Στο πρόσωπο του καλλιτέχνη του Θεάτρου Σκιών Σωκράτη Κοτσορέ συναντιέται η περίπτωση του μορφωμένου και συγκροτημένου καραγκιοζοπαίχτη που ταυτόχρονα δεν απεμπολεί τη λαϊκότητά του. Το αντιλαμβάνεσαι όταν τον ακούς να μιλάει, αλλά πολύ περισσότερο να παίζει και να ζωντανεύει τις περίφημες και γνωστές φιγούρες τού μπερντέ.
Πού βρίσκεται εν Ελλάδι σήμερα η τέχνη του Θεάτρου Σκιών και πώς διαχωρίζετε εσείς – με ποια κριτήρια – μια πιστή Παράδοση σε αυτήν και ταυτόχρονα επαγγελματική από τα κακέκτυπα;
Ο Καραγκιόζης σήμερα βρίσκεται σε άνοδο. Οταν ο Καραγκιόζης βρισκόταν σε κάμψη, οι μαθητευόμενοι καραγκιοζοπαίχτες ήμασταν ελάχιστοι. Οι γονείς μάς αποθάρρυναν να ασχοληθούμε επαγγελματικά με αυτό. Σήμερα υπάρχουν νέοι που θέλουν να ασχοληθούν, όμως οι περισσότεροι δεν προσεγγίζουν την τέχνη με την πρέπουσα σοβαρότητα. Η πρόσβαση στη γνώση πλέον είναι εύκολη, αλλά τις περισσότερες φορές είναι επιφανειακή. Η τέχνη αυτή μαθαίνεται βιωματικά, από μικρή ηλικία. Ο Γιάνναρος έλεγε: «Πρέπει να έχεις βάση, αν έχεις βάση, από κει και πέρα ξεκινούν όλα». Εννοούσε πως ο νέος καραγκιοζοπαίχτης θα πρέπει να γνωρίζει την παράδοση, με μία ευρύτερη έννοια. Δηλαδή να γνωρίζει τον τρόπο λειτουργίας και ανανέωσης αυτού του θεάματος. Σήμερα ενδιαφέρονται περισσότερο να παίξουν και λιγότερο να μάθουν, με αποτέλεσμα να μαϊμουδίζουν παραστάσεις παλιών μαστόρων, αγνοώντας τον τρόπο με τον οποίο διατηρείται το θέαμα ζωντανό. Επίσης, δεν έχουν τις τεχνικές γνώσεις ώστε η παράστασή τους να έχει ενδιαφέρον και στο οπτικό κομμάτι.
Πώς οργανώνεται σήμερα το σωματείο του κλάδου σας, πόσα μέλη έχει, αν έχει νεότερα μέλη, και ποιο αλήθεια είναι το βασικό σας αίτημα;
Το Πανελλήνιο Σωματείο Θεάτρου Σκιών ιδρύθηκε το 1925. Μέχρι τη δεκαετία του ’80 ήταν αμιγώς επαγγελματικό. Τότε κινδύνεψε να κλείσει, αλλά με πρωτοβουλία τού επί σειρά ετών προέδρου Πάνου Καπετανίδη, το σωματείο διευρύνθηκε δεχόμενο ως μέλη του και άτομα που είναι απλώς «φίλοι» της τέχνης. Αυτό δημιουργεί προβλήματα. Οσο καλή προαίρεση και να έχουν, δεν έρχονται σε συνεχή επαφή με το κοινό, όπως εμείς, ούτε γνωρίζουν, αλλά ούτε και κατανοούν τα προβλήματα που έχουν οι επαγγελματίες καραγκιοζοπαίχτες σήμερα. Αυτό δημιουργεί κλίμα ασυνεννοησίας, που είναι εις βάρος των επαγγελματιών. Τα τελευταία δέκα χρόνια έχω την τιμή να είμαι στο διοικητικό συμβούλιο, περνώντας από διάφορες θέσεις. Από αυτή τη θέση αγωνίζομαι για την επίλυση αυτών των προβλημάτων.
Σε πρόσφατη συνέντευξή σας – στον Κ. Μπογδάνο – κάνατε μια εξαιρετική ανάλυση ιστορικού τύπου για τους χαρακτήρες της τέχνης σας. Σε ποιον ή ποιους καραγκιοζοπαίχτες οφείλουμε τους βασικούς σημερινούς ήρωες του Θεάτρου Σκιών; Π.χ. Μπαρμπα-Γιώργο, Κολλητήρια, Σταύρακα, Διονύσιο;
Το Θέατρο Σκιών είναι ομαδική δημιουργία. Πολλοί καραγκιοζοπαίχτες έχουν προσθέσει τύπους στο μπερντέ. Ο γενάρχης του Ελληνικού Καραγκιόζη, Δημήτριος Σαρδούνης ή Μίμαρος, πρόσθεσε τον γιο τού Καραγκιόζη, τον Κολλητίρη, τον Ζακυνθινό Σιορ Διονύσιο και άλλους οι οποίοι σήμερα εμφανίζονται σπάνια. Ο Δημήτρης Μανωλόπουλος πρόσθεσε τα άλλα δύο παιδιά του Καραγκιόζη, Κοπρίτη και Μπιριγκόγκο. Τον Μπαρμπα-Γιώργο δημιούργησε ο Γιάννης Ρούλιας, που ήταν και ο ίδιος εύζωνας και καταγόταν από την Αιτωλοακαρνανία. Συνεπώς γνώριζε πολύ καλά την προφορά των ορεσίβιων της περιοχής. Τον Σταύρακα έβγαλε ο Γιάννης Μώρος, όντας μάγκας Πειραιώτης και ο ίδιος. Ο σπουδαίος Αντώνης Μόλλας πρόσθεσε τον Μορφονιό. Θέλοντας να σατιρίσει τα πλουσιόπαιδα του Κολωνακίου της εποχής του Μεσοπολέμου, τον παρουσίασε με μεγάλη μύτη και μεγάλο κεφάλι, υπονοώντας πως έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. Δημιούργησε επίσης τον Πεπόνια, θέλοντας να σατιρίσει τους επαρχιώτες χωροφύλακες της εποχής. Εξακολουθούν να βγαίνουν νέες φιγούρες. Ο χρόνος θα δείξει εάν θα καθιερωθούν.
