Σε μια εφιαλτική κοινωνία του μακρινού μέλλοντος, ένας απόκληρος του συστήματος παρεισφρέει με πλαστή ταυτότητα στην τάξη των προνομιούχων και γίνεται ένα από τα εκλεκτότερα μέλη της. Ωσπου…

Ηδη από τα τέλη του 19ου αιώνα η εικόνα του ανθρώπινου μέλλοντος που ζωγράφιζε η λογοτεχνική φαντασία άρχισε να χάνει, και μάλιστα με πολύ ταχύ ρυθμό, τα φωτεινά χρώματα, τις προμηθεϊκές φιγούρες, τα ελπιδοφόρα μηνύματα παλαιότερων ανάλογων ιστοριών, που οραματίζονταν κοινωνικές ευτοπίες και ατέλειωτες ευεργεσίες μιας θαυματουργής τεχνοεπιστήμης. Με την εξαίρεση των στρατευμένων κομμουνιστών καλλιτεχνών, η πίστη της διανοητικής πρωτοπορίας στη συνεχή πρόοδο της ανθρωπότητας είχε κλονιστεί, για να καταρρεύσει όχι πολύ αργότερα. Επρόκειτο για μια αλλαγή διάθεσης, για ένα καινούργιο προαίσθημα που, όπως συμβαίνει συχνά στην τέχνη, θα δικαιωνόταν από τις ιστορικές εξελίξεις. Σήμερα, το λογοτεχνικό είδος που αποκαλείται (συνήθως καταχρηστικά) «επιστημονική φαντασία» περιγράφει σχεδόν αποκλειστικά μελλοντικές δυστοπίες –πολιτικές, κοινωνικές, τεχνολογικές, οικολογικές.

Στην ελληνική πεζογραφία το είδος αυτό, με παραδοσιακά πολύ ισχνή παρουσία, φαίνεται πως ελκύει εδώ και είκοσι – είκοσι πέντε χρόνια ολοένα περισσότερους νέους συγγραφείς και, αφού πέρασε από μια φάση με μυθιστορήματα που θα τα χαρακτήριζα ελαφρώς χαζοχαρούμενα, είναι πια συντονισμένο, στα χέρια μιας νεότερης συγγραφικής φουρνιάς, με τους σύγχρονους προβληματισμούς της ξένης ομοειδούς παραγωγής. Αναφέρω ενδεικτικά τον (πρώιμο) Κυριάκο Αθανασιάδη, τον Νίκο Παναγιωτόπουλο («Το γονίδιο της αμφιβολίας»), τον Νίκο Βλαντή («Writersland»), την Ιωάννα Μπουραζοπούλου («Η ενοχή της αθωότητας»), από έναν κατάλογο που περιλαμβάνει αρκετά άλλα ονόματα.

Με το δεύτερο μυθιστόρημα και τρίτο βιβλίο του, ο Νίκος Α. Μάντης (στο βιογραφικό του δεν μας πληροφορεί πότε γεννήθηκε, αλλά εικάζω ότι δεν είναι πάνω, ή έστω πολύ πάνω, από σαράντα χρονών), δίνει ένα από τα πιο δυσοίωνα δείγματα επιστημονικής φαντασίας στην ελληνική λογοτεχνία. Το έτος 2159 μ.Χ. η Αθήνα (Νέα Αθήνα πλέον) είναι μια από τις σκεπαστές, πολυεπίπεδες σαν γιγάντιες πολυκατοικίες μεγαλουπόλεις ενός παγκόσμιου κράτους, που δεν κυβερνάται με αντιπροσωπευτικό σύστημα αλλά από ένα δίκτυο καπιταλιστικών εταιρειών. Ο πληθυσμός χωρίζεται στεγανά σε δύο κατηγορίες, ουσιαστικά σε δύο διαφορετικά είδη: τους Ταλ (Νεάντερταλ), που δημιουργήθηκαν με κλωνοποίηση, και τους Σαπ (Σάπιενς), τους «καθαυτό» ανθρώπους. Οι Ταλ είναι κάτι σαν σκλάβοι και ζουν κάτω από άθλιες συνθήκες, αλλά και στους Σαπ υπάρχει μια αυστηρή ιεραρχία, καθορισμένη με γενετικές επεμβάσεις και τεστ ευφυΐας, με αποτέλεσμα μια κοινωνική κλίμακα που φτάνει από πληβείους Σαπ μέχρι μια ολιγομελή διευθυντική ελίτ.

Ο Μάνο, ο πρωταγωνιστής της ιστορίας, ζει ως Ταλ, αλλά είναι, χωρίς να το ξέρει, κατά το ήμισυ Σαπ, καθώς προέκυψε από το παράνομο σμίξιμο μιας γυναίκας Σαπ μ’ έναν «υπάνθρωπο». Ο δίδυμος αδελφός του, ενταγμένος λαθραία στους Σαπ χάρη σε ενέργειες του ισχυρού παππού του, τον εντοπίζει, τον σώζει από έναν θανάσιμο κίνδυνο, του αποκαλύπτει την αλήθεια και του προτείνει να πάρει τη θέση του, γιατί ο ίδιος έχει αποφασίσει να απαρνηθεί την τάξη του και να φύγει μακριά από την πόλη. Ο Μάνο δέχεται. Ανέρχεται, λοιπόν, με «μοριακή μεταφορά» στον κόσμο των Σαπ, αποδεικνύεται εξαιρετικά ικανός στις σπουδές του και αργότερα στα ολοένα ανώτερα πόστα που του ανατίθενται στην εταιρεία, εντρυφεί στις ηδονές της ζωής ενός προνομιούχου Σαπ, περιφρουρώντας επιμελώς το μυστικό του και φτάνοντας μάλιστα ώς το έγκλημα για να το διαφυλάξει. Ωσπου μια απρόσμενη συνάντηση κάτω από τραγικές συνθήκες θα τον φέρει, μεσήλικο πια, αντιμέτωπο με τον παλιό εαυτό του…

