Ολο το θέμα στη «Σπασμένη φλέβα» (Ελλάδα, 2026), την τελευταία μέχρι σήμερα ταινία του Γιάννη Οικονομίδη, είναι πώς θα βρεθούν τα φράγκα. Τα φράγκα, τα φράγκα, και πάλι τα φράγκα. Μόνο τα φράγκα. Τίποτ’ άλλο δεν έχει σημασία. Και γι’ αυτά τα φράγκα ο Θωμάς Αλεξόπουλος, ο κεντρικός ήρωας της εξαιρετικά δυσάρεστης αυτής ιστορίας, είναι διατεθειμένος να κάνει τα πάντα.

Αυτό είναι η ταινία. Ο αγώνας δρόμου ενός κατεστραμμένου, απελπισμένου και όχι και τόσο έξυπνου νεόπλουτου μεσήλικου που ελπίζει ότι θα σωθεί βρίσκοντας τα χρήματα που χρωστάει, παρότι είναι εμφανές ότι έχει προ πολλού «τελειώσει», ότι έχει χάσει το παιχνίδι, ακριβώς επειδή χαράμισε τη ζωή του προσπαθώντας να κερδίσει αυτά που τώρα… χρωστάει.

Κάπως πρέπει να βρεθούν τα εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ που ο Θωμάς (Βασίλης Μπισμπίκης) χρωστάει στον τοκογλύφο, τον Παντελή (Γιάννης Αναστασάκης), αλλά ο χρόνος είναι τόσο πολύ περιορισμένος που μόνο ένα θαύμα θα τον σώσει και μαζί θα σώσει το σπίτι του. Ενα θαύμα ή ένα έγκλημα. Και ο Οικονομίδης, με τη σκηνοθετική αρτιότητα που τον διακρίνει, ακολουθεί τον Θωμά σε κάθε του βήμα, δείχνοντας μέσω των ανθρώπων που συναντά (και θα συναντήσει πολλούς) όπως και των καταστάσεων που ζει (και θα ζήσει αρκετές) μια Ελλάδα στην οποία όντως μόνο τα φράγκα παίζουν τελικά ρόλο.

Πώς θα πληρωθεί το χρέος και δεν θα χαθεί το σπίτι; Πώς μια επιχείρηση γεννήθηκε για περισσότερα λεφτά από έναν άνθρωπο που αποδείχθηκε κακός επιχειρηματίας και τώρα τρέχει και δεν φτάνει; Πώς αυτή η χυδαιότητα του νεοπλουτισμού έχει μετατρέψει τον Θωμά σε κτήνος, έτοιμο να ξεπεράσει κάθε όριο; Γιατί για τον Θωμά δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο. Ούτε σύζυγος (Μαρία Κεχαγιόγλου), ούτε παιδιά (Γιάννης Νιάρρος, Αναστασία Χατζηαθανασίου), ούτε νύφη (Ιωάννα Κολιοπούλου), ούτε πατέρας (Γιώργος Κολιόπουλος), ούτε αδελφός (Δαυίδ Σταμούλος), ούτε το ότι θα γίνει παππούς, ούτε γκόμενες (Μπέτυ Αρβανίτη, Κλέλια Ρένεση), ούτε γνωστοί και – υποτίθεται – φίλοι (Μαρία Καλλιμάνη – η δικηγόρος, Δημήτρης Καπετανάκος, Αντώνης Τσιοτσιόπουλος), ούτε τίποτα. Μόνο τα φράγκα.

Και όμως έτσι είναι. Αν το καλοσκεφτείς, σε πολλούς ανθρώπους έτσι είναι. Αυτή η λύσσα για το χρήμα που εδώ και μερικά χρόνια (από το τέλος του Covid 19 και μετά), ή έχει μετατρέψει φτωχούς σε πλούσιους ή έχει καταστρέψει ολοσχερώς πολύ κόσμο, είναι – ας μη γελιόμαστε – η απόλυτη προτεραιότητα της ελληνικής κοινωνίας των ημερών μας. Ολα μπορούν να θυσιαστούν στον βωμό του χρήματος και η ταινία αυτή το λέει αληθινά και με έναν τρόπο που σε τσακίζει, που σε αφήνει ψυχικό ράκος. Γιατί ο Οικονομίδης θέλει να σε τσακίσει. Αυτός είναι ο στόχος της ταινίας του.

