Ανάλυση της Alpha Bank για την άνοδο του πλούτου των ελληνικών νοικοκυριών (1 τρισ. ευρώ συνολικά) φαίνεται εκ πρώτης όψεως να επιβεβαιώνει μια περίοδο επαναφοράς, όπου οι απώλειες της προηγούμενης δεκαετίας αντισταθμίζονται και η συνολική αξία περιουσίας υπερβαίνει εκ νέου το ένα τρισεκατομμύριο ευρώ.
Η καταγραφή της αύξησης τόσο στον χρηματοοικονομικό όσο και στον μη χρηματοοικονομικό πλούτο, με σταδιακή ενίσχυση του πρώτου, δημιουργεί την εντύπωση ότι η ελληνική οικονομία αποκτά θεμέλια πιο ισορροπημένης κατανομής και πιο σύνθετης επενδυτικής συμπεριφοράς.
Ωστόσο, τα ίδια στοιχεία αναδεικνύουν μια ουσιώδη αντίφαση που μετατρέπει την εικόνα ευημερίας σε εύθραυστη κατασκευή. Για το 90% των νοικοκυριών, ο πλούτος παραμένει σχεδόν αποκλειστικά συνδεδεμένος με τα ακίνητα, μια εξάρτηση που περιορίζει τη διαφοροποίηση κινδύνου και αφήνει τις οικογένειες εκτεθειμένες σε οποιαδήποτε μελλοντική διόρθωση των τιμών.
Η σύγκριση με την ευρωζώνη αποκαλύπτει ακόμη βαθύτερη απόκλιση, καθώς τα χρηματοοικονομικά προϊόντα συμμετέχουν σημαντικά στον πλούτο των μεσαίων κλιμακίων στα περισσότερα κράτη μέλη, ενώ στην Ελλάδα η παρουσία τους παραμένει υποτονική.
Η αύξηση του χρηματοοικονομικού πλούτου αφορά κυρίως το ανώτερο 10%, διευρύνοντας την απόσταση μεταξύ των κλιμακίων και υπογραμμίζοντας την απουσία επενδυτικής κουλτούρας.
Επομένως, η ονομαστική άνοδος του πλούτου δεν αντανακλά υψηλότερη ανθεκτικότητα, αλλά μια δομή που στηρίζεται σε έναν μόνο πυλώνα. Η ανάγκη ενίσχυσης του χρηματοοικονομικού αλφαβητισμού δεν αποτελεί απλώς προτεινόμενη πολιτική, αλλά κρίσιμο παράγοντα για να μετατραπεί η ποσότητα του πλούτου σε πραγματική ποιότητα και σε βιώσιμη οικονομική ασφάλεια.







