Βασικό διακύβευμα για τη χώρα είναι η σύγκλιση με τη δυτική Ευρώπη στην παραγωγικότητα και το διαθέσιμο εισόδημα. Μία σύγκλιση που πρέπει να είναι οικονομικά και κοινωνικά βιώσιμη. Και αυτό είναι πρώτιστα ευθύνη μας προς τις επόμενες γενιές. Είναι επίσης σαφές ότι προϋποθέτει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Ορισμένες έχουν επιχειρηθεί. Αλλες όχι. Αντίστοιχα ισχύουν ως προς τη διάχυση των καρπών της ανάπτυξης στην ευρύτερη κοινωνία.

Αυτή η κατεύθυνση περιπλέκεται με τη συζήτηση που έχει ανοίξει τους τελευταίους μήνες περί κυβερνησιμότητας. Δεν τίθεται βεβαίως ζήτημα αμφισβήτησης της κυβερνητικής ισχύος, ούτε της συνταγματικής νομιμοποιήσεως. Υπάρχουν όμως δύο ζητήματα που κάθε καλόπιστος παρατηρητής έχει κατά νου. Το πρώτο είναι η έντονη αμφισβήτηση σε μεγάλη μερίδα της κοινωνίας – άλλοτε δίκαιη, άλλοτε άδικη, ορισμένες φορές παράλογη. Το δεύτερο είναι οι δημοσκοπήσεις και η προοπτική της επόμενης ημέρας.

Είναι σαφές ότι η κυβέρνηση καλείται να ακολουθήσει το πρόγραμμά της. Με βάση αυτό θα κριθεί, ιδίως από όσους την ψήφισαν, και όχι με βάση τα προγράμματα των άλλων. Από την άλλη πλευρά, διαβλέπουμε τάση πολιτικής περιχαράκωσης έναντι όλων. Ο πολυμέτωπος αγώνας υπήρξε επιχείρημα που λειτούργησε υπέρ της στις προηγούμενες εκλογές. Με αυτό συσπείρωσε ομάδες που ήθελαν σταθερότητα στη διακυβέρνηση. Δεν είναι όμως ο καλύτερος σύμβουλος στην ίδια τη διακυβέρνηση. Η τελευταία χρειάζεται ευρύτερες συνέργειες. Φυσικά οι συνέργειες απαιτούν κοινό πεδίο αξιολογήσεων και ανταπόκριση. Αλλά ακόμη και αν αυτά είναι δυσεύρευτα, η διακυβέρνηση χρειάζεται ένα περιθώριο πρόσβασης σε ευρύτερο μέρος της κοινωνίας, δηλαδή και πέραν όσων υπερψηφίζουν. Πολύ δε περισσότερο, όταν η τεχνική της εξουσίας έχει αντικειμενικά καταστεί πολύ δύσκολη, λόγω ρυθμιστικών και γραφειοκρατικών αγκυλώσεων που δεν έχουν αντιμετωπιστεί.

Και φυσικά υπάρχει το ζήτημα των προσεχών εκλογών, που έχουν αρχίσει να αχνοφαίνονται. Το επιχείρημα του πολυμέτωπου αγώνα θα λειτουργήσει ή θα θεωρηθεί ξαναζεσταμένο φαγητό; Νομίζουμε αυτό εξαρτάται από δύο παράγοντες. Πρώτον, το ποσοστό αφετηρίας. Δεύτερον, οι προσδοκίες βελτίωσης. Με βάση όμως τα δημοσκοπικά δεδομένα, θα καλλιεργείται διαρκώς πίεση για πολιτικές συναινέσεις. Αυτή θα είναι η συζήτηση του 2026. Και αυτή η εξέλιξη ενέχει από μόνη της μεγάλες προκλήσεις. Διότι όσο δεν δίνονται απαντήσεις, ο κίνδυνος της πολιτικής αστάθειας μέχρι έναν μόνο βαθμό συσπειρώνει. Από ένα σημείο και μετά η ανασφάλεια κλονίζει την ίδια τη διακυβέρνηση. Και όταν είναι αμυνόμενος κάποιος, προσπαθεί να επιρρίψει τις ευθύνες στους άλλους. Blame game λέγεται. Ανεκτό στην καθημερινή πολιτική κονίστρα, αλλά αδιέξοδο αν τα κουκιά δεν βγαίνουν.

Η γνώμη μας είναι ότι συναινέσεις πρέπει να επιδιώκονται. Είτε στο πλαίσιο εξορθολογισμού των σχέσεων κυβέρνησης – αντιπολίτευσης, είτε στο πλαίσιο της πολιτικής προοπτικής. Δεν υποκαθιστούν την πολιτική απόφαση. Ούτε εξοβελίζουν την πολιτική διαφωνία και τον ανταγωνισμό. Διευκολύνουν όμως τη σταθερότητα που έχουν ανάγκη και η πολιτική ζωή και η μεταρρυθμιστική πορεία της χώρας.

Ο Νίκος Παπασπύρου είναι αναπλ. καθηγητής στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