Σε βιωματικό επίπεδο, μεγάλωσα ως θεατής με Θανάση Σπυρόπουλο και Ευγένιο Σπαθάρη. Εσείς πού μαθητεύσατε και τι επιρροές έχετε;
Είχα την τύχη να γνωρίσω τους περισσότερους μαστόρους της παλιάς γενιάς. Εχω κάνει συζητήσεις με τον Ευγένιο Σπαθάρη, πρότυπο για μένα ο Αβραάμ Αντωνάκος, έχω μαθητεύσει στους σπουδαίους Γιάνναρο, Μάνθο Αθηναίο, καθώς επίσης και στον τελευταίο εν ζωή της παλιάς φρουράς Μίμη Μάνο. Εχω επηρεαστεί από τον καραγκιοζοπαίχτη και σπουδαίο ερευνητή Μιχάλη Χατζάκη και από νεότερους, όπως ο Γιάννης Νταγιάκος, ο Πάνος Καπετανίδης, ο Χρήστος Πατρινός και άλλοι.
Αυτό που λέμε πολιτική ορθότητα ορθώνει εμπόδια για μια λαϊκή ανόθευτη τέχνη σαν τη δική σας;
Ανέκαθεν τα λαϊκά θεάματα εμπνέονταν και μεγέθυναν ανθρώπινα χαρακτηριστικά και συμπεριφορές, χωρίς όμως αυτό να υποτιμάει και να προσβάλλει την ομάδα του κοινού που αντιπροσώπευαν. Σημασία έχει η πρόθεση, ο Καραγκιόζης πρώτα σατιρίζει τον εαυτό του και ύστερα τους φίλους του. Το κοινό (τουλάχιστον το μυημένο) το γνωρίζει καλά και το αποδέχεται. Βέβαια με την πάροδο των δεκαετιών αλλάζουν οι κοινωνικές σχέσεις, όπως η σχέση του Καραγκιόζη με τα παιδιά του. Δεν τα χτυπάει πλέον, όπως γινόταν παλιά (τότε που ήταν αποδεκτό οι γονείς να χτυπούν τα παιδιά τους). Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια σκεφτόμαστε περισσότερο τι θα πούμε και πώς, πράγμα που δεν πρέπει να συμβαίνει. Ο Καραγκιόζης πρέπει να είναι ετοιμόλογος, δεν πρέπει να αυτολογοκρίνεται.
Ποια είναι η μεγαλύτερη χαρά για έναν εν ενεργεία καλλιτέχνη σαν εσάς και πώς βλέπει η νεότερη γενιά, τα παιδιά, τον Καραγκιόζη σε μια εποχή σαν τη σημερινή, κατά βάση ιντερνετική;
Μεγαλύτερη χαρά μου είναι να βλέπω τον κόσμο να με ακολουθεί όπου παίζω, πράγμα που σημαίνει ότι εκτιμούν τη δουλειά μου και πως ο Καραγκιόζης είναι ακόμα ζωντανός. Τα παιδιά σήμερα έχουν πολλές προσλαμβάνουσες. Οταν όμως ανάβουν τα φώτα του μπερντέ οι οθόνες σβήνουν. Ωστόσο πρέπει να βλέπουν τον Καραγκιόζη τού σήμερα, όχι παραστάσεις περασμένων δεκαετιών, ανεβασμένες σε διάφορες πλατφόρμες. Ο Καραγκιόζης εξαφανίζεται στην οθόνη ενός κινητού, πόσο μάλλον όταν βλέπουν μια παράσταση πενήντα ετών, ακόμα και όταν αυτή είναι άρτια. Ο Καραγκιόζης τους μιλάει με γλώσσα παρωχημένη και ακατανόητη, λόγω χάσματος γενεών. Αυτό κάνει ζημιά στην τέχνη και είναι ένα πρόβλημα που πρέπει να διορθώσουμε.
Πότε ξεκινάει το πρώτο δικό σας ερέθισμα για να μπείτε σε αυτόν τον κόσμο;
Σε ηλικία πέντε ετών είδα για πρώτη φορά παράσταση Καραγκιόζη από τον μεγάλο Βάγγο. Μαγεύτηκα. Από τότε, όταν με ρωτούσαν τι θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω, εγώ χωρίς δεύτερη σκέψη απαντούσα πως θέλω να γίνω καραγκιοζοπαίχτης, όνειρο που έγινε πραγματικότητα.







