Την Τετάρτη, 22 Μαΐου 1963, λίγο μετά τις 10 το βράδυ, ο βουλευτής Γρηγόρης

Λαμπράκης έπεφτε νεκρός στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Η συμπτωματική αποκάλυψη

των δολοφόνων και των συνεργών τους συγκλόνισε την ελληνική και διεθνή κοινή

γνώμη. Τα ντοκουμέντα της πολύκροτης υπόθεσης εξέδωσε σε βιβλίο ο καθηγητής

Παύλος Β. Πετρίδης, ο οποίος στην εισαγωγή αναφέρει:

«Η δολοφονία του Λαμπράκη συνετελέσθη παρόντων 180 ανδρών και αξιωματικών της

Χωροφυλακής και της Αστυνομίας με επικεφαλής τον επιθεωρητή Χωροφυλακής,

στρατηγό Κ. Μήτσου, τον διευθυντή της Αστυνομίας Ευθ. Καμουτσή, τον

υποδιευθυντή Μιχ. Διαμαντόπουλο, τον διοικητή Εθνικής Ασφαλείας Κ. Δόλκα και

τους υπομοιράρχους Εμμ. Καπελώνη και Δ. Κατσούλη. Εντολή καταδίωξης των

εκτελεστών δεν δόθηκε ποτέ. Παρών στην αντισυγκέντρωση της 22ας Μαΐου ήταν και

ο πρόεδρος της παρακρατικής οργάνωσης «Σύνδεσμος αγωνιστών και θυμάτων Εθνικής

Αντιστάσεως Βορ. Ελλάδος» δωσίλογος Ξεν. Γιοσμάς, στη δικαιοδοσία του οποίου

ανήκε η πλειοψηφία των «αντιφρονούντων» τραμπούκων».

Η ΣΤΙΓΜΗ ΤΗΣ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑΣ

Τα περιστατικά της δολοφονίας Λαμπράκη περιγράφονται με ενάργεια, δύο χρόνια

αργότερα, στην εισαγγελική πρόταση προς το Συμβούλιο Εφετών του τότε

αντεισαγγελέα Εφετών, Παύλου Γ. Δελαπόρτα.

«… Όπισθεν του Λαμπράκη έβαινεν ο Ρηγόπουλος, ο δε Λαμπράκης περιεστοιχίζετο

εξ εκατέρας πλευράς του υπό φίλων του, του δικηγόρου Σύλλα Παπαδημητρίου και

άλλων. Ότε η ομάς αυτή ευρίσκετο περίπου εις το κέντρον του ευρυχωροτέρου εν

είδει πλατείας τμήματος των διασταυρουμένων οδών Βενιζέλου – Ερμού και της

συμβαλλούσης οδού Σπανδωνή, μία ομάς υπόπτων αποσπασθείσα εκ του έναντι

πεζοδρομίου της οδού Ερμού έλαβε διεύθυνσιν προς τον Λαμπράκην με κακούς

σκοπούς. Ο Λαμπράκης αντιληφθείς τούτους αιφνιδίως απεσπάσθη των παραπλεύρως

του οδευόντων φίλων του και στραφείς προς τους εις τα αριστερά του

αστυνομικούς και επί των πεζοδρομίων των οδών Σπανδωνή – Βενιζέλου

ευρισκομένους εφώναξεν επιδεικνύων τους υπόπτους τύπους ίνα επέμβη η

Αστυνομία: «Νάτους, πάλιν έρχονται, τι κάνει η Αστυνομία;». Του Λαμπράκη

ευρισκομένου εις την θέσιν αυτήν, το τρίκυκλον του Κοτζαμάνη, ελλοχεύον μέχρι

της στιγμής εκείνης εν ακινησία εις τα αριστερά τω κατερχομένω τμήματι της

οδού Σπανδωνή, τίθεται εις κίνησιν με εκκωφαντικόν θόρυβον, παραλλήλως ή

ταυτοχρόνως ένα άτομον ανυψοί τας δύο χείρας, κραδαίνον ρόπαλον ή λοστόν

σιδηρούν και μεθ’ όλης του της δυνάμεως καταφέρει τούτο επί της κεφαλής του

Λαμπράκη, με αποτέλεσμα να πληγή ο Λαμπράκης καιριώτατα και θανασίμως…

Εν συνεχεία ο πλήξας Εμμανουηλίδης επήδησεν επί του τρικύκλου, το οποίον

διελθόν ύπερθεν του σώματος του Λαμπράκη και αναπτύξαν όσην μεγίστην ταχύτητα

ηδύνατο, ετράπη προς το φεύγειν λαβόν κατεύθυνσιν απηγορευμένης καθόδου διά

της οδού Βενιζέλου, διά της οποίας ως μονοδρόμου επιτρέπεται μόνον η άνοδος».

