Ο Τζον λε Καρέ, ο σημαντικότερος εν ζωή συγγραφέας μυθιστορημάτων κατασκοπείας, θα κλείσει φέτος τον Οκτώβριο τα 87 του χρόνια. Μια γενιά νεότερος από τον Ιαν Φλέμινγκ (1908-1964), τον πνευματικό πατέρα του Τζέιμς Μποντ, είναι αναμφίβολα και ο αφηγηματικός του αντίποδας. Τόσο ο Τζον λε Καρέ όσο και ο Ιαν Φλέμινγκ δούλεψαν ένα διάστημα για τις μυστικές υπηρεσίες της Μεγάλης Βρετανίας. Ωστόσο ο Φλέμινγκ, αναπάντεχα ευχάριστος story teller, μολονότι βάναυσα κακοποιημένος στην πατρίδα μας από παλαιολιθικές μεταφράσεις (ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν: η ανακαίνιση του Φλέμινγκ), ξόδεψε το ταλέντο του στη δημιουργία ενός εξωπραγματικού πράκτορα με σχεδόν υπερφυσικές δυνάμεις, αλεξίσφαιρου και ατσαλάκωτου, εξοπλισμένου με κάθε είδους φονικά gadgets που εν μέρει αποκάλυψαν πρωθύστερα την τεχνολογία των επόμενων δεκαετιών κι εν μέρει έμειναν για πάντα στον χώρο της φαντασίας. Αντιθέτως ο Τζον λε Καρέ, ήδη από το τρίτο και πιο γνωστό βιβλίο του, τον «Κατάσκοπο που γύρισε από το Κρύο» (1963), εστιάζει στον πραγματικό μικρόκοσμο των κατασκόπων, σε ανθρώπους σαν κι εμάς, ούτε καλύτερους ούτε χειρότερους, συνηθισμένους ανθρώπους αντιμέτωπους με ασυνήθιστα διλήμματα. Δεν είναι τυχαίο ότι κεντρική φιγούρα στα βιβλία του Τζον λε Καρέ είναι ο Τζορτζ Σμάιλι, διευθυντής του Τμήματος Μυστικών Επιχειρήσεων, ένας μονόχνωτος κοντόχοντρος τυπάκος που φοράει το ίδιο πάντα «κακοραμμένο κουστούμι» και, όχι μόνο δεν διαθέτει την ακαταμάχητη γοητεία του 007, αλλά και ανέχεται στωικά το περιστασιακό κεράτωμα από τη γυναίκα του.

Στην «Κληρονομιά των Κατασκόπων» (εκδόσεις Bell, 2018), το πιο πρόσφατο μυθιστόρημά του, ο Τζον λε Καρέ ανοίγει έναν εμπνευσμένο διάλογο με τον Κατάσκοπο που γύρισε από το Κρύο παρέχοντας διπλή απόλαυση σε όσους είναι εξοικειωμένοι με τους ήρωες και την πλοκή εκείνου του βιβλίου, αλλά και με τόση δεξιοτεχνία σερβιρισμένου ώστε να μην ενοχλεί όποιον αναγνώστη έρχεται πρώτη φορά σε επαφή με δικά του πονήματα. Ο συγγραφέας, χωρίς να ηθικολογεί ή να αγορεύει, ταλανίζεται ξανά και ξανά με την ίδια αρχέγονη απορία: «Σε τι ποσοστό θα έλεγες ότι μπορούμε να ξεφορτωνόμαστε τα ανθρώπινα συναισθήματά μας εν ονόματι της ελευθερίας πριν πάψουμε να αισθανόμαστε είτε άνθρωποι είτε ελεύθεροι;». Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, μεσούντος του Ψυχρού Πολέμου, με την υφήλιο μοιρασμένη σαν σπανακόπιτα σε δύο σαφώς διακριτά ιδεολογικά στρατόπεδα, η διατήρηση της ελευθερίας είναι για τον Σμάιλι και τους «στρατιώτες» του η υπέρτατη διακύβευση. Θεωρητικά, στο μανιχαϊστικό σύμπαν των μυστικών πρακτόρων, οι Καλοί θα έπρεπε να υπηρετούν πάντα το Καλό και οι Κακοί να βυσσοδομούν διαρκώς για την επικράτηση του Κακού. Μονάχα που στον αληθινό κόσμο –στο πεδίο της σύγκρουσης –τα πράγματα είναι ασυγκρίτως πιο πολύπλοκα.

