Εκείνο που ξέρουμε όλοι οι παροικούντες την καλλιτεχνική μας Ιερουσαλήμ είναι το αυτονόητο. Σε μια εποχή που απαιτήσαμε και συχνά πετύχαμε να έχουμε ως πολίτες πλήρη διαύγεια για τα ποσά που διατίθενται για τον πολιτισμό και άλλες δημόσιες δαπάνες από το κράτος, είχαμε το απόλυτο μαύρο, την πλήρη άγνοια για τα ποσά που διετίθεντο και ποιοι τα εισέπρατταν στον μακρόβιο θεσμό των Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου. Τώρα διαβάζω πως με διαχειριστικό έλεγχο ενδελεχή που έγινε διαπιστώνονται σκανδαλώδεις συμβάσεις. Δεν έχω γνώμη και αναμένω την πλήρη ενημέρωση από τα επίσημα ελεγκτικά όργανα.

Είδα όμως τις περίφημες παραδοσιακές υπογραφές καλλιτεχνών που, πριν υπάρξει υπεύθυνη ενημέρωση και τετελεσμένα, τάσσονται υπέρ του επί 11 χρόνια καλλιτεχνικού προέδρου και εκτελεστικού διευθυντή των δύο Φεστιβάλ που ελέγχεται για οικονομικές ατασθαλίες στα επίσημα πορίσματα.

Εγώ δεν θα υπεισέλθω στο διερευνούμενο οικονομικό σκάνδαλο, αν είναι εντέλει σκάνδαλο.

Θα μείνω στην τελείως αστήρικτη μυθοποίηση ενός κυρίου που ήρθε από το πουθενά και διαχειρίστηκε εν λευκώ και ανεξέλεγκτα έναν πολιτιστικό θεσμό που ξεκίνησε το 1955, δηλαδή 50 χρόνια πριν ξεφυτρώσει ουρανοκατέβατος ένας αποτυχημένος έλληνας χορευτής που ξενιτεύτηκε 18 χρονών και εξελίχτηκε σε μάνατζερ ενός μπαλέτου στη Λυών. Οχι χορογράφος με άποψη και σχολή. Μάνατζερ!.. Οταν προτάθηκε από την ιδιαιτέρα του Κώστα Καραμανλή του νεότερου, ουδείς εγνώριζε ούτε αυτόν ούτε το έργο του εκτός από έναν, ομολογώ, σημαίνοντα έλληνα καλλιτέχνη του χορού.

Και από την πρώτη στιγμή βάλθηκε να αποδομήσει εν πρώτοις το Φεστιβάλ Επιδαύρου. Σε μένα προσωπικά ομολόγησε πως δεν το ήθελε καθόλου, αλλά ήταν υποχρεωμένος να το λουστεί γιατί πήγαινε «πακέτο» (τα λόγια του!) με το Φεστιβάλ Αθηνών.

Ετσι το αλλοίωσε. Αλλοίωσε μια θεμελιωμένη και καταξιωμένη παράδοση πενήντα χρόνων, όπου ο χώρος του αρχαίου αμφιθεάτρου του Πολυκλείτου είχε εκ των πραγμάτων και την αισθητική τού να φιλοξενεί αρχαίο δράμα. Αυτά τα πενήντα χρόνια παίχτηκαν στην Επίδαυρο πάνω από 300 παραστάσεις επί δύο ημέρες, άρα 600, με μέσο όρο προσέλευσης 6.000 την παράσταση, άρα είδαν αρχαίο δράμα 3.600.000 θεατές, με σίγουρο αριθμό ξένων επισκεπτών γύρω στους 600.000.

Από την πρώτη στιγμή δεν αποκλείστηκαν ούτε ξένοι σκηνοθέτες ούτε ξένοι θίασοι, αρκεί να ανέβαζαν αρχαίο δράμα. Ετσι είδαμε και τον Ρονκόνι να σκηνοθετεί στο Εθνικό με Παράβα και Σαββόπουλο στη μουσική τον «Πλούτο» του Αριστοφάνη. Ετσι είδαμε τον Πέτερ Στάιν να σκηνοθετεί έλληνες ηθοποιούς στην «Ηλέκτρα» και τον Πίτερ Χολ «Ορέστεια», «Οιδίποδες», «Λυσιστράτη» με άγγλους ηθοποιούς. Πέρυσι που ήρθαν οι Ιάπωνες του θεάτρου Νο και έπαιξαν «Νέκυια» του Ομήρου αναθαρρύναμε πως επέστρεψε η παλιά λογική του θεσμού.

