Μεσούσης της κοινωνικής και οικονομικής κρίσης είναι εύλογες οι αναδρομές στις ρίζες της συγκρότησης του νεοελληνικού κράτους, στην εθνική ιδιοσυστασία, εντέλει τη για μία εισέτι φορά αναζήτηση ταυτότητας.

To βιβλίο του Κώστα Κωστή, καθηγητή Οικονομικής και Κοινωνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, είναι μια διαυγής απόπειρα να χρησιμοποιηθούν, όπως λέει και ο ίδιος στον πρόλογό του, κάποια νέα ερμηνευτικά εργαλεία προκειμένου να φωτισθούν η πορεία και οι μηχανισμοί συγκρότησης του νεοελληνικού κράτους. Ο συγγραφέας προσφέρει μια κατά το δυνατόν πλήρη περιήγηση στη σχετικά πρόσφατη Ιστορία μας, εκκινώντας από τη συγκρότηση της προνομιούχου τάξεως των Φαναριωτών, τον Νεοελληνικό Διαφωτισμό και τη δημιουργία της Φιλικής Εταιρείας για να καταλήξει στην πρόσφατη καθολική κρίση με ένα ολιγοσέλιδο κεφάλαιο που πιθανότατα γράφτηκε για τις ανάγκες της επικαιρότητας. Ιδιαίτερη θέση στην περιήγησή του καταλαμβάνουν σχετικά παραμελημένες πτυχές της συγκρότησης του νεοελληνικού κράτους όπως ο στρατός, οι διεθνείς σχέσεις, η φορολόγηση και τα ζητήματα της εσωτερικής ασφάλειας.

Ενδιαφέρουσα είναι η ψύχραιμη στάση που υιοθετεί ο συγγραφέας ως προς τον ξένο παράγοντα. Ηδη ο τίτλος του βιβλίου, χρησιμοποιώντας αποστροφή από κείμενα των διανοουμένων του 19ου αιώνα Σπ. Ζαμπέλιου και Στ. Κουμανούδη, μας προϊδεάζει για την οπτική του. Το νεοελληνικό έθνος, μεσούντος του Ανατολικού Ζητήματος και της αποσάθρωσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, συγκροτήθηκε πρωτίστως λόγω της βούλησης της Δύσης να στηρίξει τη δημιουργία ενός κρατικού μορφώματος που αντλούσε από ένα εξιδανικευμένο παρελθόν, στο οποίο έβλεπε τα μακρινά θεμέλια του πολιτισμού της. Αυτή η οπτική συμβάδιζε με διάθεση επιβολής του δυτικού πολιτικού και πολιτισμικού προτύπου, στάση που ο Κώστας Κωστής εξομοιώνει, μάλλον ανεπιτυχώς, με τη σύγχρονη απόπειρα επιβολής του δυτικού μοντέλου στην επικράτεια του Ισλάμ.

Βαρύ αναμφίβολα το φορτίο για το νεοσύστατο έθνος, που όφειλε να επανεφεύρει τον εαυτό του, να συνδεθεί με ένα προ πολλού ξεχασμένο παρελθόν, να εμβαπτισθεί σε μια νέα εθνική συνείδηση με μόνον εφόδιο την κοινή γλώσσα. Οι κρατικές δομές, το νομικό οπλοστάσιο, η διοίκηση, ο στρατός, έπρεπε να δημιουργηθούν εξαρχής σε αυτή την έσχατη γωνιά της Βαλκανικής και ο ξένος παράγων θα στεκόταν αρωγός στην προσπάθεια, παρά τις απογοητεύσεις που η νέα Ελλάδα προσέφερε αφειδώς στους ευρωπαίους διανοουμένους, ακαδημαϊκούς και ταξιδευτές που συνέβαλαν με όλα τα μέσα που διέθεταν στον Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Η Nαυμαχία του Ναυαρίνου, λ. χ., μπορεί να θεωρηθεί ως ιδρυτική πράξη δημιουργίας του νεοελληνικού κράτους, αλλά είναι μία και μόνο στιγμή σε μια πορεία δημιουργίας κρατικών δομών εν μέσω εμφύλιων –ταξικών και άλλων –συγκρούσεων, μέσω της εισαγωγής τεχνογνωσίας και της απόπειρας να μεταφερθούν ενίοτε αυτούσιες οι κρατικές δομές των ευρωπαϊκών κρατών στην καθ’ ημάς Ανατολή. Εν μέσω μιας πολύπλοκης διεθνούς σκακιέρας, με την εποχή της αποικιοκρατίας σε πλήρη άνθηση και ταυτόχρονα με την απελευθέρωση των λατινοαμερικανικών δημοκρατιών, το νέο έθνος θα έκανε τα πρώτα του βήματα υπό τις φτερούγες των Μεγάλων Δυνάμεων.

