, σ’ εκείνη την ιστορική συγκυρία, αποτέλεσμα είχε την

εξάρτηση των εξασθενημένων Οθωμανών από αυτήν, την πολιτισμική, αλλά και

πολιτική υποβάθμισή τους. Έτσι προέκυψε το κίνημα των λεγόμενων Νεοθωμανών. Ο

πνευματικός αρχηγός τους ήταν ένας άλλος Κεμάλ, ο Ναμίκ Κεμάλ, γνωστός λόγιος

και ποιητής. Οι Νεοθωμανοί δεν εμπιστεύονταν τους δυτικούς ιμπεριαλιστές και

πρότειναν μια μέση λύση: Διατήρηση της εθνικής υπερηφάνειας και της ισλαμικής

παράδοσης, συνδυασμένη με εκσυγχρονισμό του κράτους. Η πιο σημαντική

παράμετρος της νεοθωμανικής ιδεολογίας ήταν η ισότητα όλων των Οθωμανών

πολιτών, δηλαδή όλων των συνοίκων εθνοτήτων. Αυτό εξηγεί και την ευνοϊκή

υποδοχή που είχε η επανάσταση του 1908 από τις υπόδουλες εθνότητες της

Αυτοκρατορίας. Πίστεψαν, δηλαδή, ότι οι επαναστατικές οργανώσεις, με τα

προγράμματα που έμοιαζαν πολύ με των Γάλλων επαναστατών, θα τους εξασφάλιζαν

ελευθερία, ισονομία και ισοπολιτεία μέσα στα όρια της Αυτοκρατορίας (βλ. τις

απόψεις του Ίωνα Δραγούμη και του Αθ. Σουλιώτη που πίστεψαν στην αρχή της

ισότητας των εθνοτήτων και την ομαλή συμβίωση Ελλήνων και Τούρκων).

Οι επαναστάτες του 1908, πνευματικοί κληρονόμοι του Ναμίκ Κεμάλ και οπαδοί του

κοινοβουλευτισμού, χωρίζονταν σε δύο τάσεις: Η πρώτη προτιμούσε ένα κεντρικό

κράτος για καλύτερο έλεγχο και η δεύτερη ήταν υπέρ του παραδοσιακότερου

ομοσπονδιακού συστήματος. Το παιχνίδι κέρδισε η πρώτη ομάδα, που ήταν και η

πλέον ριζοσπαστική και αντιδυτική. Πολύ γρήγορα οι Νεοθωμανοί μεταμορφώθηκαν

σε Νεότουρκους και οι εθνότητες της Αυτοκρατορίας έχασαν τις ελπίδες να ζήσουν

αρμονικά και ισότιμα στα εδάφη της.

Ο Κεμάλ, ο πατριάρχης της καινούργιας Τουρκίας και «πατέρας των Τούρκων»

(Ατατούρκ), ανήκε σ’ αυτήν την ομάδα. Όταν σπούδαζε στην Κωνσταντινούπολη,

μελέτησε το έργο του Ναμίκ Κεμάλ και προχώρησε πέρα από αυτό. Ο σφοδρός

αντιδυτικισμός του έγινε φανερός από την πρώτη στιγμή της δημόσιας δράσης του

και κορυφώθηκε κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν οι συμμαχικές δυνάμεις

διαμέλισαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία: «Η είσοδος του εχθρού στη χώρα και ο

διαμελισμός της έχουν διαβρώσει την εθνική ζωή και την ανεξαρτησία. Το έθνος

θα αντισταθεί σύσσωμο. Δεν θα δεχθούμε την προστασία των ξένων δυνάμεων»,

διακήρυξε όταν ο ελληνικός στρατός μπήκε στη Σμύρνη ως εντολοδόχος των Αγγλογάλλων.