Αν για τη λογοτεχνική αποτίμηση ενός μυθιστορήματος ισχύει το «τέλος καλό, όλα καλά», το συγκεκριμένο μπορεί να κριθεί με θετικό πρόσημο, γιατί αυτή η τροπή στη ζωή του Μάνο και τα επακόλουθά της είναι η στιβαρή, μεστή από νόημα και συγκινητική κατακλείδα μιας ιστορίας με αρκετές αδυναμίες: αφηγηματικές κοιλιές, χαρακτήρες σαν πορτρέτα που έμειναν στη μέση, πλαδαροί διάλογοι, ασάφειες σε κρίσιμες παραμέτρους του μύθου (π.χ. πώς είναι δυνατό να υπάρχει καπιταλισμός χωρίς ανταγωνισμό). Κοντά σε όλα αυτά, ο Μάντης έπεσε ασμένως στη συνηθισμένη παγίδα που παραμονεύει τους δημιουργούς έργων επιστημονικής φαντασίας, τόσο στη λογοτεχνία όσο και στον κινηματογράφο: παραφόρτωσε την ιστορία του με τεχνολογικά «θαύματα» (κυρίαρχο ανάμεσά τους μια μετεξέλιξη του Διαδικτύου, ένα παγκόσμιο ηλεκτρονικό νέφος, που παρεμβάλλει κατά βούληση και οπουδήποτε εικονικές μορφές στην αληθινή ζωή), επινοήσεις που, σε τελική ανάλυση, η πληθώρα τους αντί να εντυπωσιάσει τον αναγνώστη τον αποπροσανατολίζει.

Και είναι κρίμα αυτό, γιατί η διαδρομή του Μάνο, αυτή καθεαυτή, είναι ενδιαφέρουσα και ξεφεύγει από τα στερεότυπα του είδους (ο μοναχικός θετικός ήρωας σ’ έναν αλλοτριωμένο, απάνθρωπο κόσμο). Ο Μάνο προκαλεί αρχικά τη συμπάθεια ως ανθρώπινο πλάσμα άδικα καταδικασμένο σε μια ημιζωώδη, ασφυκτικά περιορισμένη ύπαρξη. Στη συνέχεια, όμως, αρπάζει την αναπάντεχη ευκαιρία που του δίνεται και γίνεται ένας αδίστακτος καριερίστας και καταναλωτής απολαύσεων, ένα αναίσθητο υποκείμενο, που το μόνο έντονο, καλά κρυμμένο συναίσθημά του είναι ο φόβος της υποτροπής στην προηγούμενη κατάστασή του. Και στο τέλος ξαναβρίσκει, εξίσου αναπάντεχα, την ανθρωπιά του όχι χάρη σε μια ηθική μεταστροφή αλλά μια σωματική ανάμνηση, που τον επανασυνδέει με το παρελθόν του και την αλλοτινή αθωότητά του. Είναι εμφανείς, νομίζω, οι συμβολικές αντανακλάσεις της ελληνικής εμπειρίας των τελευταίων δεκαετιών σε αυτήν την πορεία.

Οχι λιγότερο εμφανείς είναι οι επιρροές του Μάντη από ταινίες όπως (και κατ’ εξοχήν) το «Blade Runner», αλλά και από το κλασικό μυθιστόρημα του Χ. Τζ. Ουέλς «Η μηχανή του χρόνου» (για το μοτίβο της διάσπασης της ανθρωπότητας σε δύο είδη). Και καθώς αυτό μας επαναφέρει στη συνομιλία της ελληνικής επιστημονικής φαντασίας με τις διεθνείς τάσεις, θα τελειώσω με μια παρατήρηση που δεν μου φαίνεται ασήμαντη. Ώς τα μέσα του 20ού αιώνα, τα ζοφερά οράματα ενός μελλοντικού, παγκόσμιου και ανατριχιαστικά συνεπούς ολοκληρωτισμού στην επιστημονική φαντασία έμοιαζαν να απηχούν τη δυναμική των υπαρκτών ολοκληρωτικών καθεστώτων της εποχής. Αλλά δεδομένου ότι ο φόβος του ολοκληρωτισμού συνεχίζεται αμείωτος, αν όχι μεγαλύτερος, στα έργα αυτού του είδους μετά τους «θριάμβους» της δημοκρατίας το 1945 και το 1989, θα πρέπει να μας απασχολήσει πολύ σοβαρά το ερώτημα μήπως ο ολοκληρωτισμός δεν ελλοχεύει μόνο σε πολιτικές ιδεολογίες αλλά, ίσως ακόμη περισσότερο, σε κυρίαρχα οικονομικά δόγματα.