Θα ακολουθούσαν πολλά και εν πολλοίς γνωστά επεισόδια στη ρομαντική αυτή, με τα μάτια της Δύσης, ιστορία. Δάνεια, χρεοκοπίες, εκβιασμοί, προσεταιρισμοί, στήριξη των προσπαθειών ώστε τα «κακομαθημένα παιδιά της ιστορίας» να διευρύνουν τον ζωτικό τους χώρο, προστασία όταν εθνικές απερισκεψίες και μεγαλοϊδεατισμοί (όπως ο εξευτελιστικός πόλεμος του ’97) απέληξαν σε απειλές κατά της ύπαρξης του ελληνικού κράτους. Οχι άκριτα φυσικά, η Ευρώπη θα θεωρούσε την Ελλάδα δικό της παιδί ακόμη και όταν παρενέβαινε στα εσωτερικά της. Ακόμη και το Σχέδιο Μάρσαλ, ακόμη και η συγκρότηση του μεταπολεμικού «αντικομμουνιστικού κράτους», όπως το ονομάζει ο συγγραφέας, δεν είναι παρά προσχώρηση στο δυτικό στρατόπεδο μεσούντος του Ψυχρού Πολέμου.

Το βιβλίο διαβάζεται άνετα, διαθέτει αφηγηματική συνοχή και χρησιμοποιεί με επάρκεια τη βιβλιογραφία, με έμφαση στο οικονομικό πεδίο, και με αιτιολογημένη παραγνώριση ιδεοληψιών όπως οι θεωρίες της πατρωνίας και του συνωμοσιακού αναδελφισμού που τις συνέπειές τους πληρώνουμε ακριβά. Προσωπικά θα ήθελα μεγαλύτερη έμφαση στα ζητήματα της εσωτερικής ασφάλειας, στον τρόπο χειρισμού εκ μέρους του κράτους των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τρίτης γενιάς, όπως και σε πτυχές της νεοελληνικής ανάπτυξης –λ. χ. οικοδομή ως μοχλός ανάπτυξης και ανακατανομής χωρικών δικαιωμάτων, δημόσιος τομέας, άμετρη τριτογενοποίηση της οικονομίας, αστική υπερσυγκέντρωση, προτεραιότητα στην εκπαίδευση, σταδιακή υποβάθμιση των δημοσίων παροχών και θρίαμβος των οικονομικών εξωτερικοτήτων –που φωτίζουν τη συγκρότηση, μετεξέλιξη και λειτουργία του νεοελληνικού κράτους.

Ας είναι. Προς το παρόν τα κακομαθημένα (για άλλους διεφθαρμένα) παιδιά της Ιστορίας αντιπαλεύουν τα φαντάσματα του παρελθόντος τους, με την έτσι κι αλλιώς αμήχανη Ευρώπη να διερωτάται αν ποντάρισε σωστά. Δεν είναι βεβαίως η πρώτη φορά, χωρίς εντούτοις να αποκλείεται να είναι η τελευταία.