Συνδετικός κρίκος στα πέντε ημιαυτόνομα μέρη του τελευταίου βιβλίου του Τζόναθαν Κόου είναι η Ρέιτσελ, ένα κορίτσι που παρακολουθούμε λίγο πολύ από τα έξι ώς τα είκοσι τρία του χρόνια. Επίσης είναι ενίοτε η αφηγήτρια αν και δεν είναι πάντοτε σαφές ποιων ακριβώς κομματιών του βιβλίου. Κατά τα άλλα, θα μπορούσε να πρόκειται για μια συλλογή από νουβέλες, εξού και ο υπότιτλος. Υπάρχουν και πολλά άλλα πρόσωπα που αίφνης εξαφανίζονται για να επανεμφανισθούν διακόσιες ή τριακόσιες σελίδες αργότερα και να περιπέσουν στην οριστική λήθη. Κάποιο λόγο, σκέφτομαι, θα έχει ο συγγραφέας για τις τόσες ελευθερίες που παίρνει. Εχουμε πάντως εδώ τον κλασικό Κόου, δημοφιλέστατο από το σύνολο των βιβλίων του (Πόλις): θυμωμένο με το νεοφιλελεύθερο μεταθατσερικό κατεστημένο, ανηλεώς σατιρικό κατά των κυρίαρχων θεσμών και της κουλτούρας των τελευταίων κυρίως δεκαετιών (Reality ΤV, offshore, ταινίες τρόμου, ακόμη και το Τέρας του Λοχνές αυτοπροσώπως σε σύγχρονες εκδοχές του). Υπάρχει βεβαίως κι ένα άλλο εύρημα που συνδέει χαλαρά τις ανεξάρτητες αφηγηματικές γραμμές του βιβλίου: ο αριθμός 11 του τίτλου. Παρελαύνουν το γνωστό 11 της πρωθυπουργικής κατοικίας στην Ντάουνινγκ Στριτ, το λεωφορείο υπ. αριθ. 11 στο Μπέρμιγχαμ που κυκλώνει την πόλη, και οι 11 υπώροφοι μιας μονοκατοικίας στο Τσέλσι που, σε μια απότομη στροφή της αφήγησης προς το τέλος, αποδεικνύεται ότι φιλοξενούν ορδές τερατωδών πλασμάτων. Υπάρχουν και άλλα πολλά ενδεκάρια πλην του γνωστότερου ίσως, αυτού της ποδοσφαιρικής ενδεκάδας.

Περίπλοκος καμβάς

Πρόκειται για αριθμολαγνεία; Δεν το γνωρίζω και πάντως δεν ανίχνευσα τον βαθύτερο συμβολισμό του αριθμού. Ο περίπλοκος καμβάς της πλοκής εκτείνεται άλλωστε σε τόσες κατευθύνσεις που ο αναγνώστης συχνά λησμονεί ότι η αρχική σύμβαση τού είχε υποσχεθεί ουσιώδη σύνδεση των επιμέρους ενοτήτων. Πρωτοσυναντούμε την εξάχρονη Ρέιτσελ σε μια σκηνή τρόμου σε ένα ζοφερό τοπίο κάπου κοντά στο Λιντς, όπου μέσα σε μια παγωμένη εκκλησία ο 14χρονος αδελφός της τής κάνει μια χοντρή πλάκα με φαντάσματα. Οι σκηνές τρόμου επανέρχονται αργότερα, λ.χ στα δέκα της χρόνια, με τη μιγάδα φίλη της Αλισον να θέλει να ξεδιαλύνει το μυστήριο μιας περιθωριακής επιθετικής νεαρής που φιλοξενεί στο μυστηριώδες σπίτι της χιλιάδες πουλιά και έναν κινέζο φυγάδα, παράνομο εργάτη μιας εφιαλτικής βιομηχανίας τροφίμων. Το ίδιο εκείνο καλοκαίρι του 2003 η Ρέιτσελ θα μάθει μέσω των παππούδων της για τον πόλεμο στο Ιράκ και τον θάνατο του εμπειρογνώμονος του ΟΗΕ Εντουαρντ Κέλι που είχε εμπλακεί στη γνωμάτευση για το χημικό οπλοστάσιο του Σαντάμ Χουσεΐν. Ο τρόμος (δημόσιος και ιδιωτικός) φαίνεται πως στοιχειώνει την κατά τα άλλα ομαλή ζωή της, γιατί εκτός από τις ποικίλες χιτσκοκικές αναφορές (στα «Πουλιά», στο «Ψυχώ»), έχουμε και την πρόσληψή της, μετά τις σπουδές της στην Οξφόρδη, στο ημιέρημο αχανές σπίτι μιας πολύ πλούσιας οικογένειας. Εκεί ασχολείται με τη μόρφωση των παιδιών, ταξιδεύοντας στον Εθνικό Δρυμό Κρούγκερ στη Νότια Αφρική ή στη Λωζάννη με ιδιωτικό αεροσκάφος, για να κάνει τις ασκήσεις μαθηματικών των παιδιών κατ’ εντολήν της ρωσοκιργίζιας συζύγου του ζάπλουτου πατέρα που διαθέτει παράνομους τραπεζικούς λογαριασμούς σε μερικές δεκάδες χώρες. Η Ρέιτσελ θα παραμείνει σε όλο το βιβλίο το ηθικό αντίβαρο στα εγκλήματα του χρήματος και των φορέων του.

