Τελευταίως έχουν βγει στη μόδα και χρησιμοποιούνται εύκολα και διά πάσαν μαλακίαν μερικές μεγαλειώδεις λέξεις, με ακραίο νόημα: όλα πλέον είναι «εμβληματικά», όλοι οι προορισμοί είναι «απόλυτοι», όλα έγιναν «viral» κι όλα είναι «συμπεριληπτικά» – χωρίς «συμπερίληψη» δεν πάμε πλέον πουθενά.
Επίσης όλα είναι «επικά». Κι άμα διαβάσεις «επική απάντηση του τάδε» μη συνεχίσεις διότι σίγουρα κάποια ντεκαφεϊνέ ανοησία θα αναγνώσεις, περιμένοντας κάτι δήθεν εντυπωσιακό που τελικά θα είναι απολύτως συνηθισμένο κι ασήμαντο. Ελλειψη αίσθησης διαστάσεων, έλλειψη αντίληψης μεγεθών και μικροί μεγάλοι στο καφενείο.
Δεν ξέρουμε από πού έχει προκύψει αυτή η μανία για κενή μεγαλοστομία και άστοχη επιλογή ακραίων λέξεων – ίσως είναι η γενικότερη απατεωνία εδώ και δεκαετίες που δέρνει τη χώρα, άρα και τις λέξεις, και τις εκφράσεις, και τις προσφωνήσεις. Ετσι είναι, μεγάλε, δεν είμαστε όλοι μεγάλοι και μεγαλειώδεις, δεν είμαστε όλοι αρχηγοί, δεν είμαστε όλοι παίκτες; Δεν είμαστε όλοι μαέστροι και ηγέτες, δεν είμαστε «επικεφαλής» – άσε αυτό το άκλιτο «επικεφαλής» που το έχουνε ξεσκίσει στην τηλεόραση κάνοντάς το, του «επικεφαλή», τον «επικεφαλή», ω, «επικεφαλή», σε βαθμό που δεν έχεις πού την ακέφαλη κεφαλήν κλίναι.
Στην τηλεόραση (όπου βάζουνε και την ενημέρωση στη θέση της) λένε κι άλλα τρελά όπως «η εκπομπή περιέχει απρεπή εκφορά λόγου», ενώ δεν είναι απρεπής η εκφορά, αλλά ο ίδιος ο λόγος. Και αν ο λόγος είναι απρεπής, όποια κι αν είναι η εκφορά δεν αλλάζουνε και πολλά πράγματα στο νόημα. Αυτά τα ακούς κάθε μέρα, συνεχώς, και αρκετοί που τα καταλαβαίνουν απλώς βαριούνται να τα διορθώσουν – μα, μπορεί να είναι κανείς τόσο αγράμματος που να λέει «του επικεφαλή;». ‘Η, αντί «η διεθνής έκθεση» να λέει «η διεθνή έκθεση» και το «ανήκε» να το κάνει αίφνης «άνηκε» – τι στο διάολο, ελληνικά μιλάμε ή σερβοκροάτικα;
Δεν έχουμε καμιά γλωσσαμυντορική ψύχωση, ούτε πιστεύουμε πως κινδυνεύουν τα ελληνικά από τα εγγλέζικα. Κι όλοι κάνουμε λάθη, αλλά όχι και να λέμε άλλα αντ’ άλλων από καθαρή αγραμματοσύνη, να ακούς να εκσφενδονίζονται τέτοια πυρότουβλα από τελειόφοιτους πανεπιστημίου, ή έστω λυκείου, ΙΕΚ και δεν ξέρω τι, χωρίς να έχουνε συνείδηση ότι ασκούν δημόσιο λόγο – είναι δυνατόν στην αναμετάδοση της παρέλασης της 28ης Οκτωβρίου, που την ακούει όλη η χώρα, να λέει ο δημοσιογράφος συνέχεια «του επικεφαλή» αξιωματικού και τον «επικεφαλή» και η κεφαλή του να μη θέλει σπάσιμο; Δεν πρόσεξε ποτέ ότι αυτή η κωλολέξη δεν κλίνεται;
Εκτός κι αν έχει άλλο πρόβλημα: να νομίζει ότι το «επικεφαλής» είναι καθαρεύουσα και αυτός, λόγω ιδεολογικής δουλοπρέπειας, πρέπει να απολογηθεί σε κάποιους δήθεν «προοδευτικούς» οπότε το κάνει στη δημοτική «του επικεφαλή» – όπως αντί «πιθανώς» λέει «πιθανά». Αλλά έχει πρόβλημα με το «συνεπώς». Πώς να το κάνει; Συνεπά;
Είναι εύκολο να πεις ότι φταίει γενικώς η παιδεία, οι δάσκαλοι, οι καθηγητές και οι γονείς ή δεν ξέρω ποιος όταν κάποιος είναι εντελώς ανορθόγραφος – δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση. Δεν διδάσκουν οι δάσκαλοι λάθος ορθογραφία, τουλάχιστον στα βασικά ούτε στα πανεπιστήμια θα ακούσεις καθηγητή να κάνει λάθη – απλώς μερικοί μαθητές είναι στούρνοι, ανεπίδεκτοι και αδιάφοροι όσον αφορά αυτό το θέμα.