«Το πρόβλημα μ’ εσάς, τους κατασκόπους, και μην το πάρεις προσωπικά», λέει στον Πίτερ Γκουίλαμ, τον κεντρικό ήρωα του βιβλίου, η Τάμπιθα, η διορατική συνήγορός του, «είναι ότι κανένας σας δεν ξέρει τι του γίνεται και ποια είναι η αλήθεια». Εάν διψάς, λόγου χάριν, για πληροφορίες υψηλού επιπέδου, ζωτικά απαραίτητες για την εθνική σου ασφάλεια, φυσικό είναι να προσπαθείς να εντοπίσεις στις τάξεις του εχθρού εκείνον τον αδύναμο κρίκο (τον απογοητευμένο ιδεολόγο, τον ηθικά πλέον ευάλωτο ή τον ευεπίφορο στη διαφθορά) που θα τον εκβιάσεις, θα τον καλοπιάσεις ή απλώς θα τον χρηματίσεις ούτως ώστε να τον μεταλλάξεις σε διπλό πράκτορα και να αρχίσει να δουλεύει για λογαριασμό σου. Μακάρι να τελείωναν κάπου εδώ και τα βάσανά σου. Τι θα γίνει όμως εάν στο δικό του στρατόπεδο τον υποπτευθούν για συνεργασία μαζί σου; Είσαι έτοιμος να τους ρίξεις στάχτη στα μάτια; Κι έως πού μπορεί να φτάσει αυτή η στάχτη στα μάτια; Μπορεί να φτάσει έως τη θυσία δικών σου ανθρώπων, την εν αγνοία τους, μα εν γνώσει σου αποστολή τους προς τον θάνατο για το δικό του ξεκάρφωμα; «Και η δικιά σου ανθρωπιά;», ρωτάει αμείλικτα ο Γκουίλαμ τον προϊστάμενό του. «Γιατί έπρεπε να περνάει πάντα σε δεύτερη μοίρα χάριν κάποιου ανώτερου, πιο αφηρημένου σκοπού που δεν μπορώ καν να προσδιορίσω πια –αν μπορούσα ποτέ;».

Φαντάζομαι ότι στα μάτια του Μαρκ Ζάκερμπεργκ, γεννημένου μόλις πέντε χρόνια πριν από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, ο κόσμος του Τζον λε Καρέ θα μοιάζει με κάποιο πρωτόγονο Τζουράσικ Παρκ πληροφοριών φίσκα στα σαρκοβόρα θηρία, ενώ την ίδια ώρα, στα μάτια των υπέργηρων βρετανών πρακτόρων της MI5 ή των ανατολικογερμανών συναδέλφων τους στη Στάζι, τα ξεφωνημένα προγράμματα μαζικής παρακολούθησης της NSA (Υπηρεσία Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ), τα Wikileaks και το Facebook θα παραπέμπουν περισσότερο σε παράκρουση ψευδαισθήσεων έπειτα από μερικές βδομάδες κράτησης σε πλήρη απομόνωση, στο απόλυτο σκοτάδι και με εκκωφαντική μουσική. Είναι δυνατόν κρατικά μυστικά, κωδικοποιημένα κι επτασφράγιστα, για τα οποία χύθηκαν ποταμοί αίματος με κάθε δυνατό τρόπο (αμέτρητες οι στρατιές των εκπαραθυρωμένων, των πυροβολημένων, όσων υπέκυψαν στα βασανιστήρια ή στην τρέλα), να διαρρέουν σήμερα σε διεθνή κλίμακα από ατρόμητους παραβάτες όπως ο Τζούλιαν Ασάνζ και ο Εντουαρντ Σνόουντεν, καθώς και ιδιωτικές πληροφορίες, τα data μυριάδων ανυποψίαστων πολιτών, να παρέχονται σήμερα αφειδώς σε ιδιωτικές εταιρείες προς πάσα χρήση και πάσα χειραγώγηση, πρωτίστως της καταναλωτικής, μα και της εκλογικής συμπεριφοράς μη εξαιρουμένης; Τα προσωπικά δεδομένα 87 εκατομμυρίων χρηστών του Facebook να παραδίδονται στην Cambridge Analytica ως προεκλογικός μποναμάς για τον Ντόναλντ Τραμπ;

«Δεν εργαστήκαμε αρκετά ώστε να εμποδίσουμε τη στρεβλή χρήση αυτών των εργαλείων», καταθέτει στο Κογκρέσο ο Ζάκερμπεργκ. «Αυτό περιλαμβάνει τα fake news, τις έξωθεν παρεμβάσεις, τη ρητορική μίσους, καθώς και την ιδιωτικότητα. Δεν συνειδητοποιήσαμε επαρκώς το εύρος της ευθύνης μας, και ήταν σοβαρό λάθος. Ηταν δικό μου λάθος και ζητώ συγγνώμη». Πονηρούλη, πονηρούλη. Είσαι και μαρτυριάρης. Δεν μπορείς όμως να μη μας κουνήσεις το δάχτυλο, Μαρκ. Δεν αντέχεις να μη μοιραστείς μαζί μας το μεγάλο μυστικό. Το μυστικό που έχει όλος ο κόσμος τούμπανο κι εσύ κρυφό καμάρι: «Οι χρήστες έχουν τον έλεγχο των δικών τους δεδομένων και αποφασίζουν μόνοι τους τι θα μοιραστούν». Αυτή είναι η πικρή αλήθεια. Κανένας δεν μας πίεσε. Μόνοι μας παραδοθήκαμε. Μόνοι μας δημοσιοποιήσαμε τα ευαίσθητα προσωπικά μας δεδομένα –όσα δεν θα εξασφάλιζε ο παλιός χαφιές που ξεροστάλιαζε με τη ρεπούμπλικα και την εφημερίδα ακόμη και στις πιο αφηνιασμένες προσδοκίες του. Αυτή τη φορά δεν έπεσε ούτε μια τουφεκιά. Αρκούσε να σκάψει κάποιος τη σήραγγα που οδηγούσε ντουγρού στη ματαιοδοξία μας. Τα υπόλοιπα –το ξέρεις, Μαρκ: ήταν ζήτημα αλγορίθμων.