Δεν υπάρχει μία ­ και μοναδική ­ εικόνα για τη Μαρινέλλα. Ο καθένας μας

στην Ελλάδα έχει και μία εικόνα: άλλος την εικόνα της παρτενέρ του Στέλιου

Καζαντζίδη, άλλος εκείνη της μεγάλης φωνής, άλλος την εικόνα της γυναίκας με

τους θυελλώδεις γάμους… Θα είναι λίγοι, όμως, εκείνοι που δεν εντάσσουν τη

Μαρινέλλα στο (σπάνιο πλέον στην Ελλάδα) είδος των «σταρ». Σταρ και με την

έννοια της φωτεινής ­ και φωτισμένης ­ ερμηνείας στη σκηνή, που πιστοποιούν

όσοι είχαν την τύχη να τη δουν να λάμπει εκεί πάνω. Με μια λάμψη που διαρκεί,

όπως φαίνεται, τέσσερις δεκαετίες και τη φέρνει πια, τη Δευτέρα, και στο

Μέγαρο Μουσικής Αθηνών με το πρόγραμμα «Η Μαρινέλλα τραγουδά και θυμάται».


«Δεν κάνω τίποτε αν δεν το περάσω από το διυλιστήριο του μυαλού μου»

ΑΝ ΗΤΑΝ για μια τετ α τετ φιλική συζήτηση, η Μαρινέλλα θα πετούσε τη σκούφια

της. Θα καθόταν πιο αναπαυτικά στην πολυθρόνα απέναντι, θα άφηνε τον σπινθήρα

τής μάλλον πληθωρικής προσωπικότητάς της ν’ ανεβεί ώς το βλέμμα της και θα

φλυαρούσε χαριτωμένα ­ ακόμη και μονοπωλώντας τη συζήτηση.

Ο όρος «συνέντευξη» ­ όσο κι αν η πορεία θα της απεδείκνυε πόσο μπορεί να

«νερωθεί» με την έννοια συζήτηση ­ προέβαλε τη νευρικότητα στα μάτια της, το

σημειωματάριο στα χέρια μου άρχισε να φαντάζει ως εχθρός και οι ερωτήσεις

ακούγονταν στ’ αυτιά της λίγο σαν παγίδες.

Εκείνη την ώρα δεν μπορούσε να είναι η ­ απλή, πληθωρική, φιλική ­ Κυριακή

Παπαδοπούλου, αλλά η Μαρινέλλα. Ο αστραφτερός συνδετικός κρίκος δύο εποχών:

μίας που έφυγε ανεπιστρεπτί μαζί με τις ψυχές αυτών των μεγάλων που την έζησαν

και μίας που έμελλε ν’ ακολουθήσει, με λιγότερη ψυχή, περισσότερο επίπλαστο

κέφι και υφή που θύμιζε φελλό ­ για να επιπλέει στην επιφάνεια των πραγμάτων.

Η Μαρινέλλα ήταν εκείνη που κουβάλησε στην πλάτη της (ώς τις ημέρες μας,

ακόμη) τα ψήγματα ψυχής που έφερε μαζί του ο άνεμος της δημιουργίας, που

φύσηξε κάπου εκεί στα τέλη του ’50 αρχές ’60, τους θησαυρούς – υπολείμματα

ενός πολιτισμού, που διατηρήθηκε αιώνες στα κονάκια της Σμύρνης, της Πόλης,

του Πειραιά, της Κοκκινιάς, της Σαλονίκης. Κι έφερε στη φωνή της τον «χρυσό»

του ήχο και τις νύχτες χαράς και ντερτιού, καημού και παράπονου των

Παπαϊωάννου, Παγιουμτζή, Ρουμελιώτη, Μητσάκη, Ζαμπέτα.

Εκείνη η απλή μεγαλοσύνη, που τη ρούφηξε σαν σφουγγάρι το είναι της, της

στέρησε την άνεση απέναντι στον κόσμο της πληροφορίας ή της ­ ρηχής συχνά ­

πληροφόρησης και απέναντι στις άγραφες υποχρεώσεις, που ακολουθούν τη δόξα

μιας μεγάλης κυρίας.