Παρότι το πλαίσιο της «Σπασμένης φλέβας» δεν είναι πρωτόγνωρο, ο Οικονομίδης δεν θέλει να χαριστεί πουθενά, ούτε να «παίξει» με την ταινία είδους, όπως με πολλή ομορφιά έκανε ο Αλέξης Αλεξίου στην ταινία «Τετάρτη 04.45» (2016), στην οποία ο ήρωας του Στέλιου Μάινα βρισκόταν στην ίδια περίπου κατάσταση στην οποία βρίσκεται εδώ ο Θωμάς Αλεξόπουλος. Οχι. Στις ταινίες του Οικονομίδη δεν υπάρχουν από μηχανής θεοί. Και εδώ, όλοι, από τους λοιπούς καλλιτεχνικούς συντελεστές, τους τεχνικούς, όπως και τους επαγγελματίες αλλά και τους ερασιτέχνες ηθοποιούς (π.χ. οι Σταμόπουλος και Κολλιόπουλος αλλά και η καταπληκτική Σοφία Κουνιά που επαγγέλλεται πολιτικός μηχανικός και κρατά έναν ρόλο που κλέβει την παράσταση), βοηθούν τον σκηνοθέτη στη δημιουργία του πιο μαύρου έργου της καριέρας του, στην οποία ούτως ή άλλως, κρίνοντας από το ως τώρα έργο του, από το «Σπιρτόκουτο» ως την «Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς», πολύ ασπράδι δεν έχουμε δει. Το μόνο ερώτημα είναι αν αντέχεις να το δεις.

Μια δύσκολη μεταφορά

Διαβάζοντας το μυθιστόρημα «Σκοτώσου αγάπη» της Αριάνα Χάρουιτς που στη χώρα μας κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Opera (σε μετάφραση Αχιλλέα Κυριακίδη), σχεδόν αμέσως αντιλαμβάνεσαι πόσο δύσκολη μπορεί να είναι μια κινηματογραφική μεταφορά του. Γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, το μυθιστόρημα ενίοτε με πολύ βίαιο, ωμό τρόπο μάς οδηγεί στα άδυτα του εσωτερικού κόσμου μιας νέας γυναίκας που φέρεται όπως νιώθει και η αλήθεια είναι ότι δεν νιώθει ποτέ καλά ενταγμένη σε μια κοινωνία την οποία όλα δείχνουν ότι απεχθάνεται. Η Γκρέις αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα γυναίκας που ζει υπό το καθεστώς μιας διαρκούς επιλόχειας κατάθλιψης, παγιδευμένη στη μητρότητα και στην ικανοποίηση των αναγκών του παιδιού της. Και αυτό, πολύ απλά, είναι ένα βάρος που δεν μπορεί να αντέξει. Στην ταινία «Πέθανε αγάπη μου» (Die my love, ΗΠΑ / Αγγλία / Καναδάς) που στηρίζεται στο μυθιστόρημα της Χάρουιτς, η Λιν Ράμσεϊ έβαλε τα δυνατά της για να δώσει εικόνες σε αυτές τις πολύ σκοτεινές σκέψεις της Γκρέις χωρίς να προδώσει το πνεύμα της συγγραφέως, ενώ με τη βοήθεια του Μάρτιν Σκορσέζε κατάφερε να κλείσει την Τζένιφερ Λόρενς για τον κεντρικό ρόλο αυτής της ταλαιπωρημένης κατά βάθος γυναίκας που ζει μέσα στην απόλυτη αθλιότητα μαζί με τον σύζυγό της Τζάκσον (Ρόμπερτ Πάτινσον) και που μαζί του πορεύεται προς μια κατεύθυνση που ποτέ δεν ξέρεις ποια ακριβώς είναι ή ποια θα είναι η κατάληξη.

Στη μέση υπάρχει ένα μωρό, όπως και οι γονείς του Τζάκσον που υποδύονται σε σύντομα περάσματα η Σίσι Σπέισεκ και ένας εντελώς αγνώριστος Νικ Νόλτε. Η Λόρενς δείχνει να μην έχει κανένα απολύτως θέμα στο να μουντζουρώσει μέχρι εκεί που δεν πάει τη συνήθως λαμπερή εικόνα της και ο Πάτινσον, που εδώ και πολλά χρόνια έχει ξεφύγει από την εικόνα του ομορφόπαιδου Εντουαρντ Κάλεν στις ταινίες «Λυκόφως», τη στηρίζει αποτελεσματικά. Εν τέλει, όσο άβολα και αν νιώθεις μπροστά στη σαπίλα και την αθλιότητα όσων παρακολουθείς, δεν μπορείς παρά να εκτιμήσεις την αναμφίβολη χημεία ανάμεσα σε δύο όμορφα πρόσωπα αποφασισμένα να παίξουν με βαρόμετρο την ασχήμια, αυτής της εξαιρετικά σκοτεινής, πάρα πολύ δυσάρεστης αλλά εν τέλει θαυμαστά ανυποχώρητης σε συμβάσεις μεταφοράς.

