Για χρόνια, η δημόσια υγεία στη χώρα μας ταυτιζόταν με το νοσοκομείο. Με τον ασθενή να απευθύνεται στα νοσηλευτικά ιδρύματα για να βρει φροντίδα, βοήθεια, απαντήσεις. Σήμερα, όμως, η εξίσωση φαίνεται να αντιστρέφεται: το κράτος κάνει ένα αποφασιστικό βήμα, πηγαίνοντας το ίδιο στον πολίτη. Και αυτό όχι μεταφορικά, αλλά κυριολεκτικά – μέσα από την κινητοποίηση των Κινητών Ομάδων Υγείας (ΚΟΜΥ), που αναβαθμίζονται αποκτώντας πλέον διευρυμένο ρόλο στο (μέχρι πρόσφατα παραμελημένο) πεδίο της πρόληψης και της πρωτοβάθμιας φροντίδας.

Το σχέδιο προβλέπει 187 κλιμάκια ΚΟΜΥ, τα οποία θα αναπτύσσονται σε κάθε γωνιά του χάρτη, καλύπτοντας ετησίως περίπου 500.000 κατοίκους σε 900 σημεία της χώρας – με έμφαση στις νησιωτικές, ορεινές και απομακρυσμένες περιοχές. Αποστολή τους δεν είναι πλέον μόνο η διενέργεια τεστ – όπως συνέβη στην πανδημία – αλλά και ο εμβολιασμός, η διασύνδεση με υπηρεσίες πρόληψης και προσυμπτωματικού ελέγχου, καθώς και η έγκαιρη παρέμβαση σε ευάλωτους πληθυσμούς.

Κάπως έτσι, για πρώτη φορά, η φροντίδα υγείας δεν απαιτεί μετακίνηση, ραντεβού και αναμονή. Φτάνει εκεί όπου ζει ο πολίτης.

Αν κάτι διδαχτήκαμε από την πρόσφατη κρίση, είναι πως τα νοσοκομεία δεν μπορούν να είναι ο μοναδικός πυλώνας του ΕΣΥ. Η απουσία ενός οργανωμένου συστήματος Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ) αποδεδειγμένα επιβάρυνε τα νοσηλευτικά ιδρύματα εκείνη την περίοδο, ενώ ταυτόχρονα οι πολίτες παραμέλησαν την υγεία τους, αφού τα νοσοκομεία μετατράπηκαν σε κυματοθραύστες των επιπτώσεων του SARS-CoV-2.

Δεν χρειάζεται, ωστόσο, να περάσουμε ξανά μια πανδημία για να καταλήξουμε στο αυτονόητο: ότι δηλαδή, σε ένα τόσο πολύπλοκο περιβάλλον είναι αναγκαίο ένα δίκτυο μικρών, ευέλικτων μονάδων που θα στηρίζουν τοπικά τον πολίτη και θα προλαμβάνουν τη νόσο πριν αυτή «φουσκώσει» στο σύστημα. Το είδαμε και στις πρόσφατες πλημμύρες – όπου οι ΚΟΜΥ βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή, προσφέροντας πρωτοβάθμια φροντίδα σε δύσκολες συνθήκες.

Εφόσον, λοιπόν, ενισχυθούν και στελεχωθούν με σταθερότητα, μπορούν να αποτελέσουν αυτό ακριβώς το «δίχτυ».

Η πρόληψη σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να μένει σύνθημα. Οφείλει να μετουσιώνεται σε σχέδιο, σε παροχές και υποδομές. Και η παρουσία μιας κινητής μονάδας στο πιο απομακρυσμένο χωριό ή σε μια πυκνοκατοικημένη γειτονιά στέλνει ένα ξεκάθαρο μήνυμα κοινωνικής δικαιοσύνης. Γιατί η πρόσβαση στη φροντίδα δεν πρέπει να εξαρτάται από τον ταχυδρομικό σου κώδικα – αν και, λίγο-πολύ, αυτό εξακολουθεί να ισχύει.

Σε μια εποχή που η υγεία απειλείται από την ανισότητα, την κλιματική κρίση και την κόπωση των συστημάτων, το ότι το κράτος αποφασίζει – έστω και αργά – να πλησιάσει τον πολίτη, είναι μια μικρή αλλά ουσιαστική «ανάσα». Γιατί η φροντίδα δεν είναι μόνο θεραπεία. Είναι και παρουσία, υπενθύμιση, εγγύτητα. Ας ελπίσουμε μόνο πως η δράση αυτή θα  προσφέρει όσα υπόσχεται και κυρίως πως θα έχει διάρκεια στον χρόνο και όσο υπάρχει ανάγκη.