Η ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΗ ΔΙΕΥΚΟΛΥΝΕΙ ΤΗ ΦΥΓΗ

Στη συνέχεια, η πρόταση του αντεισαγγελέα περιγράφει τη φυγή των εγκληματιών

και τη διευκόλυνση από την αστυνομική δύναμη:

« Παρά το ότι εις όλα τα πέριξ πεζοδρόμια της οδού Βενιζέλου, Σπανδωνή –

Ερμού, Ερμού – Βενιζέλου κ.λπ. υπήρχον πάρα πολλοί αξιωματικοί, υπαξιωματικοί

και χωροφύλακες, ουδείς αυτών εκινήθη προς δίωξιν του Κοτζαμάνη, όλοι έμειναν

«μαρμαρωμένοι» εις τας θέσεις των».

Ο Πολάτογλου και άλλοι ορμούν στην καρότσα του τρικύκλου, αλλά ο Εμμανουηλίδης

τους χτυπά και τους ρίχνει στον δρόμο. Όμως, συνεχίζει η πρόταση:

«Την στιγμήν εκείνην έστρεφε το τρίκυκλον την γωνίαν των οδών Ερμού –

Βενιζέλου ότε ο εκεί ιστάμενος Εμμανουήλ Χατζηαποστόλου εφορμήσας ανεπήδησε

και κατώρθωσε να ανέλθη και παραμείνη εντός του αμαξώματος του τρικύκλου.

Ο Χατζηαποστόλου αμέσως επετέθη κατά του Εμμανουηλίδη και τον εκτύπα διά

γρόνθων και λακτισμάτων ανηλεώς και ο Εμμανουηλίδης προσεπάθη να αμυνθή,

μάλιστα δε ότε το τρίκυκλον επλησίαζε την διασταύρωσιν των οδών Βενιζέλου –

Τσιμισκή, έναντι του γωνιακού καταστήματος Λουμίδη, ο Εμμανουηλίδης εξήγαγε

περίστροφον το οποίον υπό τα πλήγματα του Χατζηαποστόλου ηναγκάσθη να απορρίψη.

… Εν τω μεταξύ ο Χατζηαποστόλου είχεν εξουδετερώσει τον Εμμανουηλίδην και

ήρχισε να κτυπά διά του γρόνθου του εκ της δεξιάς πλευράς το παράθυρον του

τρικύκλου διά να αναγκασθή να σταματήση ο Κοτζαμάνης, όστις όμως δεν εφαίνετο

διατεθειμένος να σταματήση, αλλ’ εσυνέχισε την πορείαν του. Ότε όμως μετ’

ολίγον ο Χατζηαποστόλου έθραυσε διά των γρόνθων του το υάλινον παράθυρον και

εισήγαγε την χείρα του κρατούσαν τεμάχιον θραυσθέντος κρυστάλλου εντός του

κουβουκλίου και προσεπάθη να πλήξη δι’ αυτού τον Κοτζαμάνην. Ο Κοτζαμάνης

φοβηθείς ίσως μήπως του κόψη τον λαιμόν με το κρύσταλλον ο εισβολεύς

Χατζηαποστόλου, έστρεψεν ολίγον δεξιά επί της γωνίας των οδών Τσιμισκή –

Καρόλου Ντηλ και εσταμάτησε, κατελθών δε του τρικύκλου, ήρξατο διά του

αστυνομικού ροπάλου (γκλομπ), διά του οποίου ήτο εφοδιασμένος, να κτυπά τον

Χατζηαποστόλου, ον κατέβαλεν καταπεσόντα εν τη οδώ και καλούντα εις βοήθειαν

και τελικώς υπό τα πλήγματα του γκλομπ απομείναντα εκείσε αδρανή. Ο

Εμμανουηλίδης μόλις εστάθη το τρίκυκλον επωφεληθείς της απασχολήσεως του

Χατζηαποστόλου με τον Κοτζαμάνην, επήδησεν εκ του αμαξώματος του τρικύκλου εις

την οδόν και κατέφυγεν εις τα γραφεία της εφημερίδας «Ελληνικός Βορράς»».