Ξεπερασμένη μόδα

Οταν το θρίλερ «The Blair Witch Project» εμφανίστηκε στις αίθουσες το 1999, ο θόρυβος που είχε από πολύ πριν προκαλέσει για την «αλήθεια» του ήταν τόσο εκκωφαντικός, που τελικά ταίριαξε με τον θόρυβο της μεγάλης απογοήτευσης πολλών θεατών που την είδαν μετατρέποντάς την σε φαινόμενο. Ακόμα χειρότερα, η ταινία θέσπισε μια νέα κινηματογραφική μόδα «ρεαλιστικού τρόμου» (βαφτίστηκε «found footage»), της οποίας βασικά εργαλεία είναι η κακή, τρεμάμενη εικόνα με παράσιτα (πολλές φορές από κάμερες ασφαλείας όπως συμβαίνει στις ταινίες «Paranormal Activity»), ο κακός ήχος, το ερασιτεχνικό γύρισμα και μια πραγματικά απερίγραπτη μονοτονία – από το «Rec», ως το «Grave Encounters» και από το «Cloverfield» ως το «Creep» για να αναφέρω μερικά παραδείγματα. Σ’ αυτήν ακριβώς την τόσο ξεπερασμένη σήμερα μόδα ανήκει η ταινία «Το δάκρυ του διαβόλου» (The devil’s teardrop, Περού 2025), στην οποία παρακολουθούμε τον «μεταφυσικό εγκλωβισμό» μιας τετραμελούς παρέας νεαρών κινηματογραφιστών σε κάποια ζούγκλα της Λατινικής Αμερικής όπου έχουν βρεθεί για το γύρισμα ενός ντοκιμαντέρ (παρότι τους είχαν προειδοποιήσει να μην πάνε) και ξαφνικά βλέπουν ότι κινδυνεύουν να πεθάνουν. Το «τρικ» της ταινίας είναι ότι παρακολουθούμε τα όσα συμβαίνουν μέσα από τις κάμερες χειρός που κρατούν οι τέσσερις ήρωες της ιστορίας. Εναλλάξ. Μια βλέπουμε από την κάμερα του ενός, μια από της άλλης και πάει λέγοντας. Αρα θα πρέπει να δεχθούμε ότι την ώρα που προσπαθούν να ξεφύγουν από π.χ. το απειλητικό μαύρο σκυλί που (ανεξήγητα) τους καταδιώκει, το κινηματογραφούν κιόλας. Ή ότι κινηματογραφούν τις πτώσεις τους, τα χτυπήματα που δέχονται από αριστερά – δεξιά και κάθε τι τρομακτικό που συμβαίνει γύρω τους. Ε όχι. Δεν νομίζω. Ωστόσο, δεν θα διαφωνήσω στο ότι ο σκηνοθέτης Γκονζάλο Οτερό παραμένει συνεπής στον τρόπο με τον οποίο αποφάσισε να διαχειριστεί την ιστορία του και στο ότι οι ηθοποιοί Σίντνεϊ Αμανουέλ, Μία Ρόουζ Καβένσκι, Γκάμπριελ Ράισνταλ, Χαβιέρ Σααβέντρα, που υποδύονται τους κινηματογραφιστές, δούλεψαν με κόπο και σε (προφανώς) πολύ άσχημες συνθήκες. Παρ’ όλ’ αυτά η ταινία όσο και αν σε κάποιες σκηνές μού προκάλεσε γνήσιο τρόμο, ως σύνολο, απλώς με κούρασε.

Προβάλλονται επίσης

Η κομεντί φαντασίας «Για πάντα» (Eternity, ΗΠΑ, 2025) σε σκηνοθεσία Ντέιβιντ Φρέιν. Υπόθεση: Εκεί όπου οι ψυχές έχουν μία εβδομάδα για να αποφασίσουν πού – και με ποιον – θα περάσουν την αιωνιότητά τους, μια γυναίκα (Ελίζαμπεθ Ολσεν) βρίσκεται αντιμέτωπη με την πιο δύσκολη επιλογή: ανάμεσα στον άνδρα με τον οποίο πέρασε τη ζωή της (Μάιλς Τέλερ) και τον πρώτο της έρωτα (Κάλουμ Τέρνερ), που πέθανε νέος και την περίμενε χρόνια για να ξανασμίξουν. Τι θα επιλέξει λοιπόν να κρατήσει για πάντα; Τα κινούμενα σχέδια των Walt Disney Animation Studios

«Ζωούπολη 2» (Zootropolis 2, ΗΠΑ, 2025) σε σκηνοθεσία Τζάρεντ Μπους, Μπάιρον Χάουαρντ. Υπόθεση: οι ντετέκτιβ Τζούντι Χοπς (με τη φωνή της Ginnifer Goodwin) και Νικ Γουάιλντ βρίσκονται στα ίχνη ενός μυστηριώδους ερπετού που φτάνει στη Ζωούπολη και φέρνει τα πάνω κάτω στη μητρόπολη των ζώων. Για να λύσουν την υπόθεση, η Τζούντι και ο Νικ πρέπει να πάνε μυστικά σε απροσδόκητα νέα μέρη της πόλης, όπου η συνεργασία τους δοκιμάζεται όσο ποτέ άλλοτε.

Σχόλια
Γράψτε το σχόλιό σας
50 /50
2000 /2000
Όροι Χρήσης. Το site προστατεύεται από reCAPTCHA, ισχύουν Πολιτική Απορρήτου & Όροι Χρήσης της Google.
Vidcast: Στα Σχοινιά