Αυτός ο όρος, «Μεγάλη Κυρία της σκηνής», που μου είχε κολλήσει στο μυαλό κι

έβρεχε συνεχώς τα χείλια, την έκανε πρώτα να αντιδράσει: «Κυρία, τι είναι

κυρία; Ένας τίτλος. Που μπορεί να συνδεθεί και με μια καθαρίστρια. Δεν έκανα

καμιά προσπάθεια για να το λένε ­ αυτό που λένε. Φαίνεται πως το εισπράττει

τελικά ο κόσμος και θέλει να το δώσει. Πάντως, στην εποχή μας έχουν χαθεί πια

όλα αυτά. Είναι τόσοι οι σκόρπιοι τίτλοι που δίνονται από ‘δώ και από ‘κεί».

Εκείνο το «κυρία της σκηνής», όμως; «Εάν επάνω στη σκηνή κάνω αυτό που κάνω

και φθάνει κάτω, ιδού ένα μαγικό πράγμα που συμβαίνει. Δεν κάνω όμως καμία

προσπάθεια. Την ώρα που πατάω τη σκηνή, απλώς, γίνεται κάτι άλλο μέσα μου.

Εκεί πάνω, στη σκηνή, ο καθένας είναι μόνος του. Δεν μπορεί να τον ακολουθήσει

κανένας άλλος. Μόνος του βγάζει το φίδι από την τρύπα. Αν αυτή τη στιγμή,

αυτός ο χώρος που βρισκόμαστε γινόταν μια μικρή σκηνή και μου έριχναν ένα φως

και κάτω γινόταν σκοτάδι, αυτομάτως θα γινόμουν αυτό που λέτε. Θα ένιωθα το

φως μέσα μου. Και θα τραγούδαγα. Εκείνη την ώρα τραγουδάω για μένα. Και αυτό

το «για μένα» φθάνει, φαίνεται, κάτω. Αρκεί εκεί να υπάρχει σκοτάδι… Και,

τότε, το κουκούλι μπορεί να γίνει πεταλούδα.

ΠΕΤΑΓΑ


Οι μεταμορφώσεις μίας Μεγάλης Κυρίας, στο «Ρεξ»

Στη σκηνή δεν είχα ποτέ καμία ηλικία. Εξαφανίζονταν όλα. Ένιωθα πως πέταγα.

Ότι χόρευα. Αυτός ο χορός, μέσα μου, αυτό το σκαμπανέβασμα, με άλλαζαν. Και

αυτό συνέβαινε και όταν ήμουν άρρωστη ή όταν είχα χτυπήσει. Πάνω στη σκηνή,

απαγόρευα στον εαυτό μου να κουτσαίνει. Και έπειτα, στα παρασκήνια, ούρλιαζα

από τους πόνους. Είμαι απαιτητική, είμαι σωστή, είμαι επαγγελματίας. Γι’ αυτό

απαγορεύω στον εαυτό μου να είναι κάτι λιγότερο από αυτό που περιμένω. Κι αυτό

ζητάω κι από τους άλλους. Δεν μ’ αρέσει να ‘ναι τεμπέληδες. Το να θέλεις να

είσαι τέλειος, όμως, το περνάνε για σκληράδα. Ενώ δεν είναι έτσι. Δεν κάνω

τίποτε αν δεν το περάσω από το διυλιστήριο του μυαλού μου. Πάνω στη σκηνή,

όμως, δεν υπάρχει πια λογική για μένα. Φεύγουν όλα και μένει αυτό που βλέπετε».

Η Μαρινέλλα έζησε μια ζωή γεμάτη ­ απ’ όλα: χαρές, επιτυχίες, λύπες,

στενοχώριες, ερωτικές περιπέτειες (που τροφοδότησαν για χρόνια σελίδες

περιοδικών), γάμους, θριάμβους, αποτυχίες… Το νιώθει και η ίδια πως ήταν μια

γεμάτη ζωή. Και δεν έχει παράπονο. Δοξάζει το Θεό γι’ αυτό. Το πιο σημαντικό

όμως… «Το πιο σημαντικό είναι ότι πέρασα από πολύ μεγάλη γκάμα δημιουργών

και τραγουδιστών. Κάθησα στο πάλκο δίπλα τους. Μόνον που ήμουν στο μεταίχμιο.