Στο διάστημα όμως που οργάνωνε τις παραστάσεις ο ουρανοκατέβατος μάνατζερ του χορού, η Επίδαυρος μουντζουρώθηκε με παραστάσεις Σαίξπηρ, Μολιέρου, Μπέκετ και «Γκόλφω» του Περεσιάδη. Οσοι 45 χρόνια με διαβάζουν θα αντιλαμβάνονται πως δεν τρέφω μίσος ή απέχθεια για τον Σαίξπηρ, τον Μολιέρο, τον Μπέκετ, αλλά και για τον Περεσιάδη. Τους θεωρώ τον καθένα μεγάλα κεφάλαια του παγκόσμιου και του εθνικού μας δραματολογίου.

Αλλά για ένα στοιχειωδώς ενήμερο στο στυλ και στο σκηνικό ήθος του θεατρικού δραματολογίου, ποια θέση μπορεί να έχει σ’ ένα ελληνικό αμφιθέατρο του 4ου π.Χ. αιώνα ένα θέατρο της ελισαβετιανής εποχής, ένα θέατρο του μπαρόκ, ένα θέατρο του υπαρξιακού παραλόγου και μια ηθογραφία του 19ου ελληνικού αιώνα;

Παίχτηκε ποτέ ένας Σαίξπηρ στα φεστιβάλ των ιαπωνικών θεάτρων Νο ή Καμπούκι; Παίχτηκε ποτέ Μολιέρος στα φεστιβάλ Κατακάλι στην Ινδία ή Μπέκετ στα φεστιβάλ της κινεζικής Οπερας;

Ακούσατε ποτέ να ανέβηκε έστω ο μεγαλοφυής Μότσαρτ στο Φεστιβάλ Βάγκνερ του Μπαϊρόιτ;

Τα τελευταία χρόνια, ανάμεσα στον αλλοπρόσαλλο αχταρμά της Επιδαύρου εκλήθησαν και σκηνοθέτησαν ο Στούρουα, ο Γκότσεφ, ο Σουζούκι, ο Λάνγκχοφ. Καλοδεχούμενοι, ανεξάρτητα αν έφερναν στην Επίδαυρο όλη την αποδομητική μεταμοντέρνα αμηχανία. Το αρχαίο δράμα ύστερα από 2.500 χρόνια δεν έχει να φοβηθεί όποια κακομεταχείριση. Αντίθετα, ξέρει και να εκδικείται και μέσω της διαστρέβλωσης των διανοιών και των ηθών που υφίσταται παραδίδει στις νέες γενιές θεατών ύψιστα μαθήματα για το τι σημαίνει παραβίαση ή και βιασμός του κλασικού μέτρου.

Αν ήθελαν οι νεότεροι διαχειριστές του επιδαύριου Φεστιβάλ να διευρύνουν το δραματολόγιο, γιατί άραγε δεν έφεραν στο αργολικό θέατρο ελληνικές (με παραγγελία) και ιταλικές παραστάσεις ρωμαϊκού θεάτρου; Οι λατινικές τραγωδίες του Σενέκα και οι κωμωδίες του Πλαύτου και του Τερέντιου δεν αποτελούν κοινή κληρονομιά του αρχαίου πολιτισμού;

Οταν ο Ευαγγελάτος έφερε στην Επίδαυρο το αριστουργηματικό δραματολογικό του «μάθημα» με τους «Επιτρέποντες» του Μενάνδρου, η παράσταση έγινε πανεπιστημιακό δίδαγμα όταν παίχτηκε στο Φεστιβάλ του Εδιμβούργου. Και βέβαια ποτέ δεν παίχτηκε στην Επίδαυρο η «Μήδεια» του Σενέκα από τον Ευαγγελάτο με μια εκπληκτική Αντιγόνη Βαλάκου.

