Ο «Καποδίστριας» (Ελλάδα, 2025) είναι μια ακόμα ιστορική βιογραφία διά χειρός Γιάννη Σμαραγδή και εφόσον θέμα της είναι ο Ιωάννης Καποδίστριας, ένα πρόσωπο που ο ίδιος ο Σμαραγδής εκτιμάει απεριόριστα, κάπου περιμένεις την ανάγκη του, από τους τίτλους της ταινίας ακόμη, να υποκλιθεί προς το πρόσωπο αυτό (όπως συνέβη με όλα τα πρόσωπα τα οποία τον έχουν απασχολήσει ως σήμερα σε τανίες όπως οι «Καβάφης», «Ελ Γκρέκο», «Καζαντζάκης» κ. ά.).

Το ίδιο ξεκάθαρος όμως, επίσης από το σημείο μηδέν, είναι ο στόχος του δημιουργού. Αυτό που ο Σμαραγδής ουσιαστικά θέλει είναι, με αφορμή τον Καποδίστρια, να μιλήσει για ένα και μόνο πράγμα: την αμαρτία της χώρας αυτής να σκοτώνει τα καλύτερα παιδιά της. Ο Καποδίστριας πλήρωσε με τη ζωή του την προσπάθειά του να φτιάξει την Ελλάδα ακριβώς όταν έπρεπε να φτιαχτεί, να της δώσει την ευκαιρία να γίνει μια χώρα πρότυπο – με όλες τις θυσίες που απαιτούνταν ώστε κάτι τέτοιο να γίνει. Δολοφονήθηκε από Ελληνα αλλά με τις ευλογίες ξένων δυνάμεων (Αγγλοι, Γάλλοι, Μέτερνιχ), και αυτή η ταινία, λεπτό προς λεπτό, σκηνή προς σκηνή, αυτό ακριβώς το παρασκήνιο θέλει να περιγράψει· θέλει να δηλώσει με όσο το δυνατόν περισσότερες λεπτομέρειες την αδυναμία των Ελλήνων να καταλάβουν ότι για να γίνει ομελέτα πρέπει να σπάσουν αβγά και αυτοί που τα σπάνε είναι, τελικά, οι καλύτεροι ηγέτες.

Με αυτά τα δεδομένα, που τα βλέπουμε ολοφάνερα μπροστά μας καθόλη τη διάρκεια του «Καποδίστρια» (που υπερβαίνει τις δύο ώρες), δεν μπορείς παρά να χαρείς μόνο και μόνο από το γεγονός ότι αυτή η ταινία, που ως παραγωγή είναι κάτι παραπάνω από άρτια, τελικά… υλοποιήθηκε. Ενστάσεις; Ασφαλώς και υπάρχουν. Για παράδειγμα, οι «μεταφυσικές» σκηνές της «επαφής» του Καποδίστρια με το θείο θα μπορούσαν να είναι λιγότερο κραυγαλέες, πιο εσωτερικές. Επίσης, ο καταδικασμένος έρωτας του Καποδίστρια (ιδανικός στον ρόλο ο Αντώνης Μυριαγκός) με τη Ρωξάνδρα Στούρτζα (Ηλέκτρα Φραγκιαδάκη) αντιλαμβάνεσαι ότι βρίσκεται στην ταινία μόνο και μόνο για τους ευνόητους λόγους, να υπάρχει κάποιος βασικός γυναικείος ρόλος. Ομως όλα αυτά είναι λεπτομέρειες που τελικά παραβλέπεις μπροστά στο εύρος της παραγωγής και σε αυτό που ο «Καποδίστριας» θέλει να πει. Εντέλει, έχοντας παρακολουθήσει αυτή την ταινία, σκέφτεσαι, πρώτον, ότι είναι καλό που γυρίστηκε, απλώς και μόνο για να υπάρχει, και, δεύτερον, ότι είναι χρήσιμο που υπάρχει για να τη βλέπουν στο μέλλον νεότεροι άνθρωποι μπας και καταλάβουν μερικά πράγματα παραπάνω για το σημαίνει πραγματικός Ελληνας.

