Υπάρχουν καλλιτέχνες που δεν σταματούν ποτέ να κινούνται. Όχι από ανησυχία, αλλά από ανάγκη να εξελίσσονται. Ο Τάσος Ιορδανίδης είναι ένας από αυτούς. Το νέο του υποκριτικό εγχείρημα είναι η δραματική σειρά του Mega «Μια νύχτα μόνο» που έκανε πρεμιέρα πριν από λίγες ημέρες. Η ιστορία της, σε σενάριο Γιώργου Κρητικού και Στέλλας Βασιλαντωνάκη και σκηνοθεσία Στάμου Τσάμη, αναδεικνύει μια δυνατή αφήγηση για την απώλεια, τη λύτρωση και την αγάπη που βρίσκει τον δρόμο της ακόμα και στο πιο βαθύ σκοτάδι. Σε αυτό το σύμπαν, ο Τάσος Ιορδανίδης υποδύεται έναν άντρα που δοκιμάζεται ανάμεσα στη φιλία και τον έρωτα αλλά, παρά τα βυθίσματά του, επιμένει να αναδύεται στην επιφάνεια, κερδίζοντας τη συμπάθεια του τηλεθεατή. Για αυτό τον ρόλο αλλά και για τα υπόλοιπα καλλιτεχνικά σχέδιά του ο Τάσος Ιορδανίδης μίλησε στα «Πρόσωπα».
Πες μας λίγα λόγια για τον ρόλο σου.
Ο Σταύρος είναι ένας άνθρωπος ο οποίος έχει μεγαλώσει σε μια από τις λεγόμενες καλές οικογένειες. Είναι ο φίλος και ξάδερφος του Οδυσσέα Χαριτάκη, τον οποίο υποδύεται ο Δημήτρης Λάλος. Εχουν επωμιστεί μαζί έναν επιχειρηματικό κολοσσό τον οποίο έχουν κληρονομήσει από τους πατεράδες τους. Είναι καλός γιος και ξάδελφος. Αυτό που θα απασχολήσει τον Σταύρο κατά τη διάρκεια της σειράς είναι ότι θα βρεθεί ανάμεσα σε δύο γυναίκες, την Αρετή, την οποία υποδύεται η Μαριλίτα Λαμπροπούλου, και την Ελένη, την οποία υποδύεται η Μαριάννα Πουρέγκα.
Πώς αντιμετωπίζεις τον Σταύρο;
Τον αντιμετωπίζω σε συνάρτηση πάντα με τις σχέσεις που διαμορφώνονται καθημερινά στο γύρισμα, με τους υπόλοιπους συναδέλφους υπό την καθοδήγηση της σκηνοθετικής ομάδας και με αυτό που επιβάλλει φυσικά το σενάριο. Υπάρχουν βέβαια και τα δικά μου φορτία ζωής, τα οποία προσπαθώ να βρω καθημερινά που να ταυτίζονται με αυτά του Σταύρου.
Στη σειρά η ιστορία ξεκινάει από μια συμφωνία και μετατρέπεται σε κάτι πιο βαθύ, πιο ανθρώπινο. Θεωρείς ότι ο έρωτας γεννιέται μέσα στις πιο απρόβλεπτες συνθήκες, όπως βλέπουμε;
Βέβαια. Αλλά νομίζω ότι είναι και ένα πολύ δυνατό τρικ δραματουργικό για να ξεκινήσει και να αρχίσει να ξετυλίγεται το νήμα της ιστορίας. Αυτή τη στιγμή πράγματι έχουμε εστιάσει σε αυτόν τον έρωτα, τον οποίο έχουμε χαρακτηρίσει καρμικό. Δεν ξέρουμε όμως πού θα πάει η ιστορία. Θεωρώ ότι θα υπάρξουν πολλές ανατροπές. Εχω την αίσθηση ότι η Αρετή θα διεκδικηθεί πολύ έντονα από τα δύο ξαδέλφια και ότι δεν θα είναι τόσο ελαφρά τη καρδία ενδεχομένως όσο περιμένουμε η επιλογή της. Αυτό έχει ένα ενδιαφέρον υποκριτικό για εμάς, αλλά πάνω απ’ όλα για τον τηλεθεατή.
Εσένα σου έχει τύχει ποτέ στη ζωή σου μια νύχτα μόνο που να άλλαξε κάτι ουσιαστικό;
Οι δυο νύχτες που άλλαξαν κάτι πολύ-πολύ ουσιαστικό στη ζωή μου ήταν οι γεννήσεις του γιου και της κόρης μου. Ηταν τόσο ουσιαστικό ώστε να αλλάξει κάτι συθέμελα. Με καθόρισαν.
Από το σκοτάδι στο «Μια νύχτα μόνο» τις καθημερινές, πας σε κάτι πιο φωτεινό στην ΕΡΤ με το «Καλημέρα είπαμε;» τα Σαββατοκύριακα. Ποιο κομμάτι του εαυτού σου εκφράζεται καλύτερα στην εκπομπή που δεν το βλέπουμε όταν υποδύεσαι έναν ρόλο;
Όταν φοράω τον μανδύα του ηθοποιού, κρύβομαι πίσω του κιόλας πολλές φορές, παρότι καταθέτω πολλά πράγματα τα οποία είναι δικά μου ούτως ή άλλως. Αυτά είναι τα ερεθίσματά μου, μ’ αυτά παίζω. Αλλά στην εκπομπή είμαι τελείως αφιλτράριστος, όσο γίνεται. Εκεί ξεγυμνώνω τη δική μου προσωπικότητα.
