Περισσεύει η ρευστότητα τούτο τον καιρό στην πολιτική ζωή του τόπου. Ολα τα στοιχεία, δημοσκοπικά και άλλα, επιβεβαιώνουν του λόγου το αληθές. Η νεοδημοκρατική κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη εισήλθε φθειρόμενη στον έβδομο χρόνο της εξουσίας της. Σειρά γεγονότων και συνθηκών πιέζουν αφόρητα τον Πρωθυπουργό και τον στενό του κύκλο. Παρότι έχει να επιδείξει αποτελέσματα και να προπαγανδίζει τη σταθεροποίηση και ανάπτυξη της οικονομίας, χάνει συνεχώς δυνάμεις.
Οι μεγάλες προσδοκίες που τον συνόδευαν το 2019 και του έδωσαν τη διπλή νίκη το 2023 τείνουν προς εξάντληση. Η πλειονότητα των πολιτών νιώθει εξουθενωμένη από την ακρίβεια και την εισοδηματική καχεξία που χαρακτηρίζει την τρέχουσα περίοδο. Τα χρήματα δεν φθάνουν, τα μηνιαία έξοδα βαραίνουν τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς, το ρεύμα παραμένει πανάκριβο, τα νοίκια τραβάνε την ανηφόρα, οι τιμές των τροφίμων δεν λένε να ισορροπήσουν και οι ελπίδες για αλλαγή των συνθηκών είναι περιορισμένες.
Σχεδόν το ένα τρίτο του πληθυσμού ζει φτωχικά. Ιδιαιτέρως οι νέοι, οι ανειδίκευτοι εργαζόμενοι, όσοι κάνουν δουλειές του ποδαριού και οι χαμηλοσυνταξιούχοι χωρίς αποθέματα δυνάμεων τα βγάζουν δύσκολα πέρα. Συγκροτούν αυτοί το 30% της κοινωνίας. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι πρόσφατα ο πρόεδρος του ΣΕΒ Σπύρος Θεοδωρόπουλος δήλωσε ότι το 30% των πολιτών δεν μετέχει της ανάπτυξης ή καλύτερα δεν απολαμβάνει το αποτέλεσμά της.
Αλλο ένα τρίτο των πολιτών, οικογένειες κυρίως με παιδιά και με τους δύο συζύγους εργαζόμενους, καταδιώκεται από τις πολλές ανάγκες του σύγχρονου βίου και ζει μέσα σε καθεστώς διαρκούς ανασφάλειας, μην μπορώντας να ανασάνει πραγματικά. Είναι η μερίδα των πολιτών που δεν καταφέρνει να αποταμιεύσει και ζει υπό την απειλή του απρόβλεπτου, μιας ασθένειας ή ενός γεγονότος που μπορεί να έλθει ανά πάσα στιγμή.
Και υπάρχει και άλλο ένα τρίτο που διατηρεί αποθέματα δυνάμεων, απολαμβάνει τις αυξανόμενες αξίες κληρονομημένων περιουσιακών στοιχείων και πιθανόν εργάζεται σε αξιοπρεπώς αμειβόμενες θέσεις ή ασκεί κάποια επικερδή δραστηριότητα. Μιλάμε για τα πάνω τμήματα της μεσαίας τάξης που περνούν καλά, καταναλώνουν, ταξιδεύουν και δημιουργούν τα αισθήματα περιφερόμενης ευφορίας στους ανά τη χώρα δημοφιλείς προορισμούς.
Και βεβαίως υπάρχει και ένα 10% πολύ εύπορων ή καλύτερα πλούσιων συμπολιτών μας, η αγωνία των οποίων περιορίζεται στις αποδόσεις του πλήθους των αποθεμάτων και των περιουσιακών στοιχείων που διαθέτουν.
Οι έρευνες λοιπόν των διαθέσεων της κοινής γνώμης καταγράφουν ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει κόψει δεσμούς με το 60% των κατοίκων της χώρας. Και παλεύει, σύμφωνα πάντα με τους ερευνητές, να διατηρήσει επαφή με το υπόλοιπο 40%. Για την ακρίβεια, όπως διευκρίνιζε πρόσφατα υπουργός του, «δίνουμε μάχη να μας ακούει έστω το υπόλοιπο 40%».
Πέραν αυτών η κυβέρνηση πιέζεται αφόρητα και από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, από αυτό το διάχυτο κλίμα διαφθοράς που συνοδεύει την πολιτική της. Το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, η διαχείριση των Τεμπών, η κρίση των ΕΛΤΑ, παλαιότερα οι υποκλοπές και εσχάτως το γενικότερο αίσθημα ότι το παιχνίδι είναι στημένο υπέρ φίλων και εκλεκτών.
Κοινή επιπλέον είναι η πεποίθηση ότι ο κ. Μητσοτάκης έχει χάσει και το κόμμα του. Είναι ακριβές ότι οι κομματικές δυνάμεις δεν τον περιβάλλουν πια με εμπιστοσύνη, όπως συνέβαινε μέχρι πρότινος. Ολα μαζί δε συνθέτουν ατμόσφαιρα και πορεία φθοράς, την οποία δύσκολα θα αντιστρέψει παρά τις εναγώνιες προσπάθειες που καταβάλλει.
Αυτή ωστόσο την ατμόσφαιρα φθοράς δεν μπορεί επί του παρόντος να κεφαλαιοποιήσει η κατακερματισμένη και αδύναμη αντιπολίτευση. Το ΠΑΣΟΚ δεν έχει ακόμη απαλλαγεί από τα βάρη του παρελθόντος, δεν έχει καταφέρει έως τώρα να πείσει ότι αποτελεί αξιόπιστη εναλλακτική λύση και για αυτό η ηγεσία του βάλλεται και από εσωτερικές δυνάμεις που κάθε τόσο και με κάθε ευκαιρία, αμφισβητούν τον Νίκο Ανδρουλάκη.
Ο ΣΥΡΙΖΑ από την άλλη ζει στη σκιά του επερχόμενου κόμματος Τσίπρα, όπως και τα υπόλοιπα πολλά σχήματα της Αριστεράς παλεύουν για την επιβίωσή τους. Τα πολλά επίσης κόμματα της Ακροδεξιάς φέρουν το στίγμα της αναξιοπιστίας και της πολιτικής ανημπόριας. Δεν είναι σε θέση, κατά τα φαινόμενα, να πείσουν και να κινητοποιήσουν ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις. Οι εκδοχές του κ. Σαμαρά και της κ. Καρυστιανού δεν έχουν εμφανιστεί ακόμη στο προσκήνιο και δεν γνωρίζουμε αν τελικά θα επιχειρήσουν το άλμα.
Κακά τα ψέματα, όλα επί του παρόντος δείχνουν ότι το πολιτικό παιχνίδι στη χώρα και η τύχη του Κυριάκου Μητσοτάκη θα κριθούν από την επίδοση που θα έχει η προσπάθεια του επανακάμπτοντος Αλέξη Τσίπρα. Για την ώρα, η επανάκαμψή του δεν προκαλεί τρελό ενθουσιασμό, επειδή απλούστατα φέρει και αυτός βάρη από την προηγούμενη θητεία του.
Αλλά ας μη βιαζόμαστε να βγάλουμε συμπεράσματα. Το παιχνίδι μόλις άρχισε. Και μέχρι να στηθούν οι κάλπες πολλά έχουν να δουν τα μάτια μας. Το ελληνικό πολιτικό πρόβλημα δεν θα λυθεί μονομιάς. Θα απαιτήσει χρόνο και κάμποσες εκλογικές αναμετρήσεις…







