Gen Z: όσοι γεννήθηκαν από το 1997 έως το 2012. Δηλαδή, το μέλλον της χώρας. Η ηλικία της ελπίδας, την ώρα που αυτή φτάνει να γίνει πραγματικότητα. Και, μαζί, η επόμενη, η ηλικία που έρχεται στα χνάρια της. Και που από τις προσδοκίες τους, τα όνειρά τους, τις επιθυμίες μα και τις δυνατότητές τους δεν εξαρτάται μόνον το δικό τους μέλλον αλλά και το μέλλον αυτής της χώρας, καθώς σε συνολικό επίπεδο ταυτίζεται πλήρως με αυτά: οικονομικά, επιστημονικά, κοινωνικά, αλλά και εξίσου δημογραφικά – η βάση όλων – και, βεβαίως, η ασφάλειά της. Το εάν θα είναι οι ελάχιστοι έστω επαρκείς να μπορέσουν, αν μπορέσουν, να τη διατηρήσουν εν μέσω διαρκούς θύελλας και αντίστοιχων πιέσεων για συρρίκνωσή της που γίνονται κάθε μέρα και πιο επιθετικές. Με δυο λέξεις, οι ηλικίες του «όλα ή τίποτα» για το αύριο.
Τι θέλει λοιπόν αυτή η γενιά; Και, προσοχή: το τμήμα της εκείνο που δεν έχει ήδη φύγει από την Ελλάδα για να αναζητήσει όχι απλώς καλύτερη ζωή αλλά κάτι ακόμα πιο κρίσιμο: μια στοιχειωδώς αισιόδοξη πορεία για το μέλλον. Σύμφωνα με μεγάλη νέα έρευνα του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, το κύριο όνειρό της είναι ένα: να φύγει. Αυτό και μόνο. Τίποτα άλλο. Και δεν έχει άδικο. Αντιθέτως: οι λόγοι που ωθούν εκεί είναι κάτι παραπάνω από πραγματικοί: είναι τραγικοί, δεν αντιμετωπίζονται και είναι πλέον μη αναστρέψιμοι. Ούτε για την ίδια, σε ατομική κλίμακα, ούτε και για τον τόπο αυτό που έχει ταυτιστεί στη συνείδησή της με ταφόπλακα μιας ζωής που δεν οδηγεί πουθενά και που δεν βγαίνει πέρα.
Παρά το γεγονός ότι θεωρείται αρκετά καλά εκπαιδευμένη, για την Gen Z τα «όπλα» της τής είναι άχρηστα. Δεν μπορούν με κανένα τρόπο να της εξασφαλίσουν τη ζωή που θα έπρεπε. Και γι’ αυτό τα ποσοστά είναι συνθλιπτικά: οι επτά στους δέκα, θέλουν να φύγουν σε άλλες χώρες. Οπου να μπορούν να ζήσουν σαν άνθρωποι αλλά και να μην πάνε χαμένα τα χρόνια των σπουδών τους, που, εδώ, για τους πιο πολλούς, αποδείχθηκαν ανίκανες να τους δώσουν ελπίδα.
Αν και τα ευρήματα της μελέτης είναι απελπιστικά στις αποκαλυπτικότητές τους, δεν είναι εδώ ο χώρος για την ανάλυσή τους. Η ουσία είναι ότι η Ελλάδα τους γύρισε την πλάτη, τους πετάει από πάνω της, τους διώχνει, δεν τους αφήνει επιλογή, τουλάχιστον στους περισσότερους. Δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει φυσικά κάτι τέτοιο: κύματα μεταναστών έφυγαν μαζικά από τη χώρα πολλές φορές – και ουδέποτε επαναπατρίστηκαν, παρά σε απειροελάχιστα ποσοστά. Αυτό συνέβη και με την τεράστια εκροή της εποχής της πτώχευσης, παρά τα παραμύθια της κυβέρνησης περί δήθεν μαζικής επιστροφής, η οποία βεβαίως κάθε άλλο παρά υφίσταται. Αντιθέτως, το ρεύμα που υπάρχει είναι για ακόμα μεγαλύτερη φυγή.
Σήμερα, όμως, είναι χειρότερα από ποτέ. Και αυτό επειδή τα δημογραφικά δεδομένα είναι μακράν χειρότερα απ’ ό,τι επτά δεκαετίες πίσω. Ο πληθυσμός γηράσκει ταχύτατα και εξίσου γρήγορα συρρικνώνεται. Επιπλέον, τώρα έφυγαν ή θέλουν να φύγουν οι καλύτεροι: αυτοί που μπορούσαν να κινήσουν το μέλλον. Είναι η άλλη όψη του δράματος.
Στην πραγματικότητα, οι νέοι που θα μείνουν, θα είναι εκείνοι που δεν μπορούν να φύγουν, που έχουν ειδικούς λόγους να μη θέλουν, ή που έχουν τη σπάνια τύχη να βρουν τις λίγες καλές δουλειές που να τους εξασφαλίζουν μία ανθρώπινη ζωή. Ολοι οι άλλοι μόνον αυτό έχουν στο μυαλό τους.
Ομως κάθε τόπος είναι οι άνθρωποί του. Και πάνω απ’ όλα οι νέοι. Και όταν δεν υπάρχουν αυτοί, τελικά, νομοτελειακά, δεν υπάρχει και ο τόπος. Που όμως εκείνος είναι που τους έδιωξε. Δικό του το φταίξιμο. Και, όλα αυτά, δεν αλλάζουν πια.