Μετά από τρία χρόνια στον ρόλο του παρουσιαστή, τι έχεις μάθει για τον ρόλο αυτόν;
Ότι δεν σταματάς ποτέ να μαθαίνεις ουσιαστικά και ότι τελικά δεν ισχύουν όλα αυτά τα οποία μπορεί να είχα στο μυαλό μου για την παρουσίαση και τους κώδικές της.
Βλέπουμε ότι τα τελευταία χρόνια ολοένα και περισσότεροι ηθοποιοί περνάνε στην παρουσίαση. Είναι κατά τη γνώμη σου αυτό μια ανάγκη της εποχής ή μια φυσική εξέλιξη του επαγγέλματος;
Ανέκαθεν συνέβαινε αυτό. Ισως τώρα υπήρξε μια αντίδραση γιατί έγινε κάπως μαζικά το τελευταίο διάστημα. Βλέποντας το αρχείο της ΕΡΤ σκεφτόμουν ότι τις περασμένες δεκαετίες περισσότερους ηθοποιούς είδα στον ρόλο του παρουσιαστή παρά δημοσιογράφους.
Οταν μπαίνουν τόσο εύκολα πλέον στην τηλεοπτική ψυχαγωγία οι ηθοποιοί, δεν υπάρχει ένας κίνδυνος να χαθεί αυτή η «ιερότητα» της υποκριτικής;
Όχι. Ολα αυτά αποδεικνύονται και αναδεικνύονται με το πέρασμα των χρόνων και με το τι καταθέτεις ουσιαστικά μέσω της δουλειάς σου. Οπως λέει ο θυμόσοφος λαός, στο τέλος ξυρίζουν τον γαμπρό. Είτε κάνεις παρουσίαση, είτε τον Αμλετ, είτε επιθεώρηση, το θέμα είναι κατά πόσο είσαι επαγγελματίας και θες να τιμήσεις τους ανθρώπους που σε εμπιστεύονται. Στη δική μας την περίπτωση οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι άλλοι από τους ιθύνοντες, τους παραγωγούς και κατ’ επέκταση τον κόσμο που αποφασίζει πόσο μεγάλη απόσταση θα διανύσεις σε αυτόν τον χώρο. Ολα στο τέλος αποδεικνύονται.
Στο θέατρο συνεχίζεται η παράστασή σας «Θέλω να σου κρατάω το χέρι» για πέμπτη χρονιά.
Δεν το λέω για να περιαυτολογήσω, αλλά πραγματικά δεν θέλει ο κόσμος με τίποτα να σταματήσει να μας κρατάει το χέρι. Αυτό το οποίο συμβαίνει στο θέατρο Αλφα – Φωτίου είναι ακραία συγκινητικό για εμάς. Είναι πραγματικά μια παράσταση η οποία δημιουργήθηκε με σκοπό τότε να παλέψουμε να επιβιώσουμε γιατί ξεκίνησε λίγο μετά τον κορωνοϊό και τελικά αγαπήθηκε τόσο μα τόσο πολύ από τον κόσμο. Εχουμε πει ότι είναι η τελευταία μας χρονιά φέτος και θα το τηρήσουμε. Δεν θα συνεχίσουμε του χρόνου, παρότι θα μπορούσαμε. Είναι τέτοια η προσέλευση του κόσμου και οι αντιδράσεις όταν μπαίνει μέσα στην αίθουσα και είμαστε πραγματικά ευγνώμονες. Ευγνώμονες είμαστε επίσης που ξεκινήσαμε μία ακόμα παράσταση, η οποία παρουσιάζεται ήδη κάθε Δευτέρα και κάθε Τρίτη στο Θέατρο Αλφα – Φωτίου. Είναι δική μας παραγωγή. Τη σκηνοθεσία την κάνει ο Δημοσθένης Παπαδόπουλος. Πρόκειται για τα «Παιδιά ενός κατώτερου θεού» του Μαρκ Μέρντοκ, με μια πολύ ωραία ομάδα ηθοποιών. Η παράσταση παίζεται ταυτόχρονα στη γλώσσα των ομιλούντων και τη νοηματική, κάτι που συμβαίνει σπάνια. Αποτελεί μία αξέχαστη εμπειρία για όποιον την παρακολουθήσει.
Εκτός από ηθοποιός είσαι και παραγωγός λοιπόν.
Κάνω παραγωγές χρόνια. Οι δικές μας οι δουλειές είναι παραγωγές δικές μας. Νομίζω ότι είμαι από τους πιο νεαρούς παραγωγούς. Τελείωσα τη δραματική το 2005 και από το 2006-7 άρχισα να κάνω τις δικές μου δουλειές με την ιδιότητα του αυτοαπασχολούμενου και μετά για πράγματα τα οποία μπορεί να με συγκινούν και να τα πιστεύω. Είναι ρίσκο μεγάλο και πολλές φορές έρχεται ο καλλιτέχνης σε σύγκρουση με τον παραγωγό που κρύβεις μέσα σου αλλά έχω μάθει να ζω με αυτό. Είναι η δουλειά μου. Έχει γίνει δεύτερη φύση μου και δεν σου κρύβω ότι το επιδιώκω κιόλας. Το αγαπώ δηλαδή να μπορώ να επιλέγω το ρεπερτόριο το οποίο θα ακολουθήσω, τους ανθρώπους με τους οποίους θα συνεργαστώ με τους κώδικες με τους οποίους θέλω να πορευτώ. Είναι πολύ γοητευτικό. Είναι ρίσκο αλλά μακάρι να είμαι αξιόμαχος και μέσα στα χρόνια να μη σταματήσω να μπορώ να έχω τη δυνατότητα να το πράττω.