Από τη μια όχθη ήταν όλοι αυτοί οι σπουδαίοι ρεμπέτες, οι μεγάλοι μουσικοί και

εγώ σιγά σιγά πέρασα στην άλλη όχθη. Έκανα τα σόου, με τα φώτα… Σήκωσα κόσμο

από την καρέκλα του. Κάθησα δέκα χρόνια στο πάλκο και ξαφνικά έβγαλα το θέατρο

από μέσα μου. Έτσι μου βγήκε. Δεν μου είπε κανένας. Πρώτα είπα, θέλω να

τραγουδήσω όρθια. Να βάλω ένα φουστάνι. Να βάλω ένα φως, όχι να τραγουδάω στο

καφενείο. Γιατί σαν καφενεία ήταν τότε τα κέντρα».

Έχει δηλώσει σε μία από τις ­ μετρημένες στα δάχτυλα ­ συνεντεύξεις της

«τραγουδίστρια οπτικοακουστική», αποδίδοντας ίσως τον όρο σόουγουμαν που της

καταλογίζεται. Και το αποδεικνύει διαρκώς, ανεξαρτήτως του είδους και της

ποιότητας των τραγουδιών που αποδίδει στη σκηνή. Και σ’ αυτό αντλεί έμπνευση

από πράγματα, που δεν μπορεί εύκολα να φανταστεί κανείς πως θα δημιουργούσαν

τη σπίθα σε μια απαστράπτουσα κυρία της σκηνής. «Μ’ έχουν εμπνεύσει πολλά

πράγματα», λέει. «Από το φως του τζακιού, ας πούμε, έβγαλα κάποιους φωτισμούς

στη σκηνή».

Αναγνωρίζει πως το τραγούδι έχει πια αλλάξει στις ημέρες μας. «Αυτό έγινε όμως

ανά τον κόσμο. Έχει πέσει κακός στίχος, κακή μουσική. Κάποτε περάσαμε μία

περίοδο που είχαμε όλο ωραία τραγούδια. Υπάρχουν τελικά περίοδοι στον κόσμο.

Που βγαίνουν είτε όλοι οι μουσικοί μαζί είτε όλοι οι ζωγράφοι είτε όλοι οι

ποιητές. Βέβαια, ανάμεσα στις περιόδους ύφεσης βγαίνουν και κάποια καλά

τραγούδια. Και στην Ελλάδα βγήκαν. Όχι όμως στο ύψος των τραγουδιών του Μάνου

ή του Μίκη».

Δεν θα μπορούσε να μετρήσει κανείς εύκολα όλα τα τραγούδια που είπε η

Μαρινέλλα. Τα αγάπησε, όμως, όλα; «Όχι, δεν τα αγάπησα όλα τα τραγούδια μου.

Δεν ήταν όλα καλά. Έχω πει και άσχημα τραγούδια όπως όλοι μας ­ πιστεύω. Είπα

και κακά τραγούδια, εις γνώσιν μου, όμως. Γιατί; Ήταν οι συγκυρίες, πολλές

φορές. Κάποτε σου αρέσει ένα καλό τραγούδι κι αναγκάζεσαι να τραγουδήσεις μαζί

και ένδεκα «μάπες». Έχω πει κακά τραγούδια, δεν το κρύβω. Έχω πει και πάρα

πολύ ωραία.

Το θέμα είναι πώς τα λες. Πόσο τα υποστηρίζεις. Για να αποφασίσω να πω ένα

τραγούδι στη σκηνή, σημαίνει ότι το πίστευα. Πίστευα ότι θα περάσει. Αυτό,

βεβαίως, που γινόταν ­ που έκανα ­ εκεί στη σκηνή ήταν και παραπλανητικό,

παγαπόντικο. Τους έκανα να ξεχνούν τι άκουγαν. Γιατί έπρεπε να υποστηρίξω τα

τραγούδια. Με κάθε τρόπο. Δεν θα υποστηρίξεις το παιδί σου; Θ’ αφήσεις να το

φάει ο λύκος; Κι εγώ τα αγάπησα όλα αυτά τα παιδιά μου, τα τραγούδια».


