Hταν Σεπτέμβριος του 2005, μέσα από τη συχνότητα του Mega, όταν πέντε χαρακτήρες συστήθηκαν για πρώτη φορά στο τηλεοπτικό κοινό, κλεισμένοι τυχαία σε ένα ασανσέρ που έμελλε να τους εκτοξεύσει αργότερα στη σφαίρα της εξαιρετικής δημοφιλίας. Ηταν η Ντάλια, μια εκκεντρική πλούσια, ο Σπύρος, ένας φοιτητής Λογιστικής που συγκατοικούσε με τη γιαγιά του, η Αγγέλα, μια κοκκινομάλλα κοπέλα με μπόλικο τσαγανό αλλά έλλειψη δουλειάς, η Ζουμπουλία, μια επαρχιώτισσα που κατέβηκε στην Αθήνα να φροντίσει τον εγγονό της, και ο Φώτης, ένα αγόρι με πεταχτό τσουλούφι που δούλευε στο τηλεοπτικό κανάλι του πατέρα του. Ολοι μαζί έφτιαξαν τον όμορφο κόσμο του «Παρά πέντε», της δημοφιλούς σειράς με την υπογραφή του Γιώργου Καπουτζίδη που έγινε ένα σημείο αναφοράς για την ελληνική τηλεοπτική ιστορία. Δύο δεκαετίες μετά την πρώτη του προβολή, το αγαπημένο σίριαλ επιστρέφει αύριο στο Mega με ένα νοσταλγικό reunion επεισόδιο.
Το «Στο Παρά Πέντε – 20 Χρόνια Μετά», οι πρωταγωνιστές της ιστορίας, Σμαράγδα Καρύδη, Ελισάβετ Κωνσταντινίδου, Αγγελική Λάμπρη, Αργύρης Αγγέλου και Γιώργος Καπουτζίδης, μαζί με ηθοποιούς και συντελεστές της σειράς, θα αποκαλύψουν ανέκδοτα περιστατικά από την εποχή των γυρισμάτων, θα τραγουδήσουν κομμάτια που συνδέθηκαν με τη σειρά, ενώ με αέρα αυτοσχεδιασμού θα αναβιώσουν τις στιγμές, τις ατάκες και τα στιγμιότυπα που έμειναν στη μνήμη των τηλεθεατών. Εκεί που η νοσταλγία θα συναντήσει το χιούμορ, όμως, είναι στους καινούργιους διαλόγους που έγραψε ο Γιώργος Καπουτζίδης, ανταποκρινόμενος στα αίτημα των τηλεθεατών για να αναλάβουν ξανά δράση οι ήρωες και θα παρουσιαστούν αύριο για πρώτη φορά.
Το reunion επεισόδιο μοιάζει να έρχεται όχι μόνο ως μια φυσική αλλά αναγκαία εξέλιξη της σειράς που για τη διετία 2005-2007 κρατούσε τους τηλεθεατές καθηλωμένους μπροστά στις οθόνες τους, με δείκτες τηλεθέασης που δεν έπεφταν κάτω από το 42,9%. Είναι μια συνέχεια που γεννήθηκε από την ίδια την αγάπη του κόσμου γι’ αυτήν, και αυτήν φιλοδοξεί να επιστρέψει. «Τα λεγόμενα afterlives προσφέρουν στο κοινό τη δυνατότητα να επεκτείνει την απόλαυση της σειράς – για παράδειγμα μέσα από behind-the-scenes προσεγγίσεις – και να ικανοποιήσει την περιέργεια γύρω από το πού βρίσκονται τώρα οι χαρακτήρες που αγάπησε» αναφέρει μιλώντας στα «Νέα» η Γεωργία Αϊτάκη, λέκτορας Μέσων Ενημέρωσης και Επικοινωνίας και μέλος του Κέντρου Σπουδών Γεωμέσων στο Πανεπιστήμιο Karlstad της Σουηδίας. Αυτή η αφοσίωση των τηλεθεατών που έσπρωξε τον Γιώργο Καπουτζίδη να συγκεντρώσει και πάλι τους συνεργάτες τού «Παρά Πέντε» δεν αποτελεί απλώς ένδειξη νοσταλγίας αλλά της διαχρονικής επιτυχίας ενός τηλεοπτικού φαινομένου που κατάφερε να ξεπεράσει τα όρια της εποχής του και να παραμείνει μια δουλειά που σφράγισε την εξέλιξη της ελληνικής τηλεόρασης.