Η ποίηση της καθημερινότητας

Αδιαμφισβήτητος πρίγκιπας της ανεξάρτητης αμερικανικής κινηματογραφικής σκηνής από τα μέσα των eighties ως τις μέρες μας, ο Τζιμ Τζάρμους με την τελευταία ταινία του «Father Mother Sister Brother» (ΗΠΑ/Ιρλανδία, 2025), που είναι, επίσης, η πρώτη που δικαιώθηκε με ένα πολύ μεγάλο βραβείο, τον Χρυσό Λέοντα του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας, μας καλεί να ταξιδέψουμε μαζί του στον μικρόκοσμο τριών διαφορετικών οικογενειών. Σε έναν μικρόκοσμο που δεν εννοούμε παρά μερικές στιγμές στην κάθε οικογένεια, κάποια λεπτά μέσα από τα οποία ο Τζάρμους σκιαγραφεί με αγάπη και τρυφερότητα τα μέλη της καθεμίας φτιάχνοντας τελικά μια μεγάλη ταινία για όλον τον κόσμο.

Η ταινία είναι μοιρασμένη σε τρία μέρη, αλλά ο ίδιος ο Τζάρμους την αντιμετωπίζει ως μια ενιαία ταινία στην οποία τα σύνορα οριοθετούνται από γνωστά τραγούδια, όπως το «Spooky spooky», το «These days» και το «Ι Got You (I Feel Good)» του Τζέιμς Μπράουν. Η ταινία αρχίζει με τον «Πατέρα» εστιάζοντας σε έναν μποέμ ηλικιωμένο κύριο (Τομ Γουέιτς) και τα δύο παιδιά του (Ανταμ Ντράιβερ και Μαγίμ Μπαλίκ) που τον επισκέπτονται σπίτι του. Με έναν Γουέιτς σε εξαιρετική φόρμα, ο Τζάρμους εδώ μας θυμίζει τη σοφή ρήση «ο παλιός είναι αλλιώς». Η ηλικία δεν έχει καμία σημασία αν η ψυχή παραμένει νέα. Μην τυχόν και μπερδευτείτε γιατί την πατήσατε. Με τη «Μητέρα» ο σκηνοθέτης μας δείχνει πώς τρία πρόσωπα του ίδιου φύλου, μια μάνα (Σαρλότ Ράμπλινγκ) και οι δύο κόρες της (Κέιτ Μπλάνσετ, Βίκι Κριπς) μπορεί να μην έχουν καμία απολύτως σχέση μεταξύ τους. Αυτή η πρόσκληση για τσάι στο σπίτι της μάνας είναι μια… αντι-οικογενειακή παρωδία. Η πιο δραματική στιγμή της ταινίας έρχεται με το τρίτο επεισόδιο «Αδελφός Αδελφή», όπου δύο αδέλφια (Ιντια Μουρ, Λουκά Σαμπά) επισκέπτονται για τελευταία φορά την κατοικία των γονιών τους. Ο Τζάρμους είναι, όπως πάντα, ένας καταπληκτικός παρατηρητής καταστάσεων, δίνοντας σημασία σε πολύ μικρά πράγματα που στις ταινίες του «μεταμορφώνονται» σε πολύ μεγάλα. Και για μια ακόμη φορά μας θυμίζει ότι ποίηση μπορεί να βρεθεί ακόμα και στις πιο ασήμαντες στιγμές της καθημερινότητας, αφού ποίηση, τελικά, τι είναι, αν όχι η ίδια η ζωή;

Στα βάθη του Αμαζονίου

Διακεκριμένη στο τελευταίο Φεστιβάλ Βερολίνου, όπου κέρδισε την Αργυρή Αρκτο – Μεγάλο Βραβείο της επιτροπής, η ταινία «Το γαλάζιο μονοπάτι» (Ο Último Azul/The blue trail, Βραζιλία/Μεξικό/Ολλανδία/Χιλή, 2025) του βραζιλιάνου video artist, ντοκιμαντερίστα και σκηνοθέτη ταινιών μυθοπλασίας Γκαμπριέλ Μασκάρου, είναι ένα παράξενο, σχεδόν μεταφυσικό οδοιπορικό μιας ηλικιωμένης γυναίκας στην άγρια, επικίνδυνη ζούγκλα της Βραζιλίας, στα βάθη του Αμαζονίου. Εκεί όπου η συνταξιούχος Τερέζα (Ντενίζ Γουάινμπεργκ) αναγκάζεται να καταφύγει για να μη στερηθεί την ελευθερία της, η οποία κινδυνεύει από το ειδικό «κοινοτικό πρόγραμμα» της κυβέρνησης για ανθρώπους που έχουν περάσει κάποιο όριο ηλικίας.