Σε μία από τις ελάχιστες τηλεοπτικές εμφανίσεις της, το 1994 (με τον Σταμάτη Φασουλή)

Η ΜΑΡΙΝΕΛΛΑ αποφεύγει τις δημόσιες εκδηλώσεις, μέσω τηλεόρασης κυρίως, αλλά

και τις συνεντεύξεις (ειδικά αυτές), γιατί δεν θέλει να… ενοχλεί.

Νιώθει, κάπου μέσα της, πως όλοι αυτοί που βγαίνουν στα τηλεοπτικά «παράθυρα»

ή κάνουν δημοσίως δηλώσεις (και όχι μόνον για την τέχνη τους) ενοχλούν.

«Προτιμώ να μην ενοχλώ. Γιατί όσο ξεδιάντροποι κι αν είναι οι άνθρωποι, στη

βάση τους, μέσα τους είναι σεμνοί. Πουριτανοί. Όλοι νομίζουν πως το κακό

γίνεται μόνον στη διπλανή πόρτα.

Κοιτάω το σπίτι και την οικογένειά μου. Όχι για τον κόσμο, αλλά γιατί μ’

αρέσει. Το θέμα είναι να μην ενοχλείς.

Και επειδή είμαι πολύ θρησκευόμενο άτομο, πιστεύω. Και πιστεύω βασικά σε κάτι:

Ό, τι δίνεις στη ζωή σου, το εισπράττεις. Το εισπράττω αυτό που έδωσα. Κάθε

μέρα. Έλεγε η μάνα μου: Δίνει ο Θεός κατά την καρδίαν του ανθρώπου. Ένα ποτήρι

νερό να δώσεις, μπορεί να εισπράξεις ένα πηγάδι. Δεν πρέπει όμως να δίνεις και

να περιμένεις να το εισπράξεις…».

Δεύτερη αρχή της ­ και μ’ αυτήν συνδέει και την έννοια «κυρία» είναι η ανδρεία.

«Η ανδρεία δεν είναι θέμα ανδρικό», λέει με έμφαση. «Η μπέσα δεν αφορά μόνον

τους άνδρες. Ίσως γιατί έχω μπέσα και επειδή δεν έχω κοροϊδέψει ποτέ με λένε κυρία».

Δεν βλέπει καθόλου τηλεόραση ούτε διαβάζει εφημερίδες και περιοδικά εδώ και

καιρό. Ακούει μόνον ραδιόφωνο. «Ανοίγεις την τηλεόραση ή την εφημερίδα και σου

μαυρίζει η ψυχή. Φόνοι, οικονομία… Μαύρη η ψυχούλα σου. Οι αναλήθειες δε,

δίνουν και παίρνουν. Όλα τα περιοδικά πάλι είναι διαφημίσεις και γυμνές. Γιατί

να τα πάρω; Για να διαβάσω κουτσομπολιά; Μόνον διαφημίσεις και σκάνδαλα; Θα

μου πεις, δεν ενημερώνεσαι; Α, δεν σ’ αφήνουν ανενημέρωτο. Εγώ προτιμώ να πάρω

ένα βιβλίο. Και τεστ και κουίζ. Αυτό είναι το πάθος μου εδώ και χρόνια». Όπως

και το ψάρεμα, τα καλοκαίρια στο σπίτι της, στην Κασσάνδρα Χαλκιδικής. Όπου

μένει πάντα με όλη την οικογένεια. Και, βέβαια, με την κόρη της, την Τζορτίνα

Σερπιέρη ­ που λέει τ’ όνομά της και μελώνει το στόμα της.


Το μοναδικό ντουέτο ­ στο τραγούδι και στη ζωή, για δέκα χρόνια ­ Στέλιος

Καζαντζίδης και Μαρινέλλα

Σαν η τύχη να ήθελε από την αρχή να οδηγήσει τα βήματα της Κυριακής

Παπαδοπούλου ­ του τέταρτου και τελευταίου παιδιού μιας μεγάλης, προσφυγικής,

οικογένειας, με ρίζες στην Πόλη και μοίρα στην προσφυγομάνα Θεσσαλονίκη ­ στα

χνάρια της Μαρινέλλας.

