Εκείνο το βράδυ της 21ης Νοεμβρίου, σαν σήμερα δηλαδή, το πρόγραμμα για το αθηναϊκό κοινό είχε σινεμά. Φόρεσαν οι άνθρωποι τα παλτουδάκια τους (πολλά φθαρμένα, αρκετά μεταποιημένα, λίγα ολοκαίνουργια), διέσχισαν δρόμους με μονοκατοικίες (η αντιπαροχή δεν είχε, ακόμη, αλλάξει την όψη της πόλης), με κτίρια στα οποία έχασκαν ακόμη οι «πληγές» από τις μάχες της Αθήνας και έφτασαν στους κινηματογράφους του κέντρου. Πλήρωσαν το αντίτιμο του εισιτηρίου (δύο δραχμές και είκοσι λεπτά) και μπήκαν στις αίθουσες. Δεν θα έβλεπαν κάποια κωμωδία όπως το «Ούτε γάτα ούτε ζημιά» με τον Λογοθετίδη, ούτε καν την «Κάλπικη λίρα» του Τζαβέλλα. Ούτε ταινία αισθηματική όπως το «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο» με μια νέα ηθοποιό, την Καρέζη, ούτε και κωμειδύλλιο όπως ο «Αγαπητικός της Βοσκόπουλος» με μια 22χρονη μελαχρινή που την έλεγαν Βουγιουκλάκη. Η πρωταγωνίστρια εδώ ήταν μια ηθοποιός του θεάτρου η οποία, πριν από λίγα χρόνια, είχε θριαμβεύσει ως Μπλανς Ντιμπουά στο «Λεωφορείο ο πόθος» που είχε ανεβεί από το Θέατρο Τέχνης. Την έλεγαν Μελίνα Μερκούρη και το έργο ήταν η «Στέλλα».
Σήμερα, ακριβώς εβδομήντα χρόνια μετά την πρώτη προβολή, οι συντελεστές της ταινίας προκαλούν δέος. Σκηνοθέτης ο 33χρονος τότε Μιχάλης Κακογιάννης που είχε γράψει και το σενάριο με έμπνευση από το θεατρικό έργο του Καμπανέλλη «Η Στέλλα με το κόκκινα γάντια». Πρωταγωνίστρια η Μελίνα στην πρώτη της εμφάνιση στον κινηματογράφο. Αλεξανδράκης, Ζουμπουλάκη, Φούντας, Παπαγιαννόπουλος και η Σοφία Βέμπο – στη δεύτερη από τις τρεις όλες κι όλες κινηματογραφικές της εμφανίσεις. Μουσική του Μάνου Χατζιδάκι και ενορχήστρωση λαϊκών τραγουδιών από τον Βασίλη Τσιτσάνη. Σκηνικά από τον Γιάννη Τσαρούχη. Αυτός ήταν ο ελληνικός κινηματογράφος τότε και οι συγκρίσεις με το σήμερα απαγορεύονται για λόγους μελαγχολίας.
Η «Στέλλα» είναι η πιο διαδραστική, ίσως, ελληνική ταινία. Το «Στέλλα φύγε, κρατάω μαχαίρι», η κορυφαία ατάκα του φινάλε, «γράφει» ακόμη. Τα τραγούδια που πρωτακούστηκαν σε αυτήν, δηλαδή το «Φεγγάρι είναι κόκκινο», το «Αγάπη που ‘γινες δίκοπο μαχαίρι», το «Εφτά τραγούδια θα σου πω», συγκινούν και ξεσηκώνουν μέχρι σήμερα. Και δεν νομίζω ότι υπήρξε άλλη κινηματογραφική ηρωίδα που, εβδομήντα χρόνια μετά, εξακολουθεί να αποτελεί ένα είδος brand, να έχει συμβολοποιηθεί με ανάλογο τρόπο.
Βεβαίως ήταν και η ίδια η Μελίνα. Μια «μουράκλα» στην εποχή που είχαν σουξέ τα «μουτράκια». Με κάπως ανδρικά χαρακτηριστικά που εξέπεμπαν όμως θηλυκή σαγήνη. Με ένα σώμα χωρίς τις καμπύλες που ήθελε τότε η μόδα, αλλά με μια έντονη σεξουαλικότητα που υπερέβαινε τον διαχωρισμό μεταξύ της γυναικείας και ανδρικής κορμοστασιάς. Να τη βλέπεις να τραγουδάει το «Εφτά τραγούδια» και να κουνάει τα χέρια της σαν να ρίχνει μπουνιές. Εχω δε την εντύπωση ότι σε όλη την υπόλοιπη ζωή της, κουβαλούσε τη «Στέλλα» εντός της. Σαν αυτές οι δύο γυναίκες, η μία πραγματική, η άλλη φανταστική, δημιουργήθηκαν για να συναντηθούν.
Σύμβολο
Η «Στέλλα» συμβολοποιήθηκε, αγαπήθηκε, αποθεώθηκε και, εσχάτως, μέσα στη λόξα της εποχής, αμφισβητήθηκε με το σκεπτικό ότι, τελικά, η πατριαρχία επιβάλλεται με μια γυναικοκτονία. Σε μια σύγχρονη εκδοχή ίσως η Στέλλα να σκότωνε, τελικά, τον Μίλτο. Ή να το έσκαγε με τον νεαρό εραστή της και να ζούσε τη ζωή της. Δεν θα βάδιζε προς το τέλος της κοιτάζοντας κατάματα τον θάνατο. Και σε αυτό ακριβώς έγκειται η διαχρονικότητα της ηρωίδας. Δεν είναι απλώς μια ελεύθερη γυναίκα. Είναι ένας ελεύθερος άνθρωπος που κάνει κουρελόχαρτο τις επιταγές της κάθε εποχής. Δεν είναι τυχαίο τι έγραφε πριν από εβδομήντα χρόνια ο αριστερός Τύπος. Ο Αντώνης Μοσχοβάκης, στην «Επιθεώρηση Τέχνης», την αποκαλούσε «ξετραχηλισμένο γύναιο». Και ο Κώστας Σταματίου ανέφερε στην «Αυγή» για την ταινία ότι επρόκειτο για «…ξεδιάντροπο μελόδραμα που προβάλλει ό,τι χαμηλότερο, ό,τι πιο λούμπεν, ό,τι πιο χυδαίο υπάρχει στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα».