Η ΝΕΑ ΤΟΥΡΚΙΑ

Αυτό δεν το έλαβαν σοβαρά υπ’ όψιν ούτε οι σύμμαχοι, αλλά κυρίως ούτε οι

Έλληνες όταν θριαμβολογούσαν πατώντας ξανά το πόδι τους στις πανάρχαιες

ελληνικές εστίες των μικρασιατικών παραλίων. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία μπορεί

να ήταν πλέον ένα πτώμα σε σήψη, αλλά η νέα Τουρκία ανυπομονούσε να γεννηθεί

διά πυρός και σιδήρου. Ο Κεμάλ ποτέ δεν δέχτηκε την ανακωχή του Μούδρου, όπως

ο σουλτάνος του. Δέχτηκε απλώς την εντολή του να πάει στις ανατολικές επαρχίες

της Μ. Ασίας για να επιβλέψει τον αφοπλισμό, μόνο και μόνο για να του ρίξει

στάχτη στα μάτια. Ο δικός του σκοπός ήταν να οργανώσει το κίνημα της

αντίστασης, αλλά όταν οι Βρετανοί και ο σουλτάνος το κατάλαβαν ήταν πια πολύ

αργά για να τον σταματήσουν. Οι πρώτες μεγάλες διασκέψεις των εθνικιστών στο

Ερζερούμ και τη Σεβάστεια είχαν οργανωθεί μετά το καλοκαίρι του 1919 και η

προσωρινή κυβέρνηση του Κεμάλ είχε αρχίσει πυρετική δράση. Ό, τι κι αν έκαναν

οι δυτικοί και ο σουλτάνος από εκεί και πέρα για να τον σταματήσουν ήταν

ματαιοπονία. Η καινούργια Τουρκία, τελευταία απ’ όλα τα βαλκανικά κράτη, θα

γεννιόταν με τη βοήθεια μάλιστα του αντιξενικού μένους που προκάλεσαν στον λαό

οι «δυτικοί ιμπεριαλιστές» ­ στους οποίους συμπεριελάμβαναν φυσικά και τους

προελαύνοντες Έλληνες.

Το πότε και το πώς αντεστράφη το κλίμα, οι Έλληνες, δυστυχώς, δεν πρόλαβαν να

το συνειδητοποιήσουν. Οι επιτροπές του Κεμάλ στήθηκαν πολύ γρήγορα για να

εμψυχώσουν τον λαό και να οργανώσουν αντίσταση. Η φωνή του Κεμάλ που τους

καλούσε να «υπερασπίσουν το μέλλον, την ελευθερία, τη ζωή και την πολιτισμική

ταυτότητα», ήταν η μόνη πηγή ελπίδας σε μια χώρα που διαλυόταν. Ο σουλτάνος,

εντελώς ανίσχυρος, παρακολουθούσε το τέλος του να πλησιάζει. Στις εκλογές ο

τουρκικός λαός δίνει την εμπιστοσύνη του στους Κεμαλικούς. Η επανάσταση είχε

εδραιωθεί για τα καλά και δεν θα τη σταματούσαν ούτε ο σουλτάνος που κήρυξε

τον Κεμάλ εκτός νόμου, ούτε οι σπασμωδικές κινήσεις των Βρετανών.

Η ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΑΝΤΕΠΙΘΕΣΗ

Οι Κεμαλικοί είχαν την πρόνοια να κινηθούν και προς ανεύρεσιν άλλων εξωτερικών

συμμάχων. Στη λογική τού «ο εχθρός σου είναι ο φίλος μου» στέλνουν αποστολή

στη Μόσχα τον Μάιο του 1920 για να συνεννοηθούν με τους Σοβιετικούς. Τα νέα

δεδομένα προκαλούν αναταραχή στο συμμαχικό στρατόπεδο.

Σιγά – σιγά και οι Ιταλοί και οι Γάλλοι αρχίζουν να προσεγγίζουν τους

εκπροσώπους της νέας Τουρκίας, για να επωφεληθούν αμοιβαίως. Αρχίζουν οι

πρώτες διευκρινιστικές δηλώσεις τους ότι δεν θα πολεμούσαν για να επιβάλλουν

στην Τουρκία τόσο δυσμενείς όρους. Μόνο οι Βρετανοί έμειναν, αλλά αυτοί δεν

άφησαν αρκετό στρατό στην περιοχή. Ο Βενιζέλος όμως εξακολουθεί να πιστεύει

ότι ο ελληνικός στρατός ακόμα και μόνος του είναι σε θέση να επιβάλλει τους

όρους των συνθηκών ειρήνης.