Και καταλήγει η εισαγγελική πρόταση:

«Επειδή όμως και η γενναία αυτή πράξις του Χατζηαποστόλου εκινδύνευσε να αποβή

ματαία μετά την υπό του Κοτζαμάνη εξουδετέρωσιν του Χατζηαποστόλου διά του

γκλομπ, η θεία δίκη έκαμε τη δευτέραν παρέμβασίν της. Δεν έρριψεν απλώς εις

τον δρόμον του Κοτζαμάνη ως εμπόδια τους Πορταλίδην, υποδιοικητήν της

Πυροσβεστικής Υπηρεσιάς εν στολή και τον χωροφύλακα Ασπιώτη, αλλά και τούτο

έχει μείζονα σπουδαιότητα, απέτρεψεν αμφοτέρους από του να ακούσουν τας

«εξηγήσεις» τας οποίας επεδίωξε κατ’ επανάληψιν να δώση εις αμφοτέρους ο

Κοτζαμάνης διότι αν τον άφηναν να τους «εξηγήση», ασφαλώς και ο Ασπιώτης

πιθανώτατα και ο Πορταλίδης θα τον άφηναν να φύγη, αν δεν τον εχαιρέτων και

στρατιωτικώς κατά την αναχώρησίν του, μανθάνοντες από τας «εξηγήσεις» τι είχε

κάμει κατ’ εντολήν τίνος και ποίοι τον επροστάτευον».

Η ΥΠΟΘΕΣΗ Λαμπράκη έφθασε ύστερα από τρία χρόνια στη Δικαιοσύνη «χάρις εις τη

υπεράνθρωπον και άκρως ευσυνείδητον προσπάθειαν του ανακριτού κ. Χρήστου

Σαρτζετάκη (κατόπιν Προέδρου της Δημοκρατίας)». Οι μάρτυρες αστυνομικοί που

ήταν από την αρχή ως το τέλος κατέθεταν ομοιόμορφα και «εδήλουν εξεταζόμενοι

εις τον Ανακριτήν άγνοιαν ή αμνησίαν περί πάντων».

Το ερώτημα όμως που προκύπτει είναι: γιατί δολοφόνησαν τον Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη;

Ο Γρηγόρης Λαμπράκης ήταν πρωταθλητής του στίβου, υφηγητής της Ιατρικής στο

Πανεπιστήμιο, βουλευτής συνεργαζόμενος με την ΕΔΑ, αλλά και επικεφαλής

επιτροπής ειρήνης. Είχε πάρει μέρος στην πρώτη απαγορευμένη Μαραθώνια Πορεία

Ειρήνης, αλλά και στις αποδοκιμασίες της Φρειδερίκης. Η δολοφονία του έρχεται

μετά τη βία και νοθεία με το «Σχέδιο Περικλής» στις εκλογές του 1961. Αποτελεί

προσπάθεια τού να επιβάλει την κυριαρχία του το παρακράτος πάνω στην κοινωνία.

Γι’ αυτό όταν ανακοινώθηκε ότι ο Λαμπράκης θα μιλήσει στη Θεσσαλονίκη,

οργανώθηκε η συνωμοσία ενός τμήματος του κράτους με το παρακράτος. Στην αρχή

προσπάθησαν να ματαιώσουν την ομιλία που θα γινόταν στις 7.30 μ.μ. στο κέντρο

«Πικαντίλυ». Ο Λαμπράκης ανακοίνωσε ότι θα μιλούσε στην αίθουσα του

Δημοκρατικού Συνδικαλιστικού Κινήματος (ΔΕΚ).

Από νωρίς έξω από το κτίριο είχαν μαζευτεί οι τραμπούκοι της παρακρατικής

οργάνωσης του Ξενοφών Γιοσμά και ασφαλίτες με πολιτικά. Όταν ο Λαμπράκης και η

συνοδεία του πήγαν να μπουν στο κτίριο, οι τραμπούκοι όρμησαν και τον χτύπησαν

στο κεφάλι. Οι Εμμανουηλίδης και Κοτζαμάνης ανάμεσα σε άλλους (Πιτσώκο κ.λπ.)