Μονοπόδαρη, μαύρη και λεσβία
Ενδιαμέσως παρακολουθούμε μέλη της οικογένειας Γουίνσο, γνωστής μας από το «Τι ωραίο πλιάτσικο!» να κάνουν πολλά και διάφορα. Να παίρνουν εργολαβίες αποναρκοθέτησης σε τριτοκοσμικές χώρες (τις οποίες, με άλλες εργολαβίες, είχαν εξοπλίσει), να διευθύνουν μουσεία και επίσης μια εφημερίδα συντηρητικών κατευθύνσεων επιτιθέμενοι στους μετανάστες, τους έγχρωμους και τους δικαιούχους επιδομάτων πρόνοιας. Μεταξύ των τελευταίων η Αλισον, που έχει στο μεταξύ χάσει το πόδι της, δηλώνει λεσβία και, όντας κατά το ήμισυ μαύρη, γίνεται στόχος μιας νεαρής φιλόδοξης Γουίνσο. («Μονοπόδαρη, μαύρη και λεσβία»!!). Εντέλει παγιδεύεται και καταλήγει πρόσκαιρα στη φυλακή. Υπάρχει και ο πατήρ Γουίνσο που υπονοείται ότι δολοφονεί stand up κωμικούς οι οποίοι δυσφημούν την κόρη του, αν και αυτή η αφηγηματική γραμμή διακόπτεται βιαίως χωρίς να εξηγηθούν πολλά. Είναι αυτοί οι Γουίνσο που στις πιο εμπνευσμένες και εντελώς αυτόνομες σελίδες του βιβλίου θα θεσπίσουν ένα «βραβείο των βραβείων» στη μνήμη θανόντος μέλους της οικογένειας. Το υπερβραβείο αυτό δεν είναι παρά μια παρωδία των βραβεύσεων όπου διαγωνίζονται, χωρίς κανένα κριτήριο, από το Νομπέλ Φυσικής ώς το βραβείο κηπουρικής της τάδε κομητείας, τα γαλλικά λογοτεχνικά βραβεία που δίνονται αφειδώς και μ’ ανοιχτή καρδιά, ακόμη και το λεγόμενο Βραβείο Κακού Σεξ. Είναι αυτονόητο ποια κερδίζουν σ’ αυτή την παρωδία δημοκρατίας και συμμετοχής του κοινού. Υπάρχει και μια άλλη ενδιαφέρουσα, σχεδόν παρένθετη ιστορία, που αφορά τη μητέρα της Αλισον. Πρόκειται για μια εργαζομένη σε δημοτική βιβλιοθήκη όπου περικόπτονται διαρκώς οι ώρες εργασίας της, μέχρι που καταφεύγει σε ένα ριάλιτι σόου στην αυστραλιανή ζούγκλα, όπου και γίνεται αντικείμενο συλλογικού χλευασμού και διαδικτυακού μίσους κατ’ επιλογήν των παραγωγών. Ζει τρομακτικές στιγμές όταν της βάζουν στο στόμα ένα τεράστιο έντομο ή την κλείνουν σε μια σπηλιά με χιλιάδες αράχνες να περπατούν επάνω της. Περικόπτεται επίσης στο μοντάζ η μοναδική σκηνή θριάμβου της, όταν τραγουδά μια παλιά της επιτυχία που την έκανε προ ετών πρόσκαιρα διάσημη σε εκπομπή νέων ταλέντων. Επιστρέφει ράκος και καταλήγει να κάνει βόλτες με το λεωφορείο 11 γύρω από το μονίμως συννεφιασμένο Μπέρμιγχαμ και να ζει μέσω μιας τράπεζας τροφίμων όπου και την συναντά τυχαία η εθελόντρια Ρέιτσελ.