Τους θυμάμαι από μικρός: πάντα τα ίδια γραμματικά λάθη και πλήρης αδιαφορία να μάθουν – ίσως λόγω κάποιας δομικής αδυναμίας του μυαλού, διότι υπάρχει και αυτό το ενδεχόμενο: όσο και να παιδεύεσαι να μην ανταποκρίνεται το ρημάδι σε κάποια πράγματα. Σκοτεινές ιστορίες κι εμπλοκές. Το περίεργο είναι πως, έστω από περιέργεια, ή λόγω επανάληψης, δεν έχουν προσέξει μερικοί τις τελευταίες δεκαετίες πώς λέγονται ορισμένες λέξεις, διότι επιπλέον πρόκειται και για δεκαετίες της φλυαρίας εφόσον νυχθημερόν ακούς από παντού κάποιος να μιλάει στην τηλεόραση ή στο ραδιόφωνο. Το μπλα-μπλα δεν σταματάει ποτέ και πουθενά – κάποιος από κάπου θα ακούγεται πάντα να ρητορεύει ανελέητα.
Και δεν ασκείται ο μιμητισμός έστω στα θετικά, δηλαδή στην εκμάθηση, αλλά στις στρεβλώσεις και στους εξωφρενισμούς: ακούει κάποιος σχετικά άσχετος τη λέξη «εμβληματικός» και την παίρνει, αίφνης, και την κοτσάρει παντού: κι όλα γίνονται «εμβληματικά», όλοι «εμβληματικοί» έτσι που σε λίγο αποδυναμώνεται η λέξη λόγω πολυχρησίας, ή πρόχειρης, δυσανάλογης κι εύκολης μεγαλοστομίας. Ή, ξαφνικά, όλοι γίνονται «απόλυτοι» και όλα «απόλυτα», ας πούμε το απόλυτο τσουρέκι, ο απόλυτος ταραμάς, το εμβληματικό μπαουλοντίβανο και οι viral κάλτσες.
Κι ακόμα ο «επικός μέρμηγκας» και η «επική παρωνυχίδα» και το μεγαλειώδες, επικό τίποτε – όπως λίγο παλιότερα όλα ήταν «αναβαθμισμένα» και «καταπληκτικά» και δεν υπήρχε, επί πολύν καιρό, άλλο επίθετο που να ταιριάζει οπουδήποτε: όλοι ήμασταν καταπληκτικοί σε έναν αναβαθμισμένο, καταπληκτικό κόσμο γεμάτον κατάπληξη.
Αυτή η διαρκής και εύκολη χρήση λέξεων με υπερθετικό νόημα σε πομπώδες ύφος και μάλιστα, μεγάλε, για το παραμικρό, δεν ξέρω τι σημαίνει. Κοινωνικό μικρομεγαλισμό, αθέλητη διάθεση αυτοπαρηγορίας, γιγαντισμού, υποκατάσταση, ή θεληματική αυταπάτη. Θα πεις, γιατί όχι; Τζάμπα είναι ρε φιλαράκι, οι λέξεις. Γιατί να ματζιρευτούμε; Ας την κάνουμε συνέχεια α λα -γκράντε. Να ‘χαμε να λέγαμε και γόπες να φουμέρναμε.