Διαφορετικές γενιές
«Με το “Παρά Πέντε” ο Γιώργος Καπουτζίδης έφερε όντως καινούργια πράγματα στην κωμική μυθοπλασία. Είναι μια σειρά που γεφυρώνει το ηλιακό χάσμα. Συναντιούνται εκεί πολλά ακροατήρια από διαφορετικές γενιές. Είναι ένα σημείο αναφοράς. Αν και πολύς νέος κόσμος δεν ζούσε όταν παιζόταν το “Παρά Πέντε”, το παρακολουθεί στις επαναλήψεις ή στο Διαδίκτυο, ξέρει τις ατάκες κι επικοινωνεί με αυτές. Οι ατάκες της σειράς είναι πλέον κομμάτι του πολιτισμικού κεφαλαίου και της πολύ μικρότερης γενιάς. Αρα το “Παρά Πέντε” έχει καταφέρει μέσα στα χρόνια που ζει να πιάσει τον παλμό και την ψυχή της ελληνικής κοινωνίας, το οποίο είναι πραγματικά σημαντικό και πρωτόγνωρο» τονίζει η Λίζα Τσαλίκη, καθηγήτρια και πρόεδρος του Τμήματος Επικοινωνίας και Μέσων Ενημέρωσης στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Αυτή η ένωση των τηλεθεατών γύρω από μια κοινή εμπειρία που πέτυχε στην πορεία των χρόνων η σειρά ήταν εξ αρχής το ζητούμενο του Γιώργου Καπουτζίδη. Οταν οραματιζόταν τη συγκεκριμένη δουλειά ήθελε να φτιάξει ένα πρωτότυπο περιεχόμενο που να ξεπεράσει το μέτρο με το οποίο μετράμε στην τηλεόραση συνήθως την επιτυχία. «Θυμάμαι κάποιες από αυτές τις πρώτες συζητήσεις. Θυμάμαι μια ερώτηση που μου είχε κάνει ο Αργύρης (Αγγέλου), που μου είπε ποιο είναι το όνειρό μου, τι θα ήθελα να γίνει με αυτή τη σειρά στην τηλεόραση. Εγώ δεν είπα τότε ούτε “θέλω πολλά χρήματα” ή “θέλω να κάνω νούμερα τηλεθέασης”. Είχα πει ότι θέλω να κάνω μια σειρά που να μαζεύεται ο κόσμος στο σπίτι του, όταν παίζει, και να κάθονται και να βλέπουν όλοι μαζί, παρέες. Αυτό είχα σαν όνειρο» παραδέχτηκε ο δημιουργός στις δηλώσεις του για τις ανάγκες των γυρισμάτων του reunion και τις εξασφάλισαν «ΤΑ ΝΕΑ».
Το όνειρο αυτό τελικώς ο ίδιος το έκανε πραγματικότητα. Γιατί όντως έφερε κοντά τους τηλεθεατές για να απολαύσουν χαρακτήρες που με τις αδυναμίες και τις ιδιορρυθμίες τους έγιναν αγαπητοί γιατί έμοιαζαν αληθινοί, ενώ οι ατάκες τους χάρισαν γέλιο που έμεινε αξέχαστο. «Οι πέντε βασικοί χαρακτήρες είναι ξεχωριστοί και ιδιοσυγκρασιακά έντονοι, βλέπουν τον κόσμο ο καθένας μέσα από το δικό του πρίσμα, επιτρέποντας σε διαφορετικούς κοινωνικούς τύπους να ταυτιστούν μαζί τους. Η μεταξύ τους διάδραση τους εξελίσσει: μέσα από τη συνύπαρξη και τη συνεργασία ανακαλύπτουν νέες πτυχές του εαυτού τους και ενεργοποιούνται από έναν κοινό στόχο που υπερβαίνει την ατομική τους καθημερινότητα. Οι σχέσεις τους είναι ζεστές και πολυδιάστατες, καθώς τους βλέπουμε όχι μόνο μεταξύ τους αλλά και σε σχέση με τις οικογένειες και τους κοντινούς τους ανθρώπους. Παράλληλα, πρόκειται για χαρακτήρες που δεν παίρνουν υπερβολικά τον εαυτό τους στα σοβαρά. Η φιλία που αναπτύσσεται μεταξύ τους προσφέρει μια αισιόδοξη, σχεδόν παρηγορητική ματιά στις ανθρώπινες σχέσεις – και αυτό δημιουργεί μια ιδιαίτερα ζεστή σύνδεση με το κοινό» επισημαίνει η Γεωργία Αϊτάκη.
