Εκατόν δεκαπέντε χρόνια μετά την υπόθεση Ντρέιφους και την εμβληματική παρέμβαση του συγγραφέα Εμίλ Ζολά που δημοσίευσε το περίφημο «Κατηγορώ» του στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας «L’ Aurore», οι παρεμβάσεις διανοουμένων και καλλιτεχνών για μείζονα δημόσια πολιτικοκοινωνικά θέματα πάντα ταράζουν τα νερά.

Ετσι και η πρόσφατη και εξελισσόμενη περιπέτεια της Κύπρου δεν θα μπορούσε να μείνει ασχολίαστη από τους ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών –αν και η πιο συγκροτημένη παρέμβαση που αναπαράχθηκε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ήταν εκείνη του γνωστού τραγουδοποιού Αλκίνοου Ιωαννίδη. Ισως, το γεγονός πως ο εν λόγω καλλιτέχνης κατάγεται από την Κύπρο ήταν το στοιχείο που έδωσε μια (όποια) βαρύτητα στο κείμενο που δημοσίευσε στην προσωπική του ιστοσελίδα. Εδώ, για την ακρίβεια υπό τον τίτλο «Ελεύθεροι κατακτημένοι», το κείμενο των 1.553 λέξεων που ανήρτησε ο Αλκίνοος στις 24 Μαρτίου (παραμονή της εθνικής επετείου του ξεσηκωμού του 1821) αφορούσε τα τεκταινόμενα στη γενέτειρά του.

ΟΙ ΣΚΛΑΒΟΙ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ. Τι είναι αυτό που επισήμανε ο τραγουδοποιός και τράβηξε τα φλας; «Τα καλύτερα παιδιά μας τα πουλήσαμε. Τα αφήσαμε να σπαταλούν τη ζωή τους σε λογιστικά βιβλία, σε γραφεία εταιρειών, σε άψυχους λογαριασμούς. Τα κάναμε σκλάβους με τίτλους διευθυντικού στελέχους. Τα ταΐσαμε χρήματα, τα σπουδάσαμε χρήματα, τα μάθαμε να σκέφτονται χρήματα, να υπηρετούν χρήματα, να ονειρεύονται χρήματα, να παντρεύονται χρήματα, να γεννάνε χρήματα, να είναι χρήματα. Μιλούν άπταιστα τα χειρότερα αγγλικά (αυτά της δουλειάς) και άθλια τα καλύτερα ελληνικά (τα κυπριακά). Οταν τα χρήματα λείψουν από πού θα κρατηθούν;», ήταν ένα από τα ερωτήματα που έθεσε ο Αλκίνοος Ιωαννίδης στο δικό του «Κατηγορώ», ενώ και με μια δόση σαρκασμού για τους αρτισύστατους πλούσιους της Κύπρου και την αεριτζίδικη ευμάρεια ρωτούσε ρητορικά (και όχι άδικα): «Πέρασαν χρόνια. Το κορίτσι από τις Φιλιππίνες έκλαιγε κρυφά στο κρεβάτι του για το παιδί και τη μάνα που άφησε για να σερβίρει καφέ τον κύριο Πάμπο, που έγινε σερ, για να σιδερώνει τα ακριβά βρακιά της κυρίας Αντρούλλας, που έγινε μάνταμ. Η κοπέλα θα γυρίσει φτωχή στο Μπάγκιο Σίτι ή στη Μανίλα. Θα αγκαλιάσει τη μάνα της, θα φιλήσει το παιδί της. Εμείς πού επιστρέφουμε; Τι μένει όταν ο σερ και η μάνταμ, έκπληκτοι, χάνουν το αυτοκίνητο, την υπηρέτρια, το λούσο και το σπίτι τους; Τι κρατιέται αναλλοίωτο μέσα στον χρόνο, κάτω από την επιφάνεια που βουλιάζει; Πού ακριβώς βρίσκεται ανεξίτηλα χαραγμένος ο βαθύς χαρακτήρας που μας επιτρέπει, όταν όλα αλλάζουν, να λέμε ακόμη «Εμείς»;».

Οσο και αν έμοιαζε αντιφατικό το γεγονός πως ο εν λόγω καλλιτέχνης του «Εμείς» τραβάει τον δικό του μοναχικό (έντεχνο) δρόμο από την ημέρα που έγινε ευρέως γνωστός ως ηθοποιός στο σίριαλ «Μπακούρια» (σε σενάριο, μεταξύ των άλλων, και Ηλία Ψινάκη) αλλά και του ευπώλητου «Στην αγορά του Αλ Χαλίλι» που το χόρευαν οι πάντες στα μέσα της δεκαετίας του ’90 –από φοιτητές με ανησυχίες μέχρι ευμαρείς και ευτραφείς μανατζαραίοι και επιχειρηματίες στα τραπέζια των φαν –στα ρεστοράν της Μυκόνου της αλήστου (χρηματιστηριακής) εποχής.

Μεγαλωμένος σε απολύτως καλλιτεχνικό περιβάλλον με πατέρα ζωγράφο (σχεδιάζει τα σκηνικά των παραστάσεών του και τα εξώφυλλα των δίσκων του), αδελφό ποιητή, μητέρα ασχολούμενη για χρόνια με το θέατρο και το ραδιόφωνο ως παραγωγός, μοιραία τον κέρδισε η τέχνη.