Ο Μασκάρου θέλει να συνδέσει τον «μαγικό ρεαλισμό» με την ωμή πραγματικότητα, όπως και το κριτικό κοινωνικό σχόλιο, και τα καταφέρνει καλά, παρότι ένα μεγάλο μέρος αυτής της ταινίας είναι κάδρα αυτής της υποβλητικής φύσης. Οι σκηνές της αρχής, όπου βλέπουμε την Τερέζα μέσα στο εργασιακό περιβάλλον της ή στην καλύβα όπου ζει λιτά και μακριά από την κόρη της, δημιουργούν μια παράξενη, ανατριχιαστική αντίθεση με το μετέπειτα γοητευτικό ταξίδι της, αυτή την ατελείωτη περιπλάνηση, η οποία σου δίνει την αίσθηση ότι η γυναίκα αυτή κινείται σε έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο. Βρίσκεται εκεί όπου το γαλάζιο υγρό ενός σπάνιου σαλιγκαριού μπορεί να προκαλέσει παράξενες ψευδαισθήσεις, συναντά πρόσωπα που εμφανίζονται από το πουθενά και προς το πουθενά οδεύουν.

Ο νεαρός ναυτικός (Ροντρίγκο Σαντόρο) που δέχεται να τη μεταφέρει, μετά ο αεροπόρος, τέλος η συνομήλική της, με την οποία η Τερέζα αποκτά έναν άρρηκτο δεσμό. Και εκεί, σε αυτό το «πουθενά» του προορισμού, ίσως κάπου να βρίσκεται κρυμμένη η ελπίδα. Αν και η μελαγχολική αυτή ταινία είναι αργή στους ρυθμούς, έχει μια υπόγεια δύναμη που την κάνει ως και συναρπαστική, ρέει κατά κάποιον τρόπο σαν τα νερά του Αμαζονίου που οδηγούν την Τερέζα προς το άγνωστο, αλλά της δίνουν ελευθερία και ζωή.