Στις 22 Ιουνίου του 1920, οι Έλληνες εξαπέλυσαν γενική επίθεση από τη γραμμή

Μιλν (που όριζε τα ελληνοτουρκικά και ελληνοϊταλικά όρια στη Μ. Ασία) και στην

αρχή φαινόταν ότι πήγαινε πολύ καλά.

ΟΙ ΜΟΙΡΑΙΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ

Για την Ελλάδα όμως, παρά το κλίμα αισιοδοξίας, τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα

πια, ειδικά μετά τις εκλογές του 1920 που κατέληξαν σε θρίαμβο των

αντιβενιζελικών. Την αναπάντεχη αυτή ήττα του Βενιζέλου επρόκειτο να τη

χρησιμοποιήσουν όλοι, για να λησμονήσουν τεχνηέντως τις υποσχέσεις που είχαν

δώσει στην Ελλάδα όσο τους ήταν χρήσιμη. Το ανώτατο συμμαχικό συμβούλιο

ανακοίνωσε ότι θεωρούσε την επιστροφή του Έλληνα βασιλιά ως «επικύρωσιν παρά

της Ελλάδος των εχθρικών ενεργειών του Κωνσταντίνου προς την Συνεννόησιν».

Οι Τούκοι κατάλαβαν αμέσως το θείο δώρο των ελληνικών εκλογών. Στη 1.2.1921, ο

πρωθυπουργός Τεβφίκ έγραφε: «Με την επιστροφή του βασιλιά στην Αθήνα

δημιουργήθηκε στην Ευρώπη ένα ρεύμα ευνοϊκό για μας, λόγω της μεταστροφής που

έγινε εις βάρος της Ελλάδας, τόσο μέσα στους συμμαχικούς κύκλους όσο και στην

κοινή γνώμη». Δυστυχώς, αυτή τη μεταστροφή δεν την εκτίμησαν όσο έπρεπε οι

κυβερνώντες την Ελλάδα.

Αν και δεν πρέπει να αγνοούμε τον ­ όπως πάντα καταστροφικό ­ παράγοντα «κοινή

γνώμη» που θα αντιδρούσε σφοδρά στην ενδεχόμενη αναδίπλωση του ελληνικού

στρατού στη Μ. Ασία, δεν μπορούμε ωστόσο να ερμηνεύσουμε την αύξηση του

εκστρατευτικού σώματος από 90.000 πριν σε 200.000 μετά την ήττα του Βενιζέλου.

Μεγάλο ρόλο πρέπει να έπαιξε η αμφιθυμική στάση των κυρίως συμμάχων μας, των

Βρετανών, που δεν ξεκαθάρισαν τη θέση τους απέναντι στη νέα ελληνική

κυβέρνηση, μιας και ήθελαν να πιέσουν την Τουρκία μέχρι να εξασφαλίσουν όλα

όσα τους ενδιέφεραν. Δήλωναν λοιπόν ότι «η ελληνική φιλία είναι βασική για τη

Βρετανία», αλλά δεν διευκρίνιζαν ότι η δική τους φιλία δεν θα βοηθούσε πλέον

την Ελλάδα.