Χαρακτήρες με απήχηση
«Ο Γιώργος Καπουτζίδης από την αρχή είχε δώσει πολύ μεγάλη σημασία στους χαρακτήρες. Εφτιαξε χαρακτήρες με βάθος και βαθιά απήχηση σε πολλά διαφορετικά κοινά. Είχε δώσει πολλή σημασία στην πλοκή. Ηταν μια παράξενη, πρωτόγνωρη πλοκή που είχε κωμικά στοιχεία, αλλά ήταν πάνω σε μια ιστορία μυστηρίου με τα ευτράπελά της. Σιγά-σιγά έθιγε κάποια καίρια ζητήματα, βάζοντας στη δημόσια σφαίρα ταυτοτικά ζητήματα, που μετά, όταν ωρίμασε η κατάσταση, τα έφερε πολύ πιο εύγλωττα και στην επόμενη δουλειά του. Στο “Παρά Πέντε” έδωσε πολλή προσοχή στους πρωταγωνιστές, οι οποίοι δεν ήταν δισδιάστατοι. Είχε άτομα από διαφορετικές ηλικίες, με διαφορετικούς σωματότυπους, τα οποία τα αντιμετώπιζε με πάρα πολλή αγάπη και ενδιαφέρον. Αυτοί μπορούσαν και να “τσαλακώνουν” τον εαυτό τους και να παίζουν με τα στερεότυπα. Κι αυτό ήταν βασικό στοιχείο μιας σειράς με την οποία μπορεί να ταυτιστεί κανείς» υποστηρίζει από την πλευρά της η Λίζα Τσαλίκη.
Πέρα από το γέλιο και την αγωνία, το «Παρά Πέντε» ξεχώρισε επίσης γιατί άγγιξε μέσα από τους διαλόγους και τις ιστορίες των ηρώων του ζητήματα που απασχολούσαν την καθημερινότητα, σχολιάζοντας με ευαισθησία τις αντιθέσεις της κοινωνίας, βάζοντας στο προσκήνιο όσα έμεναν συχνά στο παρασκήνιο. «Θεωρώ ότι η επιτυχία της σειράς εδράζεται κυρίως στην καθολικότητα της αφήγησής της: τη διαχρονική μάχη του καλού απέναντι στο κακό. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο μπορεί να ιδωθεί και να λειτουργήσει εξίσου αποτελεσματικά σε διαφορετικές χρονικές στιγμές.
Παρότι περιλαμβάνει σαφείς αναφορές στις σκοτεινές πλευρές της πολιτικής, στη διαφθορά και στην κατάχρηση εξουσίας, το κοινωνικό της σχόλιο δεν είναι τόσο στοχευμένο ή συγκυριακό, όσο ευρύτερα διαχρονικό» αναφέρει η Γεωργία Αϊτάκη. Την επιβεβαιώνει ο Γιώργος Καπουτζίδης. «Αυτό το οποίο μέχρι τότε ήταν μια χαρούμενη κωμωδία, ξαφνικά έγινε κάτι πολύ πιο βαθύ, χωρίς να το επιδιώξει κιόλας. Γιατί ξαφνικά, σε αυτή τη χαρούμενη κωμωδία ήρθε ένα στοιχείο: Ο θάνατος. Και το πώς αυτοί οι πέντε άνθρωποι αντιμετωπίζουν τον επερχόμενο θάνατο. Δεν είναι πολύ συνηθισμένο πράγμα για μια κωμωδία αυτό. Επίσης να θυμίσω ότι τότε η κωμωδία στην Ελλάδα ήταν λίγο-πολύ συγκεκριμένη. Ηταν λίγο κάτι αισθηματικό, κάποια συγκατοίκηση που δεν λειτουργούσε κ.τ.λ.» θυμάται ο ιθύνων νους τού «Παρά Πέντε».
Η σπίθα της νοσταλγίας και τα social media
Η σπίθα που έβαλε τη φωτιά για να μείνει ζεστή η σειρά στη συνείδηση των τηλεθεατών είναι ίσως η νοσταλγία. Αυτή η αναπόληση εκείνης της εποχής όπου έπαιζε το «Στο παρά 5» αλλά και του συναισθήματος που γεννούσε η θέασή του. «Η νοσταλγία λειτουργεί σχεδόν ως νόμισμα για τα millennials. Ιδίως γι’ αυτή τη γενιά, έχει συζητηθεί ως ένας μηχανισμός μέσα από τον οποίο βιώνεται όχι τόσο η επιστροφή σε ένα πιο αθώο, πιο σταθερό και συναισθηματικά ικανοποιητικό παρελθόν όσο η αισιοδοξία για ένα καλύτερο μέλλον που (μάλλον) δεν θα έρθει ποτέ. Το “Στο παρά 5” έχει εγγραφεί στη συλλογική μνήμη ως ένα τέτοιο σημείο αναφοράς, λειτουργώντας σήμερα ως συναισθηματικό καταφύγιο» λέει η Γεωργία Αϊτάκη.
