Επειδή η Ζωή Κωνσταντοπούλου είναι γυναίκα, νομίζει ότι είναι δικαίωμά της να προσβάλλει άλλες γυναίκες με σεξιστικά σχόλια, όπως στο πρόσφατο επεισόδιο με τη Μαρία Συρεγγέλα στη Βουλή. Η δικαιολογία της ότι το σχόλιο για το καλσόν ήταν ταξικό και όχι σεξιστικό γελοιοποιεί ακόμη περισσότερο το ζήτημα. Η ιστορική προέλευση μιας έκφρασης ελάχιστη σημασία έχει από μόνη της. Αποκτά την όποια σημασία από τα συμφραζόμενα, από το γλωσσικό περιβάλλον δηλαδή μέσα στο οποίο χρησιμοποιείται. Φανταστείτε, ας πούμε, εκείνον τον βουλευτή, που είχε προτρέψει κάποτε γυναίκα συνάδελφό του (την Εύα Καϊλή, νομίζω) να πλύνει κανένα πιάτο, να προσπαθούσε να δικαιολογήσει την προσβολή, με το επιχείρημα ότι πιάτα πλένουν στο χέρι οι φτωχές γυναίκες, ενώ οι πλούσιες έχουν πλυντήριο πιάτων και οικιακή βοηθό για να το χειρίζεται. Εξίσου γελοία είναι η δικαιολογία της κ. Κωνσταντοπούλου για τον ταξικό χαρακτήρα της προτροπής στην κ. Συρεγγέλα να μη σκίσει κανένα καλσόν. Αφήστε, δε, την επιπλέον γελοιότητα να επικαλείται την ταξική κατωτερότητά της. Ποια, παρακαλώ; Η κόρη του Νίκου Κωνσταντόπουλου!
Το πρόβλημα με την κ. Κωνσταντοπούλου είναι ότι έχει καταφέρει να επιβληθεί και κανείς δεν μπορεί να τη βάλει σε τάξη. Το έχει πετύχει, αφενός, με την βία και τον εκφοβισμό που ασκεί και, αφετέρου, με τον φόβο που εμπνέει πάντα στους γύρω η ανισόρροπη προσωπικότητα. Ομως, δεν έχει ελπίδες για κάτι περισσότερο από αυτό που ήδη κατέχει στην πολιτική. Εκ της φύσεώς τους, αυτά τα «cult», οι λατρείες δηλαδή που οργανώνονται γύρω από αυταρχικές προσωπικότητες, είτε θρησκευτικό χαρακτήρα έχουν είτε πολιτικό, είναι πάντα περιορισμένης εμβελείας. Η κ. Κωνσταντοπούλου δεν αντιπροσωπεύει κάτι θελκτικό, ώστε οι ψηφοφόροι να την επιλέξουν για οτιδήποτε άλλο εκτός από την εκτόνωση του θυμού τους. Η Ελλάδα της κ. Κωνσταντοπούλου θα ήταν κάτι ανάμεσα στη Ρουμανία των Τσαουσέσκου και στη Βόρειο Κορέα των Κιμ. Σε κάποιους, βέβαια, αρέσουν αυτά τα μοντέλα διακυβέρνησης, είναι όμως πολύ λίγοι, ξέρετε. Ο σκοπός της παρουσίας της κ. Κωνσταντοπούλου είναι τιμωρητικός και τίποτε περισσότερο. Με όρους μεσαιωνικής θεολογίας, θα λέγαμε ότι είναι η μάστιγα του Θεού στον κοινοβουλευτισμό.
ΠΩΛΕΙΤΑΙ ΟΠΩΣ ΕΙΝΑΙ
Δεν είναι σωστό αυτό που λέγεται ότι «χάνουμε τον Κασσελάκη», επειδή ο ίδιος ανακοίνωσε την αβεβαιότητά του για το μέλλον του Κινήματος Δημοκρατίας. Η πραγματικότητα είναι ότι τον έχουμε χάσει εδώ και έναν χρόνο, αφότου δηλαδή έφτιαξε το δικό του κόμμα. Ακούγεται καθόλου; Τον βλέπετε πουθενά; Μήνες περνούν χωρίς να δίνει ίχνος ζωής. Δεν τον χάνουμε, λοιπόν, τον έχουμε χάσει προ πολλού.
Ο Στέφανος ήταν διασκεδαστικός όσο προσπαθούσε να παραστήσει τον αριστερό – όπως είναι και ο Αλέξης ο Καραμήτρος, όταν προσπαθεί να μιλήσει αγγλικά. Η σύγκρουση των δύο τελείως διαφορετικών κόσμων ήταν εκείνο που παρήγαγε το αστείο στην περίπτωσή του. Ηταν μια κατάσταση που θα μπορούσε θαυμάσια να είναι σενάριο κινηματογραφικής κωμωδίας. Από την ώρα που έπαψε αυτό, ο Στέφανος έχασε το γούστο του. Εγινε ένας ακόμη βαρετός πολιτευτής και μάλιστα πολύ κατώτερος του μετρίου. Δεν πρέπει λοιπόν να τελειώσει κάποτε αυτό το αστείο, που μάλιστα κοστίζει ακριβά; Για τον λόγο αυτόν συγκαλεί το συνέδριο, για να το παραδώσει σε κάποιον άλλον και να απαλλαγεί. Τι να κάνει ο φουκαράς; Οι Ελληνες δεν στάθηκαν αντάξιοί του. Η μόνη δυσκολία θα είναι να αντιμετωπιστεί προληπτικά το σοκ που θα υποστεί ο Τάιλερ, όταν καταλάβει ότι ο Στέφανος δεν πρόκειται να γίνει πρωθυπουργός.
Οσον αφορά τη διαδοχή ηγεσίας στο Κίνημα Δημοκρατίας, εφόσον αποφασιστεί η συνέχιση της λειτουργίας του, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το πλέον κατάλληλο πρόσωπο είναι η Θεοδώρα Τζάκρη. Δυστυχώς – και το λέω με ειλικρινή λύπη – διάδοχος δεν θα μπορούσε να είναι ο Γιάννης Μιχελογιαννάκης, παρότι θα το άξιζε, για τον λόγο ότι μόλις χθες παραιτήθηκε από το Κίνημα Δημοκρατίας. Αν, βέβαια, ανακάλεσε την παραίτησή του, αφότου πληροφορήθηκε την ευκαιρία που του ανοίγει το συνέδριο, τότε θα μπορούσε. Γιατί όχι; Και η Φάρλι θα μπορούσε, αν ήθελε…