ΛΑΘΟΣ ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ

Όμως η ενδυνάμωση των Κεμαλικών, με χρήματα και όπλα από τους Σοβιετικούς, δεν

ήταν το μόνο ανησυχητικό σημάδι που αγνόησαν οι Έλληνες. Υποβάθμισαν επίσης

την αποτυχημένη διάσκεψη του Λονδίνου του 1921, που επέτρεψε τη χωριστή

προσέγγιση του Κεμάλ από τους Γάλλους και τους Ιταλούς. Υποβάθμισαν κυρίως την

αυστηρή ουδετερότητα που διακήρυξε το ανώτατο συμμαχικό συμβούλιο στον

ελληνοτουρκικό πόλεμο, τον Ιούνιο του 1921. Αυτό, σε ρεαλιστική γλώσσα,

σήμαινε ότι είμαστε μόνοι απέναντι στους φανατισμένους τώρα πια Τούρκους και

ίσως και τους τέως συμμάχους. Όμως τα περιθώρια για μια ρεαλιστική εκτίμηση

των δεδομένων ήταν μικρά για την αυτοπαγιδευμένη ελληνική κυβέρνηση.

Πραγματικά, πολύ γρήγορα, άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για τον ελληνικό στρατό

στη Μ. Ασία. Οι νίκες των Κεμαλικών πολλαπλασίαζαν τον φανατισμό και τον

ενθουσιασμό τους.

Είναι χαρακτηριστικά τα όσα έγραψε ο Κεμάλ στον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου

του Ισμέτ: «Εσείς δεν νικήσατε μόνο τον εχθρό, αλλά και την κακοδαιμονία του

έθνους. Η μανία του εχθρού που ήθελε να καταλάβει τη χώρα μας διαλύθηκε, αφού

έπεσε πάνω στους βράχους που φτιάχτηκαν από πατριωτισμό και δύναμη».

Η ΤΕΛΙΚΗ ΠΤΩΣΗ

Τον Μάρτιο του 1922 συνήλθε στο Παρίσι συνδιάσκεψη για την αναθεώρηση της

ατιμωτικής για τους Τούρκους Συνθήκης των Σεβρών. Στην πρόταση υπογραφής

ανακωχής πρώτα και μετά αποχώρησης του ελληνικού στρατού, ο Κεμάλ απάντησε:

«Την ανακωχή τη δεχόμαστε, γιατί θέλουμε να φύγει ο εχθρός από τη χώρα. Θα

απαιτήσουμε όμως την επιβολή των δικών μας όρων, από τους οποίους ο

σημαντικότερος είναι η εκκένωση της χώρας να γίνει ταυτόχρονα με την έναρξη

της ανακωχής». Οι Έλληνες, στηριγμένοι κυρίως στον Λόιντ Τζορτζ και όχι στο

σύνολο της βρετανικής ηγεσίας, επιμένουν στην απαίτησή τους. Η απάντηση που

πήραν από τον στρατό του Κεμάλ ήταν καταιγιστική. Η Ελλάδα παρακολουθούσε τα

παιδιά της να χάνονται αβοήθητα στα ασιατικά χώματα. Η Δύση αδιαφορούσε.

Λέγεται μάλιστα ότι το επιτελείο του Κεμάλ χρησιμοποίησε ένα τρικ για να

εξασφαλίσει τη μη συμμετοχή της Δύσης στον ελληνοτουρκικό πόλεμο. Με τα

επίσημα ανακοινωθέντα εμφάνιζαν τις τουρκικές νίκες ως μικρής σημασίας, για να

μην εξερεθιστεί η κοινή γνώμη και η ηγεσία των χριστιανικών δυνάμεων. Για να

χρησιμοποιήσουμε τα δικά τους λόγια «θέλαμε να εμποδίσουμε κάθε δυνατή βοήθεια

προς τον εχθρό, η οποία θα απέτρεπε πιθανόν την ολοκληρωτική καταστροφή του».

Η προσπάθειά τους καρποφόρησε, δυστυχώς για μας. Το καινούργιο τουρκικό έθνος

γεννήθηκε πανηγυρικά μέσα από τις στάχτες της Μεγάλης Ιδέας των Ελλήνων και

εμφανίστηκε αδιάλλακτο στη συνδιάσκεψη της Λωζάννης για να επιβάλλει πλέον

τους όρους του στο μελλοντικό ελληνοτουρκικό παιχνίδι ισορροπίας.