Θέλει θεατρολογικά εγγράμματους ένα θεατρικό φεστιβάλ ως προγραμματιστές. Γνώστες της ιστορίας των μορφών, των ειδών και των ηθών.

Οταν εγγράμματοι διηύθυναν το Φεστιβάλ, ο Σολομός ανέβασε τον «Δύσκολο» του Μενάνδρου με τον Γληνό, έναν χρόνο μετά την ανακάλυψη του χειρογράφου μέσα σε μια μούμια στην Οξύρρυγχο του Καΐρου!..

Και μόνο ένας εγγράμματος όπως ο Ευαγγελάτος έφτιαξε μια εξαίσια παράσταση με αποσπάσματα από χαμένες τραγωδίες του Αισχύλου στην «Ψυχοστασία» μ’ έναν υπέροχο Λευτέρη Βογιατζή πρωταγωνιστή.

Στο Φεστιβάλ Αθηνών και στο Ηρώδειο οι τότε διευθυντές του θεσμού μετακαλούσαν σημαντικές θεατρικές παραστάσεις. Πριν από τον σημερινό μάνατζερ που μας κουβάλησε εφτά φορές σε έξι χρόνια τον μεταμοντέρνο Οστερμάγερ –τις περισσότερες φορές στο Θέατρο της Πειραιώς των 350 θέσεων -, στο Ηρώδειο είδαμε Λόρκα με την Εσπερτ, «Κοριολανό» με τον Ιαν ΜακΚέλεν, «Αμλετ» του Πίτερ Χολ, την Οπερα του Πεκίνου, το ινδικό θέατρο Κατακάλι, Νο και Καμπούκι των Ιαπώνων, τον «Υπηρέτη δύο αφεντάδων» του Γκολντόνι, μυθική σκηνοθεσία του Στρέλερ, τη Μαρί Μπελ, τη Μαρία Καζαρές, τον μεγάλο γεωργιανό ηθοποιό Τσιγκβάντζε στον «Ληρ» του Στούρουα, την «Οπερα της πεντάρας» και τον «Κύκλο με την κιμωλία» του Μπρεχτ με το Μπερλίνερ Ανσάμπλ και στο πλαίσιο της Αθήνας Πολιτιστικής Πρωτεύουσας την «Μπαχαβαράτα» του Μπρουκ, τον «Μπόρκμαν» του Ιψεν του Μπέργκμαν και την «Καταιγίδα» του Στρίντμπεργκ του Στρέλερ. Και βέβαια Τσέχοφ από τον Λιουμπίμοφ.

Οχι σε μια αίθουσα 350 θέσεων, αλλά στο Ηρώδειο για δυο βραδιές με 10.000 θεατές. Μαθήματα λαϊκής επιμόρφωσης. Οχι σεμινάρια κουλτουριάρηδων.

Θέλετε να μιλήσουμε για Ηρώδειο φίσκα με χορευτές σαν τον Νουρέγεφ, τη Φοντέιν, την Πλισέτσκαγια, τον Κάνιγκαμ και τη θεά του χορού Μάρθα Γκράχαμ;

Και στο πόντιουμ των ορχηστρών τον Φον Κάραγιαν, τον Στοκόφσκι, τον Φουρτβένγκλερ, τον Ανσενέ και σολίστ τον Γκουλντ, τον Ρουμπινστάιν, τον Οϊστραχ, τον Στερν, τον Καζάλς, τον Εϊνάουντι, την Μπαχάουερ και τον μεγάλο Ροστροπόβιτς.

Τότε πρωτακούστηκαν Ξενάκης, Αντωνίου, Χρήστου, Δραγατάκης, Καλομοίρης, Αντ. Ευαγγελάτος, όταν ο τότε διευθυντής του Φεστιβάλ επέβαλε σε κάθε πρόγραμμα ξένης ορχήστρας (Ν. Υόρκης, Λονδίνου, Βερολίνου, Βιέννης, Πράγας, Λένιγκραντ) να υπάρχει υποχρεωτικά ελληνικό συμφωνικό έργο.

Αλλά πρέπει ο διευθυντής να είναι φιλέλλην!