No budget western

Ο τίτλος της ταινίας «The loner» (Ελλάδα, 2025), δηλαδή «Ο μοναχικός», ταιριάζει πάρα πολύ με τον ίδιο τον σκηνοθέτη της, τον Τάκη Βογόπουλο, ο οποίος και πρωταγωνιστεί παίζοντας αυτόν τον «Loner». Ο Βογόπουλος αποτελεί μια πραγματικά ιδιαίτερη περίπτωση μοναχικού έλληνα κινηματογραφιστή. Οι ταινίες του, γυρισμένες με μηδενικά μπάτζετ αλλά και με την ασυγκράτητη βουλιμία ενός ανθρώπου που πιστεύει σε αυτό που κάνει, διακρίνονται από μια εντελώς «τρελή» φιλοδοξία: αφήνουν την εντύπωση ότι ο άνθρωπος που τις γύρισε πιστεύει ότι κάνει κάτι αντίστοιχο με μια μεγάλη υπερπαραγωγή του Χόλιγουντ, ενώ είναι προφανές ότι το αποτέλεσμα δεν μπορεί καν να σταθεί δίπλα στην τελευταία ταινία της αντεργκράουντ κινηματογραφικής σκηνής της Βολιβίας. Είναι δε ταινίες που καταπιάνονται με πολύ μεγάλα θέματα, όπως ο «Αλέξανδρος ο Μακεδών» (2020), όπου μάλιστα ο Βογόπουλος υποδύθηκε ο ίδιος τον Μέγα Αλέξανδρο, ή ο «Λέων της Πεντέλης» (2015), που βασίζεται στις τελευταίες ημέρες του περιβόητου λήσταρχου Νταβέλη, τον οποίο και πάλι υποδύθηκε ο ίδιος. Εδώ, στο «The loner», ο Βογόπουλος «εισχωρεί» με ασυγκράτητο πείσμα στην Αγρια Δύση της Αμερικής περασμένων εποχών και παρουσιάζει μια ταινία εκδίκησης που θέλει να ακολουθήσει το πνεύμα και μοτίβο των φτηνών ευρωπαϊκών spaghetti western των δεκαετιών του 1960 και του 1970. Το αποτέλεσμα είναι ένα κολοσσιαίων διαστάσεων αλαλούμ, όπου τα πάντα φαντάζουν υπερβολικά, κανείς δεν μιλάει σαν άνθρωπος, κανείς δεν φέρεται «κανονικά» και όλοι είναι ντυμένοι σαν κλόουν. Επίσης, ό,τι μπορεί να περάσει από τον νου σου ότι θα συμβεί μπορεί και να συμβεί. Το παράδοξο όμως είναι ότι όλα αυτά τα αλλόκοτα και εντελώς εξωπραγματικά προκαλούν μια γοητεία και σε διατηρούν στη θέση σου για να δεις τι θα συμβεί παρακάτω. Αυτό για εμένα λέγεται επιτυχία. Και για αυτό πιστεύω ότι κάποια στιγμή στο μέλλον το «The loner» μπορεί να γίνει ένα γνήσιο ελληνικό cult movie. Γιατί, εκτός από το ότι έχει όλες τις προδιαγραφές για κάτι τέτοιο, σου δίνει την εντύπωση ότι για αυτόν ακριβώς τον λόγο γυρίστηκε.

Για τα παιδιά

Τέταρτη κινηματογραφική ταινία του γνωστού animation «Μπομπ Σφουγγαράκης», η ταινία κινουμένων σχεδίων «Μπομπ Σφουγγαράκης: Η αναζήτηση του Τετραγωνοπαντελονή» (The SpongeBob Movie: Search for SquarePants, ΗΠΑ, 2025) σκηνοθετήθηκε από τον Ντέρεκ Ντράιμον, που είναι ο πρώτος σεναριογράφος και εμπνευστής της τηλεοπτικής σειράς (η οποία εμφανίστηκε το 1999 και από τότε δεν έχει σταματήσει να ανανεώνει το κοινό της). Εδώ, αποφασισμένος να αποδείξει την αξία του στον κ. Καβούρη, ο Μπομπ Σφουγγαράκης ακολουθεί τον Ιπτάμενο Ολλανδό σε μια πειρατική περιπέτεια που τον μεταφέρει στα βαθύτερα βάθη της βαθιάς θάλασσας, εκεί όπου κανένα Σφουγγάρι δεν έχει πάει ποτέ.

Προβάλλεται επίσης

Επίσης στις αίθουσες προβάλλεται η ταινία του Βασίλη Μυριανθόπουλου «Ο έρωτας γράφεται…» (Ελλάδα, 2025) που δεν παρουσιάστηκε στους δημοσιογράφους. Από το δελτίου Τύπου: «Η Αννα (Έλλη Τρίγγου), μια ανερχόμενη συγγραφέας που παλεύει να ολοκληρώσει το πρώτο της βιβλίο, συναντά τον Μιχάλη (Γιάννη Ποιμενίδη), έναν ιδεαλιστή δικηγόρο που ξέρει να χειρίζεται καλά τις λέξεις. Μια τυχαία συνάντηση στο βιβλιοπωλείο της οικογένειάς της θα ανατρέψει τελείως τις ζωές τους. Οσο οι σελίδες του βιβλίου γεμίζουν, η φαντασία αρχίζει να μπλέκεται με την πραγματικότητα και να διαμορφώνει μια νέα, δική τους ιστορία».

Σχόλια
Γράψτε το σχόλιό σας
50 /50
2000 /2000
Όροι Χρήσης. Το site προστατεύεται από reCAPTCHA, ισχύουν Πολιτική Απορρήτου & Όροι Χρήσης της Google.
Vidcast: Στα Σχοινιά