Η Λένα Διβάνη είναι επίκουρος καθηγήτρια της Διπλωματικής Ιστορίας στη

Νομική Σχολή Αθηνών.

Σημείωση: Τα εντός εισαγωγικών αντλήθηκαν από τις ομιλίες του Κεμάλ

Ατατούρκ (Εκδ. Λιβάνη, 1995, μετάφραση Σ. Σολταρίδη)


Ένα από τα μεγάλα λάθη της ελληνικής πλευράς ήταν ότι δεν υπολόγισαν σωστά το

μέγεθος της λαϊκής οργής κατά των ξένων. Αυτός ήταν ένας από τους λόγους που

τελικά πλήρωσαν τη Μεγάλη Ιδέα πολύ ακριβά. Στις διαπραγματεύσεις που έγιναν

στη διάσκεψη της ειρήνης, Άγγλοι, Γάλλοι και Ιταλοί μοίραζαν τα ιμάτια της

θνήσκουσας Αυτοκρατορίας, προσπαθώντας να κατοχυρώσουν το μεγαλύτερο μερίδιο

για τον εαυτό τους: τα Στενά, τα πετρέλαια και τα εν γένει γεωστρατηγικά τους

συμφέροντα ήταν στην πρώτη γραμμή και όχι οι φιλοδοξίες της Ελλάδας, που έτυχε

να εναρμονίζονται με τις δικές τους προς στιγμήν. Είναι πολύ χαρακτηριστικό

μάλιστα ότι οι Αγγλογάλλοι είχαν υποσχεθεί και στους Ιταλούς και στους Έλληνες

κάποια κομμάτια της Δυτικής Μικράς Ασίας.

Έτσι, όταν αποβιβάστηκαν τον Μάιο του 1919 στη Σμύρνη, έκαναν το πρώτο λάθος:

Άρχισαν να πανηγυρίζουν υπερβολικά, φθάνοντας κάποτε και σε έκτροπα κατά των

ντόπιων. Εδώ πρέπει να κάνουμε μια υπενθύμιση. Το 1915 περί τους 500 χιλιάδες

Έλληνες, που ζούσαν στα μικρασιατικά παράλια, μετακινήθηκαν στο εσωτερικό,

γιατί θεωρήθηκαν δούρειοι ίπποι του εχθρού. Μετά την ελληνική απόβαση στη

Σμύρνη, οι πληθυσμοί αυτοί επέστρεψαν για να εγκατασταθούν στις περιοχές που

κατείχε ο ελληνικός στρατός. Η οργή τους ήταν φυσικό να ξεσπάσει, αν δεν

φρόντιζε κάποιος ψυχραιμότερος να τη συγκρατήσει. Παρά το γεγονός ότι ο

Βενιζέλος ο ίδιος είχε διατυπώσει σχετικούς φόβους, έγιναν έκτροπα για τα

οποία κατόπιν ειδική διασυμμαχική επιτροπή έριξε βάρη στην ελληνική πλευρά. Το

χειρότερο ήταν ότι τελικά εμείς οι ίδιοι μετά την απόβαση τονώσαμε τον

αντιξενικό φανατισμό των Νέων Τούρκων και την πολεμική τους μανία.

Η Συνθήκη των Σεβρών, που διέλυε την Αυτοκρατορία αλλά και εξαρτούσε τα

απομεινάρια της οικονομικά από τη Δύση, ολοκλήρωσε την εικόνα. «Μια τέτοια

συνθήκη είναι εγκληματική ενέργεια και δεν έχει άλλη όμοιά της στην Ιστορία.

Έγινε με σκοπό να στερήσει το έθνος μας από τα μέσα προστασίας του», φώναζε ο

Κεμάλ στον ταπεινωμένο τουρκικό λαό, που μέχρι τότε υποχωρούσε παθητικά στην

προέλαση των ξένων στρατών. Μέχρι και υποδοχές του ελληνικού στρατού έγιναν σε

κάποιες περιοχές, τόση ήταν η επικρατούσα ηττοπάθεια.