Στο δωμάτιό της έστηνε τις πρώτες της ­ αυτοσχέδιες ­ παραστάσεις, στις

παιδικές σκηνές στη συνέχεια. Και στα 17 της χρόνια βρέθηκε να ακολουθεί έναν

θίασο (ένα «μπουλούκι», όπως το έλεγαν τότε και έχουμε φθάσει να θεωρούμε

υποτιμητική τη λεκτική εκφορά του) με τον Κώστα Βουτσά και τη Μάρθα Καραγιάννη

ανά την Ελλάδα. Η αντικατάσταση της τραγουδίστριας του θιάσου, που αρρώστησε

ξαφνικά, ανέδειξε το ταλέντο της στο τραγούδι, που τότε πήρε το πρώτο του

θερμό χειροκρότημα ­ κι άκουσε πολλές, πάρα πολλές φορές από τότε τον απόηχό του.

Το 1957 στο Στρατιωτικό Θέατρο και το «Πανόραμα» της Θεσσαλονίκης (όπως

καταγράφει σε σημείωμά του για την παράσταση του Μεγάρου Μουσικής ο Λάμπρος

Λιάβας), εκεί που τραγουδούσε επιτυχίες της Βέμπο, της Μπελίντας και της

Νίνου, ο Στέλιος Καζαντζίδης την άκουσε να τραγουδά το «Πικρό ψωμί» του Γ.

Μητσάκη. Και την έκανε ταίρι του, στο πάλκο, αλλά και στη ζωή, έως το 1966.

ΤΑ ΣΟΟΥ

Στο διάστημα αυτό θήτευσε στο πάλκο δίπλα του, αλλά και δίπλα στους

Παγιουμτζή, Παπαϊωάννου, Μητσάκη, Ζαμπέτα, κέρδισε την εκτίμηση του Τσιτσάνη,

χάρηκε τη συντροφιά των Μανώλη Χιώτη – Μαίρης Λίντα, απέσπασε τον θαυμασμό του

Μάνου Χατζιδάκι, συνάντησε τον Μίκη Θεοδωράκη. Στη δεκαετία που ακολούθησε,

όργωσε την Ελλάδα, ξεκίνησε τα σόου της, που της έχουν χαρίσει τον τίτλο της

«Μεγάλης Κυρίας της Σκηνής», χάρισε αγκαλιές ολόκληρες με αγαπημένα τραγούδια,

είδε τη ζωή της (τον γάμο της, για 8 χρόνια, με τον Τόλη Βοσκόπουλο, αλλά και

την τετράχρονη σχέση της με τον Φρέντυ Σερπιέρη) να γίνεται «βορά» των

περιοδικών… Ώσπου, το 1976, η Πλάκα και η Ελλάδα έγιναν μάρτυρες ενός

«Ρεσιτάλ» με τον Κώστα Χατζή, που σημάδεψε τις φωτεινές νύχτες μιας εποχής που

το τραγούδι άρχιζε ήδη ν’ αλλάζει ρότα. Κι έπειτα είπε «Τολμώ» κι ήρθε η ώρα

της «ντίβας» στη σκηνή του «Zoom» της Θεσσαλονίκης, το «Ρεξ» (το πρώτο και η

συνέχειά του, πολύ πιο πρόσφατα), το Ηρώδειο με τα «Πάθη γυναικών». Ώσπου η

ζωή της να κάνει έναν ακόμη σταθμό, με τη βραδιά «Η Μαρινέλλα τραγουδά και

θυμάται» (τη Δευτέρα) στο Μέγαρο. Σαράντα χρόνια στη μουσική, στο τραγούδι,

στη σκηνή, που δεν φαίνεται να έχουν αφήσει ίχνος κούρασης στη στιλπνή εικόνα

της μόνης, ίσως, τραγουδίστριας-ερμηνεύτριας που θα μπορούσε να δώσει στον

εαυτό της τον τίτλο της μακροβιότερης σταρ σε μια Ελλάδα που έχει αρχίσει να

συνηθίζει στο φαινόμενο των διαττόντων αστέρων.