Το κλειδί

Η έννοιατης νοσταλγίας

Η αποδιοργάνωση του κράτους πρόνοιας, η αντικατάσταση της παραδοσιακής εργατικής τάξης των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων από μετανάστες, η περιθωριοποίηση της λαϊκής κουλτούρας και γενικότερα η απώλεια των όποιων κοινωνικών σταθερών αποτελούν την εμμονή του Κόου. Η νοσταλγία για ένα προ πολλού διερρηγμένο κοινωνικό συμβόλαιο προσωποποιείται σε μερικές ευφυείς σελίδες (ενότητα «Ο Κρυστάλινος Κήπος») όπου η καθηγήτρια της Ρέιτσελ στην Οξφόρδη αναφέρεται στον αδικοχαμένο άντρα της, περιγράφοντάς τον ως άνθρωπο εμμονικό με την ανασύσταση της παιδικής του ηλικίας, μέσω μιας ταινίας που έτυχε να δει στα χρόνια της αθωότητας. Οσο παρατραβηγμένη και αναίτια φλύαρη αν φανεί στον αναγνώστη η ενότητα αυτή, δεν παύει ν’ αναδεικνύει την έννοια της νοσταλγίας ως το κλειδί για την κατανόηση της θεματικής του Κόου, που εμπεριέχει ωστόσο και την υπαρξιακή του αντίφαση: πώς μπορεί τελικά ένας ξεκάθαρα εργατικών πολιτικών πεποιθήσεων συγγραφέας να νοσταλγεί τα χρόνια της εκμετάλλευσης στις εργατογειτονιές της φτώχειας; Μήπως έτσι, περνάει στο στρατόπεδο των συντηρητικών και των προασπιστών των παλαιών αρχών της αυστηρά διαστρωματωμένης βρετανικής κοινωνίας, στην οποία μάλιστα αναφέρεται σατιρίζοντας εύστοχα τη γνωστή σειρά «Downton Abbey»; Τελικά, δεν είναι λίγο απλοϊκό το μότο «οι φτωχοί είναι καλοί και οι πλούσιοι κακοί;».

Με αυτά και με άλλα, ένα ακόμη βιβλίο του Κόου τσουλάει μια χαρά αν αποδεχτείς ότι δεν πρέπει να περιμένεις ιδιαίτερη εμβάθυνση στους χαρακτήρες και στις μεταξύ τους συγκρούσεις. Αλλωστε αυτό δεν ήταν ποτέ το δυνατό του σημείο. Ακόμη και η μοναδική ερωτική σκηνή έρχεται κάπως άτσαλα, όταν πια έχουμε λησμονήσει την ύπαρξη (και) του έρωτα στην πραγματική ζωή. Σε αντιστάθμισμα παραμένει ένας καλός πολιτικός σατιρικός χρονικογράφος, ευφάνταστος και διαβαστερός, που κάθε τόσο μας δίνει μια ηθική αποτίμηση της κατάστασης του αγγλικού έθνους – κάτι πολλαπλώς χρήσιμο αυτές ειδικά τις ημέρες.

Jonathan Coe

Αριθμός 11

Μτφ. Αλκηστις Τριμπέρη,

Εκδ. Πόλις 2016, σελ. 515

Τιμή: 20 ευρώ