τραυμάτισαν και τον Γιώργο Τσαρουχά, και όταν πήγε να τον πάρει το ασθενοφόρο

έσπασαν τα τζάμια του, το έδιωξαν και συνέχισαν να τον κτυπούν για να τον σκοτώσουν.

Τελικά, ο Λαμπράκης μπήκε στην αίθουσα και μίλησε, ενώ οι τραμπούκοι

πετροβολούσαν τα παράθυρα του ΔΕΚ. Όταν κατέβηκε για να επιστρέψει στο

ξενοδοχείο του, τον δολοφόνησαν.

Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ Λαμπράκη ήταν αποτέλεσμα συνωμοσίας και σχεδίου. Σχεδιάστηκε από

ένα επιτελείο στο οποίο, λίγο ή πολύ, συμμετείχαν:

* Ο Κωνσταντίνος Μήτσου, υποστράτηγος της Χωροφυλακής, επιθεωρητής Χωροφυλακής

Β. Ελλάδος, ο οποίος είχε επαφές και συναντήσεις όχι μόνο με τον Ξενοφώντα

Γιοσμά, αλλά πήγαινε και στις εκδηλώσεις τους και παρέθεσε γεύμα στα μέλη της οργάνωσης.

*Ο Κωνσταντίνος Δόλκας, ταγματάρχης Χωροφυλακής, διοικητής της υποδιεύθυνσης

Εθνικής Ασφάλειας Θεσσαλονίκης.

*Τρύφων Παπατριανταφύλλου, μοίραρχος και διοικητής του Ε’ Αστυνομικού Τμήματος

Θεσσαλονίκης, όπου ως διοικητής Ασφαλείας υπηρετούσε ο υπομοίραρχος Εμμανουήλ Καπελώνης.

Άλλα πρόσωπα της τραγωδίας που ξετυλίχθηκε πριν από 34 χρόνια στη Θεσσαλονίκη ήταν:

*Ο Ευθύμιος Καμουτσής, συνταγματάρχης Χωροφυλακής, διευθυντής Αστυνομίας Θεσσαλονίκης.

*Ο Ζήσης Πέλκας, ενωμοτάρχης .

Πώς όμως αυτοί οι ανώτεροι κρατικοί λειτουργοί είχαν σχέσεις με τον δοσίλογο

Ξ. Γιοσμά, τον μεταφορέα Σπ. Κοτζαμάνη, τον εργάτη Εμ. Εμμανουηλίδη, τον

Πιτσώκο και τον Φωκά, που ήταν αμόρφωτοι και με καταδίκες εις βάρος τους;

Η εισαγγελική πρόταση παρατηρεί σχετικά ότι:

«Διά να κρατή εις συνοχήν ο Καπελώνης την οργάνωσιν και τα μέλη προθύμους και

πειθαρχικούς εκτελεστάς των διδομένων παρ’ αυτού εντολών, εξεβίαζε τους εξ

αυτών επιδεικνύοντας απροθυμίαν ή αδιαφορίαν ή άρνησιν και τους ηπείλει ότι θα

ενήργει να τους αφαιρεθώσιν αι άδειαι μικροπωλητών, τας οποίας είχον ή θα τους

επέβαλλεν άλλας κυρώσεις και ούτω καθίσταντο πειθήνιοι και υποτακτικοί».

Η εισαγγελική πρόταση σημειώνει ακόμη:

*«Πρώτον, ότι είχεν εξυφανθεί ήδη προ της 22 Μαΐου και μελετήθη εις

λεπτομερείας σχέδιον επιθέσεως προς τραυματισμόν ή θανάτωσιν του Λαμπράκη».

Σε άλλο σημείο προσθέτει: «Εις την πυρετώδη ταύτην κίνησιν προστίθεται

συνάντησις του Καπελώνη την ιδίαν πρωΐαν της 22 Μαΐου μετά του Κοτζαμάνη, τον

οποίον παραλαμβάνει και μεταβαίνουσιν εις εν μπουγατσοπωλείον εν τη αγορά

Μοδιάνο και προσφέρει εις αυτόν μπουγάτσαν».

Ο Κοτζαμάνης τις προηγούμενες μέρες είχε 15 συναντήσεις με τον Ξ. Γιοσμά, ενώ

την ίδια μέρα πριν και μετά το έγκλημα είχε πολλαπλές συναντήσεις με τον Καπελώνη.