Από το βραδάκι που πέθανε, κοντεύει ενάμισης μήνας, τον ακούω τουλάχιστον επί μια ώρα καθημερινά. Η ψηφιακή τεχνολογία, οι πλατφόρμες, δίνουν άμεση πρόσβαση στο σύνολο σχεδόν του έργου του. Παλιά θα έπρεπε να διαλέξω έναν δίσκο του, να τον βγάλω από τον φάκελο, να τον ξεσκονίσω, να τον ακουμπήσω στο πικάπ. Τώρα πληκτρολογώ απλώς στην οθόνη το όνομά του κι αφήνω τον αλγόριθμο να με πηγαίνει από το ένα τραγούδι στο επόμενο. Σε τυχαία σειρά; Γιατί, πειράζει; Αφήνομαι κι όπου με βγάλει. Από τη «Μαύρη Θάλασσα» στον «Μικρό Μονομάχο». Κι απ’ τις παρλάτες του στη μοναχική εκείνη συναυλία που είχε δώσει εν μέσω πανδημίας, στη «Θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη».

Με το ηχείο στο σαλόνι ή στο μπάνιο, με τα ακουστικά στα αφτιά μου στον δρόμο, του κάνω κάθε μέρα μνημόσυνο; Καθόλου δεν το νιώθω έτσι. Εκείνος μου κρατάει παρέα. Τη ζωντανή του παρουσία νιώθω να με συντροφεύει, τόσο έντονα κάποιες στιγμές, όσο όταν τον επισκεπτόμουν σπίτι του ή βρισκόμουν στις συναυλίες του. Τον συνοδεύω ενίοτε – ντιπ παράφωνα. Μου κολλάει ένας στίχος, μια στροφή και την επαναλαμβάνω πέντε, δέκα, εκατό φορές μέχρι να λιώσει μες στο στόμα μου. Το ίδιο μου συμβαίνει από παιδί με θραύσματα του Καβάφη – «δεν τα ηύρα πια ξανά τα ποιητικά τα μάτια…» -, με ουρανομήκεις φράσεις του Εμπειρίκου, «πάρε τη λέξη μου, δως μου το χέρι σου…».

Αλλοτε παραδίνομαι στη μαγεία του. Κάποτε προσπαθώ να την εξιχνιάσω. Πώς καταφέρνει ο Σαββόπουλος να εισχωρεί τόσο βαθιά μέσα στη γλώσσα; Να συνθέτει πανδαισίες απροσδόκητων ρυθμών και μελών, να συνδυάζει τα εκ πρώτης όψεως ασυνδύαστα; Ταλέντο!

Που σημαίνει τι ακριβώς; Προσωπική αισθητική; Αχαλίνωτη φαντασία; Μνήμη αστείρευτη για να ανασύρει από τα έγκατά της ήχους και εικόνες που για τους περισσότερους θα είχαν ξεθωριάσει, θα είχαν σβήσει, να τους φέρνει στο φως, να τους αναγεννά θριαμβευτικά;  Στο Happy Day, στο «Νινόν», παίρνει μερικές ξεχασμένες ρίμες του Ορέστη Λάσκου, τις ντύνει με μια μουσική «ρετρό», επιστρατεύει τον γόη του ελαφρού τραγουδιού Σώτο Παναγόπουλο κι επιτυγχάνει ένα αποτέλεσμα ανατριχιαστικά ποιητικό. Σαν να βλέπεις προπολεμική εξπρεσιονιστική ταινία, τον «Νοσφεράτου» ίσως. Μακάβριες σκιές, σπαθιά να βγαίνουν μέσα από κούφια μπαστούνια, παρθενικά νυχτικά να ματώνουν. «Κι ακούς των δέντρων τα κλαδιά στην κατασκότεινη βραδιά μια μελωδία να παίζουνε της φρίκης και του τρόμου…».

Τίποτα από τα παραπάνω, ούτε η αισθητική ούτε η φαντασία ούτε η μνήμη ούτε καν το άθροισμά τους δεν θα αρκούσε. Εάν δεν υπήρχε η γενναιότητα. Πείτε την και θράσος.

Οι καλλιτέχνες του συρμού – που εγώ τους σέβομαι απολύτως, αφού μας διακοσμούν χαριτωμένα τις στιγμές – αρκούνται στις ευκολίες τους. Βαδίζουν στα σίγουρα. Αντιλαλούν παραδεδεγμένες ιδέες. Μηρυκάζουν τα σουξέ τους – ζεϊμπέκικα, μπλουζ, μπαλάντες, καλοχτενισμένα ποιήματα, μυθιστορήματα κοινωνικής ευαισθησίας που δεν ξεβολεύουν κανέναν. Οι μεγάλοι καλλιτέχνες παίρνουν φόρα και σπάνε με μια κουτουλιά τη βιτρίνα. Διαλύουν την πραγματικότητα στα εξ ων συνετέθη και τη συναρμολογούν κατά τον δαίμονά τους. Απαιτείται άγνοια ή αγνόηση κινδύνου.

Πρέπει να βάζεις το κεφάλι σου στον πάγκο του χασάπη. Να το δηλώνεις ευθαρσώς ότι γουστάρεις πλούσια κι ελεύθερη ζωή, αποδεχόμενος προκαταβολικά τις συνέπειες. Να βλέπεις τον εαυτό σου «ματωμένο, ξαπλωμένο μες στο έρημο χωριό».

Ο Σαββόπουλος στάθηκε γενναίος στις δημόσιες τοποθετήσεις του. Απείρως όμως γενναιότερος στη δημιουργία του. Το έργο που τον είχε διαλέξει – το έργο διαλέγει ποιος θα του δώσει υλική υπόσταση – δεν το πρόδωσε, δεν το ευτέλισε στιγμή. Του πρόσφερε τη σάρκα του, να την κατασπαράξει για να φτιάξει δική του. Το άφησε να ρουφήξει το αίμα του και τον αέρα που ανέπνεε, να ξαπλώσει ανάμεσα σε εκείνον και στη γυναίκα του και τελικά, με μια κλωτσιά, να τον πετάξει από το κρεββάτι.

Ο Διονύσης Σαββόπουλος τελειώθηκε διά του έργου του. Για αυτό δεν θα τελειώσει ποτέ.