Η ελληνική οικονομία εμφανίζει θετικούς ρυθμούς και ισχυρή δυναμική, όμως η γεωγραφία της ανάπτυξης παραμένει βαθιά άνιση, θέτοντας υπό αμφισβήτηση τη συνοχή και τη διάρκεια της ανάκαμψης.
Το αφήγημα για την πορεία της ελληνικής οικονομίας εστιάζει στους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης σε σχέση με την ευρωζώνη, στη βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών και στη μείωση του δημόσιου χρέους. Ωστόσο, πίσω από τους εθνικούς μέσους όρους διαμορφώνεται μια λιγότερο ορατή αλλά κρίσιμη πραγματικότητα: οι έντονες περιφερειακές ανισότητες στην παραγωγικότητα και στην αναπτυξιακή δυναμική.
Η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα εμφανίζει μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ των περιφερειών. Περιοχές όπως η Αττική, η Κρήτη και η Στερεά Ελλάδα καταγράφουν ήπιες αυξήσεις, ενώ άλλες – με χαρακτηριστικότερη τη Δυτική Μακεδονία, αλλά και τμήματα του Αιγαίου και της Ηπείρου – εμφανίζουν σημαντικές απώλειες. Η εικόνα αυτή δεν είναι συγκυριακή. Αντανακλά δομικά χαρακτηριστικά: περιορισμένη πρόσβαση σε αγορές, χαμηλή τεχνολογική ένταση, υστερήσεις στο ανθρώπινο κεφάλαιο και εξάρτηση από δραστηριότητες χαμηλής προστιθέμενης αξίας.
Το κρίσιμο ζήτημα δεν είναι μόνο η κοινωνική διάσταση των ανισοτήτων, αλλά και η μακροοικονομική τους επίπτωση. Μια ανάπτυξη που συγκεντρώνεται χωρικά και δεν διαχέεται παραγωγικά δυσκολεύεται να στηριχθεί σε βάθος χρόνου. Παράλληλα, αυξάνει τον κίνδυνο απόκλισης από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, καθώς μεγάλα τμήματα της χώρας παραμένουν εγκλωβισμένα σε χαμηλή παραγωγικότητα.
Η πρόκληση για το 2026 είναι η μετατροπή της ανάπτυξης σε συνεκτική διαδικασία, που να μειώνει τις περιφερειακές αποκλίσεις και να ενισχύει την παραγωγική βάση σε ολόκληρη τη χώρα. Χωρίς αυτή τη διάσταση, η ανάκαμψη κινδυνεύει να παραμείνει εύθραυστη.







