Ξέφυγα ένα βράδυ από τη φρέσκια –και άκρως ενδιαφέρουσα –σοδειά του διεθνούς κινηματογράφου. «Η πιο σκοτεινή ώρα», με έναν αγνώριστο Γκάρι Ολντμαν να ενσαρκώνει θαυμαστά τον Ουίνστον Τσόρτσιλ. Το «Ολα τα λεφτά του κόσμου», ανατριχιαστική ανάπλαση της απαγωγής του έφηβου εγγονού του μεγιστάνα Γκέτι –και ας έκλεψε την τελευταία στιγμή από τον στιγματισμένο Κέβιν Σπέισι τον πρωταγωνιστικό ρόλο. «Το τετράγωνο», λοξή ματιά στη σουηδική κοινωνία, στα σύγχρονα αδιέξοδα της ζωής και της τέχνης. Ξέφυγα και είδα ξανά, ύστερα από χρόνια, τους «Εντιμότατους φίλους μου».

«Οι εντιμότατοι φίλοι μου» («Amici mei» ο πρωτότυπος τίτλος) στάθηκαν κάτι παραπάνω από ταινία. Απ’ όταν προβλήθηκαν πρώτη φορά –το 1975 –και για την επόμενη εικοσαετία διαμόρφωσαν το χιούμορ, επέδρασαν καταλυτικά στην κοσμοαντίληψη πάρα πολλών ανθρώπων στην Ευρώπη, ίσως και πέρα από αυτήν. Εγιναν σημείο αναφοράς, βλάσφημο ευαγγέλιο.

Η υπόθεση είναι σχετικά απλή: πέντε μεσήλικοι από τη Φλωρεντία εγκαταλείπουν κάθε τόσο τη ρουτίνα τους –δημοσιογράφος ο ένας, ιδιοκτήτης λαϊκού μπαρ ο άλλος, κλινικάρχης ο τρίτος -, στριμώχνονται σε ένα κουρσάκι και αλωνίζουν πόλη και ύπαιθρο σκαρώνοντας τις πιο απίθανες φάρσες.

Παριστάνουν τους τοπογράφους του υπουργείου Δημοσίων Εργων και ανακοινώνουν στους έντρομους κατοίκους ενός μικρού χωριού ότι η εκκλησία, το δημαρχείο και τα μισά τους σπίτια πρόκειται να γκρεμιστούν για να περάσει η νέα εθνική οδός. Μεταμφιέζονται σε μαφιόζους και στήνουν γύρω από ένα μίζερο ανθρωπάκι έναν χορό του τρόμου, με δήθεν καταδιώξεις, δήθεν πιστολίδια, δήθεν μέχρις εσχάτων σύγκρουση με την αντίπαλη –αόρατη βεβαίως –συμμορία. Εισβάλλουν απρόσκλητοι σε μια δεξίωση, σε ένα πλουσιόσπιτο, και σπέρνουν τον πανικό όταν ο ένας τους αποπατεί μες στο καθοίκι του παιδιού της οικογένειας. «Πώς έκανε ο μπέμπης μου τέτοιο πράγμα;», παθαίνει κρίση υστερίας η μαμά, «φωνάξτε επειγόντως τον γιατρό!».

Οίστρος ανίερος, κέφι αστείρευτο διακατέχει τους Εντιμότατους Φίλους –τους μεταμορφώνουν σε διαβολάκια που με τις τρίαινές τους λογχίζουν τον καθωσπρεπισμό, τα χρηστά ήθη, τις κοινωνικές συμβάσεις. «Ετσι θα γίνουμε κι εμείς μεγαλώνοντας!» ορκιζόμασταν με την αγοροπαρέα, παρακολουθώντας για πέμπτη ή για δέκατη πέμπτη φορά την ταινία, λέγοντας μαζί με τον Ούγκο Τονιάτσι και τον Φιλίπ Νουαρέ τις σπαρταριστές ατάκες.

Προχθές, μπροστά στην τηλεόραση, μελαγχόλησα. Δεν ήταν που οι δικοί μου εντιμότατοι φίλοι βρίσκονταν μακριά –ο ένας πηγμένος στη δουλειά, μπας και ρεφάρει το κόκκινο δάνειο, ο άλλος σε χημειοθεραπείες, ο τρίτος σε βαθιά κατάθλιψη, προδομένος από την «πρώτη φορά Αριστερά», για χάρη της οποίας μας αποκήρυξε –κι εγώ δεν είχα αυτοκίνητο για να τους ξεσηκώσω από σπίτια και νοσοκομείο και να τους βγάλω στον δρόμο με άγνωστο προορισμό. Δεν ήταν καν ότι καβατζάραμε τα πενήντα στερημένοι από χαρά –τσαλαβουτούσαμε, αντιθέτως, επί δεκαετίες στις κραιπάλες και στις σκανταλιές, για μια τηλεφωνική φάρσα βρέθηκα κάποτε ανακρινόμενος σε αστυνομικό τμήμα.

Είναι ότι το πνεύμα των Εντιμότατων Φίλων, το σκώμμα και η ελευθεριότητα της νιότης μας έχουν τεθεί εκτός εποχής, σύντομα ίσως και εκτός νόμου. Στον κόσμο της πολιτικής ορθότητας, το να τρομοκρατείς αθώους χωρικούς αναγγέλλοντας κατεδαφίσεις και απαλλοτριώσεις ονομάζεται διασπορά fake news. Το να θαυμάζεις και να σχολιάζεις με τους κολλητούς σου τα κάλλη των εργατριών που σχολάνε από το υφαντουργείο αποκαλείται σεξισμός του χειρίστου είδους. Εάν δε τολμούσε κάποιος να πάρει αγκαλιά ένα ξένο νήπιο και να το μετακινήσει από το γιογιό του, θα τον έχωναν βαθιά στη φυλακή, φορτώνοντάς του το έγκλημα της παιδοφιλίας. Στον κινηματογράφο –θα μου πείτε -, στη μυθοπλασία γενικά, συγχωρούνται οι υπερβολές. «Η τέχνη διαμορφώνει συνειδήσεις» θα σκέφτονταν, και δικαίως, οι νυν κρατούντες. Και θα απαγόρευαν –στοιχηματίζω –την προβολή των «Εντιμότατων φίλων μου».

Τι να καυτηριάσεις έπειτα στις μέρες μας; Το 1975 –και το 2000 ακόμα -, εχθροί σου ήταν οι «τα φαιά φορούντες, περί ηθικής λαλούντες». Οι μικροαστοί δάσκαλοι, οι υποκριτές παπάδες, οι στρατευμένοι νεολαίοι που σου γάνιαζαν τα αφτιά με τα μανιφέστα τους, οι γιάπηδες που τα ‘χαν δήθεν καταφέρει και κοκορεύονταν για τα πούρα και για τα σκάφη τους. Σήμερα αβγαταίνουν σε όλη την Ευρώπη οι νεοναζί. Δεν ξεκολλάει ο κόσμος από τις οθόνες των κομπιούτερ και των κινητών καταναλώνοντας και αναπαράγοντας τις πιο εξωφρενικές ανοησίες. Αν, δε, τολμήσεις να πεις κιχ για τον Μωάμεθ, μπορεί και να σε ανατινάξουν. Σήμερα η πραγματικότητα μας έχει στριμώξει στη γωνία και αργά μάς στραγγαλίζει.

Το σύνθημα «ένα γέλιο θα σας θάψει!» ηχεί πιο έωλο σήμερα από ποτέ.