Η ΓΑΛΛΙΚΗ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ, ΜΑΚΡΙΝΟΣ
ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΣ ΤΟΥ ΜΑΗ ΤΟΥ ΄68, ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΕΙ
ΝΑ ΑΣΚΕΙ ΜΙΑ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΓΟΗΤΕΙΑ (ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΑΙΣΘΗΤΗ
ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΑΓΩΓΗ),
ΣΥΧΝΑ ΔΥΣΑΝΑΛΟΓΗ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗ ΤΗΣ ΕΜΒΕΛΕΙΑ. ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ
ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΤΗΣ, Η ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΗ
ΠΟΛΥΜΟΡΦΙΑ ΤΗΣ, ΟΙ ΣΥΧΝΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ
ΤΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΝΤΟΝΕΣ ΔΙΑΚΥΜΑΝΣΕΙΣ ΤΗΣ
ΕΠΙΡΡΟΗΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΜΕΝΟΥΝ ΣΕ ΜΕΓΑΛΟ ΒΑΘΜΟ
ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΠΙΖΗΤΟΥΝ ΕΡΜΗΝΕΙΑ, ΑΚΟΜΗ
ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΕΝΗΜΕΡΩΜΕΝΟ ΓΑΛΛΙΚΟ ΚΟΙΝΟ.
Αυτή την πληθυντική άκρα Αριστερά- όπως είναι ο γαλλικός τίτλος του βιβλίου, ως λογοπαίγνιο με την πληθυντική (κυβερνητική) Αριστερά υπό τον Λιονέλ Ζοσπέν που κονιορτοποιήθηκε στις προεδρικές εκλογές της 21ης Απριλίου 2002- επιχειρεί να περιγράψει κριτικά (και συχνά επικριτικά) το δοκίμιο του Φιλίπ Ρεϊνό, καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Ρaris ΙΙ. Μία άκρα Αριστερά, η πορεία της οποίας τα τελευταία 40 χρόνια χαρακτηρίζεται από πολλαπλές και έντονες αντιφάσεις: ισχυρή και ταυτόχρονα εύθραυστη, αναπαράγει την πολυδιάσπαση επιζητώντας την ενότητα, διατηρεί έναν παρωχημένο τύπο οργανωτικής συγκρότησης προωθώντας παράλληλα καινοτόμες μορφές συλλογικής δράσης, διατυπώνει φιλόδοξα και γόνιμα θεωρητικά σχήματα για την κατανόηση του παρόντος, παραμένοντας ταυτόχρονα προσκολλημένη σε αναλύσεις που αποδείχτηκαν αναποτελεσματικές να ερμηνεύσουν τον προηγούμενο αιώνα.

Αυτά τα συσσωρευμένα παράδοξα που διατρέχουν τη γαλλική άκρα Αριστερά, επιχειρεί να φωτίσει το βιβλίο του Φ. Ρεϊνό, μέσα από μια συστηματική ιστορική, οργανωτική και ιδεολογική ανάλυση της πολιτικής της παρουσίας και της θεωρητικής της παραγωγής- ανάλυση που παραμένει πάντως σε μεγάλο βαθμό εγκλωβισμένη στο στερεότυπο της «γαλλικής ιδιοτυπίας», γενικότερο γνώρισμα της γαλλικής πολιτικής επιστήμης. Άλλωστε και το προφανές κίνητρο για τη συγγραφή του βιβλίου υπήρξαν οι ιδιαιτερότητες της γαλλικής πολιτικής συγκυρίας: το «σοκ της 21ης Απριλίου (2002)» και η ισχυρή συμβολή ενός «αριστερού όχι» στην απόρριψη του Ευρωπαϊκού Συντάγματος τον Μάιο του 2005. Αυτή η, κατά τον συγγραφέα, «διεστραμμένη ηδονή της ψήφου διαμαρτυρίας», που εμποδίζει το πολιτικό σύστημα «να ξαναβρεί τον δρόμο της μετριοπάθειας» (σελ. 261), αποτελεί το κρίσιμο ζήτημα στο οποίο φιλοδοξεί να απαντήσει ο συγγραφέας, με δύο σαφώς διακριτές προσεγγίσεις που αλληλοσυμπληρώνονται.

