Καθώς καθαρίζω το λάπτοπ και το κινητό μου από διάφορα διαδικτυακά στιγμιότυπα που αποθηκεύω ως αφορμή για τα θέματα αυτής της στήλης πέφτω συχνά σε μια φωτογραφία. Τα πλάνα μπορεί να είναι διαφορετικά, ίσως και οι φωτογράφοι. Κάποια ακτή της Μυτιλήνης, όπου συσσωρεύονται οι πλαστικές βάρκες και τα σωσίβια των προσφύγων. Και είναι αυτά τα πορτοκαλιά φωσφοριζέ γιλέκα, λαμπιόνια σε φόντο μαύρο, σαν το απεκδυόμενο ρούχο της απόγνωσης. Ηθελα να γράψω γι’ αυτήν την εικόνα, είχα σκεφθεί μάλιστα και τον τίτλο. «Τα πορτοκαλιά να μην τα βάλεις πια».

Και ο χρόνος τελείωσε και το κείμενο δεν κατάφερα να το γράψω. Κάθε φορά που προσπαθούσα, τα παρατούσα. Ενιωθα, ακόμη και ως επαγγελματίας της γραφής, αμηχανία να περιγράψω κάτι που οι λέξεις όταν πέφτουν επάνω του θρυμματίζονται. Από την προσπάθεια μού έμεινε η αναρώτηση κάποιου φίλου: «Μα πώς μπαίνουν με τα παιδιά τους σε μια λαστιχένια βάρκα για να ταξιδέψουν με οκτώ μποφόρ; Δεν καταλαβαίνουν ότι το πιθανότερο είναι να πνιγούν;». Και θυμήθηκα τότε αυτούς που στους Δίδυμους Πύργους έπεφταν από τον 50ό όροφο για να γλιτώσουν από τη φωτιά. Μια κυρία μάλιστα καθώς πηδούσε, όπως την έδειχνε η συγκλονιστική φωτογραφία, κρατούσε σφιχτά την τσάντα της. Είναι άραγε η απόγνωση κοινή πατρίδα των ανθρώπων;

Καλή χρονιά λοιπόν με μια ευχή που δεν θα πραγματοποιηθεί ποτέ όσο υπάρχουν άνθρωποι αλλά που εξακολουθούμε να την κάνουμε για να υπάρχουν άνθρωποι. Να μη βρεθεί κανείς ποτέ ξανά σε απόγνωση.