Σε αυτή τη συνθήκη, αποδίδει μερίδιο της επιτυχίας της δουλειάς του και ο Γιώργος Καπουτζίδης. «Μπορεί να φτιάχτηκε με αγάπη, μπορεί να ήταν και οι εποχές μας τότε διαφορετικές. Ο κόσμος να ήθελε να ενωθεί γύρω από κάτι καλό. Νιώθω ότι δεν υπάρχει αυτή η θέληση πια στην κοινωνία. Νιώθω ότι περισσότερο θέλει να διχαστεί. Ηταν ωραία εποχή. Νομίζω, λείπει σε όλους μας αυτή η εποχή. Οχι σε εμάς που παίξαμε, στη χώρα μας θα έλεγα ότι λείπει αυτή η εποχή. Αν ήταν πραγματική, δεν το ξέρω. Γιατί μπορεί να ζούσαμε σε ένα συννεφάκι. Και ίσως να τους θυμίζει και αυτό. Ισως σε όλους μας να θυμίζει πάντοτε μια πολύ ωραία εκδοχή του εαυτού μας» εκμυστηρεύεται ο ίδιος.
Σημείο αναφοράς
Παρ’ όλα αυτά, η δύναμη του σίριαλ άγγιξε και συνεχίζει να αγγίζει διαφορετικές ηλικίες, ακόμα και με την αναπαραγωγή της στα social media. «Αυτό είναι ενδεικτικό της κατάκτησης μιας σειράς στη συλλογική μνήμη και της συμβολής της στη διαμόρφωση ενός κοινού πολιτισμικού κώδικα. Οι ατάκες και η επαναχρησιμοποίησή τους λειτουργούν ως μια κοινή γλώσσα επικοινωνίας – μιας ή και περισσότερων γενιών» συνεχίζει η λέκτορας.
«Είναι σημείο αναφοράς μεταξύ ανθρώπων που μπορεί διαφορετικά να μη συνομιλούσαν. Μέσα από τις ατάκες του “Στο παρά 5” βρίσκουν ένα σημείο επαφής. Μπορούν να ταυτιστούν, να επικοινωνήσουν με τον άλλο με τον οποίο μπορεί να τους χωρίζουν πολλά πράγματα. Ξαφνικά λένε κάποιος κάτι και καταλαβαίνουν και οι δύο τι εννοεί και γελάνε με το ίδιο πράγμα, κι ας τους χωρίζουν δεκαετίες ζωής. Αυτό είναι πολύ σπάνιο» συμπληρώνει η Λίζα Τσαλίκη. Αυτό το παράδοξο το διαπιστώνει και ο δημιουργός της σειράς, στην επαφή του με το σημερινό νεανικό κοινό. «Γελάω που για τα νέα παιδιά είμαι ο Σπύρος από το “Στο παρά 5”. Παραξενεύομαι γιατί πιστεύω ότι έχω αλλάξει πάρα πολύ. Με καταλαβαίνουν, με αναγνωρίζουν και με το μουστάκι. Νιώθω ότι όσο και να δουλεύαμε εμείς, που δουλέψαμε πάρα πολύ, αυτή την επιτυχία τελικά την οφείλουμε στον κόσμο, αποκλειστικά. Δηλαδή ο κόσμος αποφάσισε να κάνει αυτή τη σειρά αυτό που έγινε. Ισως γι’ αυτό να μην μπορούμε και να δώσουμε εμείς απάντηση (γιατί ο κόσμος τη βλέπει). Μόνο ο κόσμος ξέρει. Ο κόσμος ξέρει τι αισθάνεται όταν τη βλέπει. Αρα ο κόσμος μπορεί να απαντήσει σε αυτή την ερώτηση» καταλήγει ο Γιώργος Καπουτζίδης.
- Πρόεδροι Δικηγορικών Συλλόγων: «Όχι» στην αντικατάσταση των δικηγόρων με δικαστές στα Πειθαρχικά Συμβούλια
- Γ. Παπανδρέου: «Σταδιακή υπονόμευση της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου», η έφοδος της ΑΑΔΕ στον Σύλλογο Συγγενών Θυμάτων των Τεμπών
- «Ουράνιο λεμόνι»: Επιστήμονες σαστίζουν με πλανήτη σε σχήμα λεμονιού που αψηφά τη λογική