Το πρώτο μέρος του βιβλίου, με τίτλο «Οι νέοι ριζοσπαστισμοί», αναφέρεται στα διακριτά ιδεολογικά και οργανωτικά ρεύματα της άκρας Αριστεράς- την εναλλακτική παγκοσμιοποίηση, τα αντιρατσιστικά κινήματα και το τροτσκιστικό μωσαϊκό. Από τα τρία αυτά κεφάλαια, το περισσότερο ολοκληρωμένο και καλύτερα τεκμηριωμένο είναι το τρίτο που αναφέρεται στον τροτσκισμό, ως εναλλακτική εκδοχή του κομμουνιστικού κινήματος. Άλλωστε το γεγονός ότι οι δύο βασικοί τροτσκιστές υποψήφιοι στις προεδρικές εκλογές- η διαχρονική Αρλέτ Λαγκιγιέ (Αrlette Laguiller) και από το 2002 ο χαρισματικός Ολιβιέ Μπεζανσενό (Οlivier Βesancenot)- ξεπερνούν αθροιστικά, από το 1995 έως σήμερα, το 5% των ψήφων, φτάνοντας μάλιστα το 10% το 2002, αποτελεί σαφή ένδειξη για την ιδιαίτερη βαρύτητα που έχει η τροτσκιστική συνιστώσα στο εσωτερικό της γαλλικής άκρας Αριστεράς.

Οι τροτσκιστές

Η ανάλυση της τροτσκιστικής παρουσίας στη Γαλλία, μια επίσης «γαλλική ιδιαιτερότητα» κατά την έκφραση του Μαρκ Λαζάρ την οποία υιοθετεί και ο συγγραφέας, ξεκινά από την περίοδο του μεσοπολέμου και στη συνέχεια επιμένει στην τριχοτόμηση που προέκυψε κατά τη δεκαετία του ΄40. Απέναντι στο πλειοψηφικό, τόσο στη Γαλλία όσο και διεθνώς, ρεύμα που εκπροσωπούσε αρχικά ο Μ. Ράπτης (Πάμπλο) και συνέχεια του οποίου αποτελεί σήμερα η Λίγκα (LCR) του Μπεζανσενό, διαμορφώθηκαν δύο άλλες αντίπαλες τάσεις: αφ΄ ενός η Lutte Οuvri re που εκπροσωπεί η Α. Λαγκιγιέ (αμιγώς εργατιστική και χωρίς διεθνείς διασυνδέσεις, αλλά με σημαντική οργανωτική και πολιτική παρουσία) και αφ΄ ετέρου μια διεθνώς μειοψηφική και περιθωριακή τάση, που προσδιορίζεται ως «λαμπερτιστές» και χαρακτηρίζεται από πολιτιστικό συντηρητισμό, καταστροφολογικές προσεγγίσεις και συνεργασία με τα αμερικανικά συνδικάτα (σελ.

98-105). Η ιδιαίτερη έκταση που αφιερώνει ο συγγραφέας στην παρουσίαση της τρίτης αυτής τάσης (που η εκλογική της απήχηση ουδέποτε ξεπέρασε το 0,4%), την οποία εμφανίζει ως περίπου ισότιμη με τις άλλες δύο, μάλλον ξενίζει τον πληροφορημένο αναγνώστη και σίγουρα δεν οφείλεται στο νεανικό πέρασμα του Ζοσπέν από τη συγκεκριμένη σέκτα. Απλώς η έμφαση στον αναχρονισμό και τον συντηρητισμό του συγκεκριμένου ρεύματος του επιτρέπει να υποστηρίξει ότι «ενσαρκώνει, καλύτερα από οποιοδήποτε άλλο, μια τάση που απαντάται συχνά στους κόλπους της ριζοσπαστικής Αριστεράς» (σελ.

105).

Ρhilippe Raynaud

ΤΟ ΜΩΣΑΪΚΟ ΤΗΣ ΑΚΡΑΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ

ΣΤΟ ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

ΕΚΔ. ΠΟΛΙΣ, ΑΘΗΝΑ 2008, ΣΕΛ. 328, ΤΙΜΗ:

18 ΕΥΡΩ