Ετσι, σπούδασε κλασική κιθάρα στο Ευρωπαϊκό Ωδείο Λευκωσίας, φοίτησε αργότερα στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και βέβαια άνοιξε τη δική του καλλιτεχνική περπατησιά στη μουσική, στον στίχο, στην ερμηνεία και αρχικά όπως προείπαμε και στην υποκριτική. Εδώ μια ειδική σημείωση: Παρότι αρχικά ο Αλκίνοος είχε όνειρα και για τη σκηνοθεσία στον κινηματογράφο, ένα τηλεφώνημα το μακρινό 1993 από τον Εύη Γαβριηλίδη ήταν η αιτία για να πάρει τον ρόλο του Μοσχίωνα στη «Σαμία» που ανέβαζε τότε ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου (ΘΟΚ) στην Επίδαυρο. Μια εμπειρία που ο ίδιος περιγράφει ακόμη ως μοναδική, αν και επαναλήφθηκε το 1996 όταν υποδύθηκε τον Απόλλωνα στην «Αλκηστη» με το Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν.

Βεβαίως κάπου τότε οριστικοποιεί την πορεία του στο τραγούδι, κάνει δίσκους, γράφει μουσικές, στίχους, κάνει ενορχηστρώσεις, συμμετέχει σε δίσκους άλλων, κάνει επιτυχίες (ο περίφημος «Βόσπορος» βέβαια κατηγορήθηκε από μερίδα των κριτικών ως ολίγον «εθνικιστικό» τραγούδι τα χρόνια που επίσης ακουγόταν παντού) και τραβάει μια (συνεπή) γραμμή στο τερέν του λεγόμενου έντεχνου, σε αντίθετη τροχιά από τους κύπριους συναδέλφους του που πρωταγωνιστούν στην ποπ όπως η Βίσση, ο Χατζηγιάννης και άλλοι. Μια γραμμή που τον ήθελε λιτό, με ένα μπλουζάκι και ξυπόλητο στις δύο πρόσφατες καλοκαιρινές εμφανίσεις του στο Θέατρο της Μικρής Επιδαύρου.

ΑΚΡΙΒΟΘΩΡΗΤΟΣ. Με περιοδείες στο εξωτερικό, με παραπάνω από 1.700 συναυλίες σε Ελλάδα και Κύπρο (ποτέ σε κομματικές εκδηλώσεις όπως τονίζει), με ενασχόληση με τα μουσικά όργανα (παίζει μπαρόκ φλάουτα, κρουστά και βέβαια κιθάρα μεταξύ των άλλων), αγαπάει όπως λέει το ποδήλατο, τα Κύθηρα, τη Ρωσία και βέβαια τις τρεις κόρες του που όταν τις βγάζει βόλτα προτιμά να απενεργοποιεί το κινητό του τηλέφωνο. Ετσι κι αλλιώς, είναι ολίγον ακριβοθώρητος για τους δημοσιογράφους, δεν ανήκει στους φλύαρους καλλιτέχνες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, μένει εκτός Αθηνών (τώρα στη Σταμάτα, παλαιότερα σε χωριό της Εύβοιας), ενώ προτιμά να παρεμβαίνει με κείμενα και συχνά παίρνει θέση στα πολιτικά δρώμενα –ως συνέχεια των καλλιτεχνικών του δράσεων. Ετσι οι παροικούντες στην Ιερουσαλήμ δεν αιφνιδιάστηκαν από την πρόσφατη παρέμβασή του για την οικονομική κατάρρευση της Κύπρου αφού πριν από έναν χρόνο (την 1η Μαρτίου) είχε δημοσιεύσει θέμα, με αφορμή τότε τη διένεξή του με έναν Βρετανό στο Λονδίνο. Τότε ο Αλκίνοος με ένα κείμενο 1.446 λέξεων που επίσης δημοσιεύθηκε στην προσωπική του ιστοσελίδα κατακεραύνωνε με περισσή περηφάνια τον ατυχή Ρόμπερτ επειδή του είπε ότι «οι Ελληνες έκαναν ζημιά στις οικονομίες των άλλων χωρών της Ευρώπης». Τώρα, κατακεραύνωσε τις δομές μιας καταναλωτικής κοινωνίας. Μέχρι να ξαναπιάσει την κιθάρα του και να τραγουδήσει. Μέχρι το επόμενο (δικό του) «Κατηγορώ».

ΕΙΠΕ

Αντικαταστήσαμε το γλέντιστην πλατείατου χωριού μετο σκυλάδικο. Τον έρωτα μετο στριπτιζάδικο. Τα αναγκαία για την επιβίωση με ένα τζιπ γεμάτο άχρηστα ψώνια…

ΕΙΠΑΝ ΓΙ’ ΑΥΤΟΝ

Στην Κύπρο,όταν σκεφτόμαστε μουσική σκεφτόμαστε τον Αλκίνοο Ιωαννίδη

Διαδικτυακή έκδοση της «Liberation»